Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Victoria

Μια «Γλυκιά συμμορία» … γερμανικών προδιαγραφών,  από την Κινηματογραφική Λέσχη Πεύκης, η ταινία του Sebastian Schipper,  «Victoria», έρχεται να συγκινήσει και να προβληματίσει ταυτόχρονα τον θεατή, βάζοντας ζητήματα για την ποιότητα της ζωής στις σύγχρονες δυτικές μεγαλουπόλεις, με την έλλειψη προοπτικής και φιλοδοξιών, από ένα ολοένα και περισσότερο διογκούμενο κομμάτι της νεολαίας, που βιώνει την απόρριψη και την περιθωριοποίηση. Χωρίς ελπίδα βελτίωσης της καθημερινότητας, χωρίς στόχους, χωρίς ιδανικά, σε μια κοινωνία αποιδεολογικοποιημένη, θύμα των πολιτικών της μεγιστοποίησης του κέρδους, ως αυτοσκοπός, καταλήγει να δρα και να αντιδρά παρορμητικά και αυτοκαταστροφικά. Παρήγορο είναι, ότι ακόμα και μέσα σε αυτήν την δυσλειτουργική κατάσταση, αναδεικνύονται σημάδια ανθρωπιάς, συντροφικότητας, αλληλεγγύης. Το «απόλυτο κακό», το τυφλό μίσος, η παράλογη επιθετικότητα χάνει κατά κράτος τον πόλεμο.
Η νεαρή ισπανίδα Victoria (Laia Costa) που ζει στο Βερολίνο, φλερτάρει με τον Sonne (Frederick Lau) και φεύγει μαζί του και με την παρέα του, ξημερώματα, από το μπαρ όπου διασκέδαζαν. Η άγνοια της γερμανικής γλώσσας, που δεν τις επιτρέπει να αντιλαμβάνεται τις μεταξύ τους συζητήσεις, η επικοινωνία με τα «σπαστά» αγγλικά, η υπερβολική εμπιστοσύνη, το αλκοόλ και τα μαλακά ναρκωτικά, δημιουργούν μια «ανεβαστική» αλλά εύθραυστη ισορροπία. Ο Boxer (Franz Rogowski), ο πιο ζόρικος από την ομάδα και με προηγούμενες μικροπαραβατικές συμπεριφορές,  για να ξεπληρώσει παλιούς λογαριασμούς, τους παρασύρει σε μια ληστεία τράπεζας. Παιδικότητα, αφέλεια, απειρία και ερασιτεχνισμός, σε συνδυασμό με ανιδιοτέλεια και άγνοια του πραγματικού κινδύνου, τους οδηγεί σε ένα ταξίδι από την γη στον παράδεισο και από εκεί κατ’ ευθείαν στην κόλαση.

Ενδιαφέρουσα η σκηνοθετική προσέγγιση, με 138 λεπτά ένα συνεχόμενο μονοπλάνο, με την κάμερα στο χέρι να ακολουθεί κατά πόδας τους ηθοποιούς, να μπλέκεται ανάμεσα τους, με κλειστά, κλειστοφοβικά, στενά κάδρα, να εντείνει την αγωνία, μαζί με την ηχητική μπάντα, τους καθημερινούς, πολλές φορές εσκεμμένα απλοϊκούς  διαλόγους, πιστούς όμως στο στιβαρό και εξονυχιστικά δουλεμένο σενάριο, ο θεατής εγκαταλείπει την αίθουσα με την αίσθηση της «γλυκιάς» απώλειας. Γιατί αυτό που χάνεται, μας αφορά.

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

Μίμης ο Σιδεράς-Mimì metallurgico ferito nell'onore

Μια καταιγιστική πολιτική και πολιτισμική σάτιρα, αλλά ταυτόχρονα τρυφερή- σαν ο φακός να χαϊδεύει τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών -η ταινία «Μίμης ο Σιδεράς» (Mimì metallurgico ferito nell'onore) της Lina Wertmüller, του 1972, δίνει περιεχόμενο σε αυτό που κάποια χρόνια αργότερα, τουλάχιστον στην πατρίδα μας, θα ονομάζαμε διαπλοκή, νταβατζήδες, ύποπτες συναλλαγές ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και στην άρχουσα οικονομική ελίτ, χωρίς να παραλείπεται η συμμετοχή σε αυτό το αλισβερίσι, της δικαστικής εξουσίας και των συνδικάτων. Και φυσικά, χωρίς να χαρίζεται στην κατακερματισμένη, ανίκανη Αριστερά, η οποία όπως πάντα χάνεται στις λέξεις, κρύβοντας πίσω από το επαναστατικό-ριζοσπαστικό φρασεολόγιο ένα βαθύτατο συντηρητισμό, αποτέλεσμα άγνοιας, απλοϊκότητας και επαρχιωτισμού στην καλύτερη περίπτωση, κουτοπονηριάς και ατομικιστικού συμφεροντολογισμού  στην χειρότερη.
Παράλληλα μια εξονυχιστική μελέτη των διαπροσωπικών σχέσεων- «ευλογημένων» ή όχι με τα δεσμά του γάμου- και ανεξαρτήτως κοινωνικό-οικονομικού προφίλ, καθώς αναπαράγουν εντός τους, τις εξουσιαστικές δομές της ταξικής διαστρωμάτωσης.
Ιταλία και δεύτερο μισό του προηγούμενο αιώνα. Φτωχός νότος-βιομηχανικός βορράς. Ο Mimí (Giancarlo Giannini), έχοντας ήδη μια διαταραγμένη σχέση με την γυναίκα του, φεύγει εσωτερικός μετανάστης για το Τορίνο, αφού κατά την… μυστική ψηφοφορία στις εκλογές αψηφά τις οδηγίες της τοπικής μαφίας για να ψηφίσει τον εκλεκτό της και ρίχνει την ψήφο του στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Γίνεται και στην καινούργια του δουλειά μάρτυρας της εκμετάλλευσης των εργατών από την εργοδοσία και από το συνδικάτο. Η συνείδηση του αρχίζει να… ελαστικοποιείται. Γνωρίζει και ερωτεύεται την Fiore (Mariangela Melato) και κάνει μαζί της ένα αγοράκι. Θα γυρίσουν όλοι μαζί στην Κατάνια, όπου ο ενσωματωμένος στο σύστημα εργάτης και τώρα πια εργοδηγός,  θα προσπαθήσει να ισορροπήσει από την μια μεριά την ιδεολογική-ταξική του τοποθέτηση με την… πουλημένη στα «αφεντικά» συνείδησή του, ενώ ταυτόχρονα χάνεται σε ένα δαίδαλο υποκρισίας, επαρχιώτικων αντιλήψεων, εκβιασμών, ανάγκης να υπερασπιστεί την αντρική  τιμή και την υπόληψή του, δημιουργώντας την βάση για καταστάσεις μπουρλέσκ γεμάτες με σπαρταριστές, κωμικές σκηνές.

Η σκηνοθέτης αγαπά τους ήρωες της. Δεν κρύβει όμως τις αδυναμίες τους. Τους κινηματογραφεί από μακριά, ο τηλεφακός της πιάνει τις αντιδράσεις τους, τους μορφασμούς που κάνουν, πιάνει τα λόγια τους όχι όμως την φωνή τους. Στην θέση τους ακούμε γνωστές άριες και καταλαβαίνουμε καλύτερα τις προθέσεις τους και τα βαθύτερα «θέλω» τους. Παρ’ όλη της την κριτική δεν χάνεται. Ο ταξικός εχθρός, που είναι παντού και πάντα ο ίδιος, έχει το πρόσωπο με τις τρεις κρεατοελιές στο μάγουλο… για να μην ξεχνιόμαστε. Και από την άλλη η αγάπη για την ζωή, ο έρωτας, η δικαιοσύνη, η ανθρωπιά, είναι πολύχρωμα, άνετα και μαλακά, σαν τα χειροποίητα πλεκτά με τα οποία η ρομαντική Fiore ντύνει τον κόσμο της και τους αγαπημένους της.


Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Ο υπηρέτης-The Servant

Σε σενάριο του Harold Pinter, ο αμερικανός Joseph Losey σκηνοθετεί την ταινία «Ο υπηρέτης»  (The Servant) (1963), βασισμένη στο μυθιστόρημα του Robin Maugham.
Ασπρόμαυρη φωτογραφία, στυλιζαρισμένη σκηνοθεσία, ελάχιστα εξωτερικά πλάνα, κυρίως βαρύ μουντό  λονδρέζικο τοπίο και δυο σκηνές μια στο εστιατόριο και μια στο μπαρ- η οποία λειτουργεί και ως καταλύτης για την αλλαγή των ρόλων στην σχέση εξουσίας ανάμεσα στον εργοδότη και στον εργαζόμενο- ολόκληρη η ταινία εκτυλίσσεται στους εσωτερικούς χώρους-δωμάτια του σπιτιού από την πρώτη στιγμή της αρχικής εγκατάστασης, όπου φυσικά είναι άδεια και απρόσωπα, έπειτα με την βαριά επίπλωση της αγγλικής αριστοκρατίας και στην συνέχεια, σαν το ίδιο το σπίτι να μεταμορφώνεται καθώς μεταλλάσσεται η σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους που το κατοικούν, παρακολουθούμε την συνολική παρακμή να έχει αντίκτυπο ακόμη και στην ίδια του την λειτουργικότητα του, σαν το σπίτι να συμμετέχει κατά κάποιο τρόπο σε αυτήν την αντιστροφή των καταστάσεων.
Ο φιλόδοξος, αμοραλιστής υπηρέτης Hugo Barrett (Dirk Bogarde) φτύνει κατά πρόσωπο το ταξικό του μίσος προς την αρραβωνιαστικιά του αφεντικού του, του Tony (James Fox) και εκμεταλλευόμενος την ανασφάλεια και τις αδυναμίες του, καταφέρνει να τον ελέγξει μέσα από μια πολύπλοκη, ψυχολογικού και συναισθηματικού τύπου διαδικασία, η οποία σταδιακά αφαιρεί κυριαρχικά δικαιώματα από την μια πλευρά, για να τα αθροίσει στην άλλη. Σε ένα είδος υποβόσκουσας πάλης των τάξεων, αλλά και λανθάνουσας ερωτικής ομοφυλοφιλικής σχέσης, όπου ο θεωρητικά κοινωνικά αδύνατος παίζοντας «εκτός έδρας» εκμεταλλεύεται τις ανισορροπίες του φαινομενικά ισχυρού, αποκτά πλεονέκτημα, όμως στην συνέχεια εξ’ αιτίας της εγγενούς ανωριμότητας του καταγάγει ένα είδος πύρρειας νίκης, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να επεκτείνει και να γενικεύσει, κάνοντας τις απαραίτητες αλλά έντονα καμουφλαρισμένες κοινωνικές αναφορές.

Με κάποια στοιχεία θρίλερ, όπως το πλάνο με το κουζινομάχαιρο επάνω στον δίσκο με τα πιάτα, η αλλοιωμένη εικόνα των προσώπων καθώς αντανακλά στον καθρέφτη, ο ήχος από τα βήματα στο πάτωμα και στις σκάλες, οι σταγόνες του νερού καθώς πέφτουν επάνω στον νεροχύτη, γενικά με την ηχητική μπάντα να έχει τόσο μεγάλη σημασία, η αστοχία στο να συμπέσουν το κανάλι της εικόνας με το κανάλι του ήχου λειτουργεί αρνητικά στην παρακολούθηση της ταινίας. Είναι πραγματικά γελοίο να ακούς τον ήχο της λέξης και μετά από δευτερόλεπτα να βλέπεις στα χείλια του ηθοποιού να σχηματίζεται η προφορά της. Να φταίει ο εξοπλισμός στον θερινό κινηματογράφο;

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Η άρπα της Βιρμανίας-Biruma no tategoto

Ένα εικαστικό διαμάντι, η ασπρόμαυρη ελεγειακή  ταινία του Ιάπωνα σκηνοθέτη Kon Ichikawa, «Η άρπα της Βιρμανίας» (Biruma no tategoto), του 1956, έρχεται με την αντιπολεμική ματιά της-αλλά χωρίς ίχνος διδακτισμού ή ελιτισμού - να καταγράψει την φρίκη που άφησε πίσω του ο πόλεμος, καθώς ακολουθεί τα βήματα του ευαίσθητου στρατιώτη Mizushima (Shôji Yasui), μέσα στα σπαρμένα με νεκρούς πεδία των μαχών.
Ο Mizushima είναι βιρτουόζος της άρπας, και ο λοχαγός του χρησιμοποιεί αυτή του την ικανότητα, για να στέλνει με τις συγχορδίες του σινιάλα για την τοποθεσία του εχθρού. Παράλληλα, οι στρατιώτες τραγουδούν μαζί για να διατηρείται ψηλά το ηθικό τους. Οι Ιάπωνες αντιλαμβάνονται ότι έχουν πέσει σε ενέδρα και αρχίζουν να τραγουδούν ένα χορωδιακό κομμάτι για αντιπερισπασμό. Σε μια στιγμή καταλυτική για την ψυχοσύνθεση όλων των στρατιωτών, αλλά πολύ περισσότερο για την πασιφιστική και οικουμενική ιδιοσυγκρασία του Mizushima,  στο τραγούδι τους αυτό απαντούν οι αντίπαλοι Βρετανοί και Ινδοί στρατιώτες,  ενώνοντας τις φωνές τους.
Ο πόλεμος έχει πια τελειώσει, η Ιαπωνία παραδίδεται, όμως σε ένα απομακρυσμένο φυλάκιο οι στρατιώτες επιμένουν να μάχονται. Ο  Mizushima αναλαμβάνει να τους πείσει να παραδοθούν για να σώσουν τις ζωές τους, μιας και είναι ανώφελη η θυσία τους. Αποτυγχάνει, καταφέρνει όμως να σωθεί και στον δρόμο της επιστροφής για την μονάδα του- οι άντρες της οποίας κρατούνται αιχμάλωτοι- γίνεται μάρτυρας μερικών από τις πιο φρικιαστικές σκηνές που μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος. Βουνά ολόκληρα με τα άψυχα και άταφα σώματα των στρατιωτών στο έλεος των καιρικών συνθηκών και των όρνιων.
Οι συνάδελφοί του τον περιμένουν να γυρίσει. Έχουν δώσει όρκο ότι θα γυρίσουν όλοι μαζί πίσω, για να χτίσουν ξανά την ρημαγμένη τους πατρίδα. Ένας όρκος τιμής ανώτερος, καθόλου ταπεινωτικός, ικανός να εμπνεύσει τους ηττημένους μιας μάχης, συκοφαντημένος όμως ως ηττοπαθής, διαστρεβλώνεται ως άνανδρος από τους κάθε λογής στρατόκαυλους,  ανεξαρτήτως τόπου και εποχής.
Ο Mizushima θα ακολουθήσει τον δικό του δρόμο. Γίνεται βουδιστής μοναχός και αποφασίζει να μείνει σε αυτόν τον τόπο, για να θάψει τελετουργικά τα λείψανα των πεσόντων.

Λίγο αργή η αφήγηση, αλλά αποζημιώνει η εκπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία (χάθηκε ελαφρώς τα πρώτα λεπτά καθώς δεν είχε νυχτώσει εντελώς στον θερινό κινηματογράφο) και τα δυνατά close up στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών. Εξαιρετική η διεύθυνση των κομπάρσων, η μουσική και τα χορωδιακά τραγούδια.

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Η οργή ενός υπομονετικού ανθρώπου-Tarde era la ira

Κατώτερο των προσδοκιών το σκηνοθετικό ντεμπούτο του πολύ καλού ηθοποιού Raúl Arévalo, στην ταινία «Η οργή ενός υπομονετικού ανθρώπου» (Tarde era la ira). Δυσκολεύεται να αποφασίσει ο θεατής, αν πρόκειται για  θρίλερ,  γουέστερν, απλώς μια ιστορία εκδίκησης ή μήπως μια ταινία με κοινωνικό  πρόσημο, που βγάζει στην επιφάνεια τις υποβόσκουσες ταξικές αντιθέσεις στην σύγχρονη Ισπανία, αποκλειστικά και μόνο γιατί ο σκηνοθέτης δεν έχει μια σαφή οπτική γωνία, αμφιταλαντεύεται, παρασύρεται από την κάμερα, «φορτώνει πλάνα» που δεν συνεισφέρουν στην αφήγηση και τέλος παραδίδει μεν μια ταινία που βλέπεται χαλαρά και ευχάριστα, χωρίς όμως να κάνει την… ευχάριστη έκπληξη.
Ο ευκατάστατος Jose (Antonio de la Torre) γνωρίζει ερωτικά την Ana (Ruth Díaz), αδελφή ενός φίλου του και ιδιοκτήτη μιας παρακμιακής καφετέριας σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή της Μαδρίτης. Περιμένει (και μαζί μ’ αυτόν και ο θεατής(!)) την αποφυλάκιση του Curro (Luis Callejo), συζύγου και πατέρα του παιδιού της Ana, γιατί ο Jose έχει κάτι στο μυαλό του, κάτι τον βασανίζει… δεν είναι τυχαίες οι επισκέψεις του στο νοσοκομείο, όπου στέκεται στο προσκεφάλι, του εδώ και οκτώ χρόνια διασωληνομένου πατέρα του, ούτε οι φωτογραφίες και τα βίντεο, της εδώ και οκτώ χρόνια πεθαμένης γυναίκας του.
Πολλές φορές έχουμε μιλήσει για φλύαρα σενάρια, σ’ αυτήν την ταινία κυριαρχούν τα φλύαρα πλάνα, μέχρι που μαθαίνουμε και … πως γίνονται τα παιδιά, για να μην μας μείνει καμιά αμφιβολία, τίνος πατέρα είναι το παιδί της Ana. Ειδικά, όταν ο σκηνοθέτης αποφασίζει ότι έχει έρθει η ώρα να αποκαλύψει τα βαθύτερα κίνητρα του πρωταγωνιστή του… πραγματικά δεν κρατιέται.

Στην αρχή της ταινίας, με την κάμερα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, παρακολουθούμε μια από τις πιο κακογυρισμένες προσπάθειες διαφυγής από τα περιπολικά της αστυνομίας, που οδηγούν στην σύγκρουση, στο ντεραπάρισμα και στην σύλληψη του δράστη. Πλάνα φοβισμένα, κλειστά, που αποπνέουν διαδικαστικό χαρακτήρα.

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Kóblic-Ο πιλότος

Ο πολωνικής καταγωγής αργεντινός Tomas Kóblic (Ricardo Darín) είναι  αξιωματικός της Στρατιωτικής Αεροπορίας. Συμμετείχε ως πιλότος στις πτήσεις θανάτου, όταν η στρατιωτική δικτατορία στην χώρα του ξεφορτωνότανε τους πολιτικούς κρατούμενους πετώντας τους στην θάλασσα. Βασανίζεται από τύψεις και βρίσκει καταφύγιο σε ένα απομονωμένο χωριό, όπου προσπαθεί να επιβιώσει άγνωστος μεταξύ αγνώστων.
Με αυτό το γεγονός ως υπόβαθρο και χωρίς καμιά άλλη πολιτική νύξη η ταινία εξελίσσεται σαν ένα αστυνομικό-αισθηματικό δράμα με στοιχεία γουέστερν. Η Αργεντίνικη πάμπα σε όλη της την μεγαλοπρέπεια. Ατελείωτα εκτάρια σόγιας, gauchos, ένα ελαφρύ άρωμα φολκλόρ, αλλά και παθογένειες που θυμίζουν ευρωπαϊκό νότο, διεφθαρμένοι δημόσιοι λειτουργοί, ευνοιοκρατία, κατάχρηση εξουσίας από τον τοπικό αστυνομικό, υποκρισία, μισόλογα, μια αρρωστημένη περιρρέουσα επαρχιακή ατμόσφαιρα.
Στρωτή κινηματογραφική αφήγηση, που όμως δεν αποφασίζει να ξεφύγει από το δίπτυχο καλός-κακός, αρκετά φλας μπακ σε slow motion, ενδιαφέρουσες γωνίες λήψης στα κοντινά πλάνα και όμορφα μακρινά ιδιαίτερα από ψηλά.

Ο Sebastián Borensztein παρόλο που δεν τολμά να ξεφύγει από τις κινηματογραφικές συμβάσεις υπογράφει μια αξιοπρεπή ταινία που βλέπεται ευχάριστα και εκτός από τον εξαιρετικό Ricardo Darín, αποσπά μια ακόμη συγκλονιστική ερμηνεία από τον Oscar Martínez στον ρόλο του αστυνομικού Velarde. Η Inma Cuesta στον ρόλο τηςNancy, ολίγον «χλιαρή» ως κακοποιημένη γυναίκα και πέτρα του σκανδάλου, πολύ μακριά από την «Νύφη» στον «Ματωμένο Γάμο» της Paula Ortiz.

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

Το λαγούμι- (La Madriguera)

Από το φεστιβάλ Ισπανόφωνου κινηματογράφου 2017, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, η ταινία «Το λαγούμι» (La Madriguera), του  Kurro González.

Θα μπορούσε να ήταν μια καταπληκτική ταινία. Η ιδέα του εγκλωβισμένου στον χώρο και στον χρόνο πρωταγωνιστή  μετά από ένα τραυματικό γεγονός που σημάδεψε της ζωή του, η αδυναμία του να απομακρυνθεί από το άβατο της οικίας του, η μετεξέλιξη του από ένα εκκεντρικό συγγραφέα σε ένα ψυχοπαθή βασανιστή, είναι στοιχεία ικανά για να δομήσουν ένα κινηματογραφικό χαρακτήρα.

Δεν γίνονται όμως έτσι οι cult ταινίες. Αφελείς διάλογοι, σεναριακά κενά, επιτηδευμένη σκηνοθεσία, άσχετα πλάνα που παρεμβάλλονται μόνο και μόνο γιατί ίσως αρέσουν στον σκηνοθέτη, «πάντρεμα» των κοντινών πλάνων με την ηχητική μπάντα με προβλέψιμο τρόπο για να μεταδοθεί στον θεατή η αίσθηση της αγωνίας και του τρόμου και από πάνω παιδαριώδεις ερμηνείες από τους ηθοποιούς, δεν χρειάζονται πολλά ακόμα για αισθανθεί κάποιος ότι χάνει την ώρα του.


Τι τα ήθελε τα χρωματιστά φίλτρα μπροστά από τον φακό και ιδιαίτερα στην ερωτική σκηνή. Πόθεν προκύπτει; Ξαναλέω, δεν γίνονται έτσι οι cult ταινίες.

Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Μια εβδομάδα και μια μέρα-Shavua ve Yom

Από την εβδομάδα ισραηλινού κινηματογράφου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, η συμπαθητική, καλογυρισμένη και με εξαιρετικές ερμηνείες ταινία του Asaph Polonsky, «Μια εβδομάδα και μια μέρα» (Shavua ve Yom)
Εκτός από μια ηθογραφία για την ζωή στο σύγχρονο Ισραήλ, μια χώρα που προσπαθεί να διατηρήσει τις δυτικές αξίες, όσο αυτό είναι εφικτό κάτω από τις συνθήκες ενός διαρκούς ακήρυκτου πολέμου, ο σκηνοθέτης εστιάζει στο πρόβλημα της διαχείρισης του πένθους, αλλά όχι με την μανιέρα της  «ακαδημαϊκής»- ψυχολογικής προσέγγισης, αντίθετα επιλέγει ένα τρόπο ξεχωριστό, λιγάκι «τρελούτσικο», ίσως προβοκατόρικο έως ενοχλητικό για κάποιους συντηρητικούς θεατές, όμως γεμάτο ευαισθησία, γλυκόπικρο χιούμορ και πάνω απ’ όλα σεβασμό και ανθρωπιά.
Βαρύθυμος και επιθετικός,  αρνητικός προς όλους, ο Eyal Spivak (Shai Avivi) μετά τον θάνατο του γιου του, αγανακτεί με τις κοινωνικές συμβάσεις που θέλουν να του φορτώσουν τον ρόλο του «τεθλιμμένου συγγενή» και αποφασίζει να πλησιάσει το γειτονόπουλο του, τον  Zooler (Tomer Kapon), παλιό φίλο του γιου του με τον οποίο αναπτύσσει μια ιδιόρρυθμη «παλαβή», φιλική σχέση ικανή, όμως να τον βγάλει από το τέλμα της εσωστρέφειας και του μισανθρωπισμού.
Οι θρησκευτικές τελετές, οι προσευχές, οι κοινωνικές μαζώξεις, το Σιβά, το επταήμερο βαρύ πένθος- όπως μας λέει η ταινία- οι ασχολίες με τα «πρακτικά», γραφεία κηδειών, τάφοι κ.λ.π. ανακουφίζουν τον πόνο, η ίδια η κοινωνία, οι φίλοι και οι γνωστοί μαζί με τον χρόνο επανεντάσσουν τον πενθούντα, όμως κάποιοι άνθρωποι ψάχνουν τις δικές τους εναλλακτικές, τολμούν και δοκιμάζουν τον δικό τους δρόμο.

Ο σκηνοθέτης παίζει με τις σιωπές, δεν αφήνει το βαρύ κλίμα να απλωθεί στην ταινία, με πανέξυπνο σενάριο και εμβόλιμα «ανεβαστικά» μουσικά κομμάτια, πετυχαίνει μια αξιοθαύμαστη ισορροπία και δίνει στην φαντασία, ένα ρόλο θεραπευτικό.

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Μια πόλη δίπλα στην θάλασσα-Manchester by the Sea

Υπόδειγμα ολοκληρωμένης κινηματογραφικής αφήγησης, η ταινία «Μια πόλη δίπλα στην θάλασσα» (Manchester  by  the  Sea), του Kenneth Lonergan, διακινδυνεύει και παίζει με την υπομονή του θεατή για αρκετή ώρα, μέχρι να αποφασίσει να του δώσει τα απαραίτητα για την κατανόηση στοιχεία, όσο αφορά τον μισανθρωπισμό του πρωταγωνιστή του. Το ρίσκο φυσικά αυτό είναι πλαστό. Ο απόλυτος έλεγχος της σεναριακής εξέλιξης, κάτω από την στιβαρή μπαγκέτα του σκηνοθέτη, παρά τα εκαντοντάδες εμβόλιμα πλάνα μέσα από τα τζάμια του κινούμενου οχήματος, του πλήθους των φαινομενικά εκτός περιεχομένου σκηνών,  χαρίζει ένα απίστευτο δέσιμο που καθηλώνει το βλέμμα του θεατή. Καταφέρνει να τον κάνει συμμέτοχο στην αποκαλυπτική διαδικασία, πρώτα τον κερδίζει με την αψεγάδιαστη καλλιτεχνική του ποιότητα και μετά … του δίνεται.
Βασανισμένος από προσωπικές τύψεις για ένα έγκλημα εξ’ αμελείας, αλλά και κατά κάποιο τρόπο στιγματισμένος από την προκατειλημμένη στάση της κοινωνίας απέναντι του, ο Lee Chandler (Casey Affleck) καλείται να αναλάβει την κηδεμονία του ανήλικου ανιψιού του Patrick (Lucas Hedges), μετά τον πρόωρο θάνατο του αδελφού του. Μια λυσσαλέα εσωτερική πάλη, που εκδηλώνεται πότε με υπερβολική εσωστρέφεια και πότε με εκρήξεις επιθετικότητας, καθώς ο ήρωας αυτομαστιγώνεται στην προσπάθεια του να συμφιλιωθεί με τα γεγονότα που τον σημάδεψαν.
Ακαριαία, απροειδοποίητα flash back που διακόπτουν την ροή της ταινίας και λειτουργούν σαν νοητικές βουτιές σε διάφορα στάδια του παρελθόντος και επιτυχημένη χρησιμοποίηση τεχνικών όπως το slow motion ή η επιλογή μουσικών κομματιών με μεγάλη εμβέλεια, όπως το Adagio του Albinoni, δίνουν στην ταινία ένα ζυγισμένο μελοδραματικό τόνο, που όμως απαλύνεται χάρη στην παράλληλη διήγηση της αδέξιας προσπάθειας του κατατονικού Lee να προσεγγίσει τον εξωστρεφή ανιψιό του με τις πολλές φιλεναδούλες.

Ένα δυνατό ψυχολογικό δράμα που ευτύχησε να έχει στο καστ του τον Casey Affleck. Κάθε του κίνηση, κάθε μορφασμός «κουμπώνει» σταθερά επάνω στο απαιτητικό σενάριο της ταινίας και το απογειώνει.

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Η ορχήστρα των τυφλών-L'orchestre des aveugles

Από την 6η εβδομάδα αφρικανικού κινηματογράφου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, η ενδιαφέρουσα ταινία του μαροκινού σκηνοθέτη Mohamed Mouftakir, «Η ορχήστρα των τυφλών» (L'orchestre des aveugles).

Με μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στον λυρισμό και στην ισοπεδωτική πραγματικότητα, η ταινία εκμεταλλεύεται την αθώα παιδική ματιά του μικρού πρωταγωνιστή και αφηγητή, του Mimou (El Jihani Ilyas), για να αποδώσει  σκηνές από την ζωή  καθημερινών ανθρώπων σε μια λαϊκή γειτονιά της βορειοαφρικανικής χώρας, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60.
Ο θρησκευτικός και κοινωνικός συντηρητισμός με όλη την υποκρισία που τον ακολουθεί, η πολιτική καταπίεση του λαού από  την κρατική εξουσία,  που με τους προπαγανδιστικούς και τους κατασταλτικούς της μηχανισμούς ελέγχει την κατάσταση και διαιωνίζει την κυριαρχία της, είναι το μοτίβο επάνω στο οποίο η ταινία «χτίζει» τους χαρακτήρες της.
Μια μικρή αυλή και γύρω της δωμάτια-σπίτια, όπου ζουν συγγενείς φίλοι και γείτονες. Είναι το περιβάλλον όπου μεγαλώνει ο επτάχρονος γιος του Houcine Bidra (Younes Megri) όπου ανακαλύπτει τον κόσμο, όπου ερωτεύεται την άνοιξη στο λουλουδάτο φόρεμα της νεαρής γειτονοπούλας του. Άνθρωποι υποταγμένοι που πέρασαν φτωχά και δύσκολα παιδικά χρόνια με φιλοδοξίες κοινωνικής ανέλιξης, κάποιοι άλλοι καταφερτζήδες που επιβιώνουν σε όλες τις καταστάσεις, ο ιδεαλιστής κομμουνιστής θείος, ο ποδοσφαιρόφιλος γείτονας με το ραδιοφωνάκι κολλημένο στο αυτί, στις αναμεταδόσεις των αγώνων παραιτημένος και παρατημένος από όλους. Συζυγικά καβγαδάκια, απιστίες, τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, (πόσο ίδια κι απαράλλαχτα είναι κάποια πράγματα παντού και πάντα) μια προσπάθεια να ξεφύγουν από την μιζέρια πιστεύοντας ότι είναι ρούχο και αλλάζει, μέχρι που στο τέλος ανακαλύπτουν ότι είναι το ίδιο τους το πετσί.
Μια ορχήστρα με σικέ τυφλούς η ψυχή της οποίας είναι ο Houcine αναλαμβάνει να παίζει σε γυναικείες γιορτές, καθώς η θρησκευτική παράδοση απαγορεύει στο ανδρικό μάτι να κοιτάζει το γυναικείο σώμα. Η προσποίηση, τα υπονοούμενα γίνονται δεύτερη φύση. Ακολουθούν τους ανθρώπους κατά βήμα. Ακόμα και οι… ανατροπές γίνονται σε αυστηρά καθορισμένα πλαίσια.

Πολύ όμορφη φωτογραφία με ζεστά χρώματα, καλό casting και γλυκό εθιστικό μουσικό θέμα, συν αρκετές αναφορές σε παλιό ασπρόμαυρο κινηματογράφο δίνει στην ταινία ένα άρωμα αυθεντικής νοσταλγίας.

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Paterson

Ο χρόνος διαστέλλεται και παγώνει την ίδια στιγμή. Στο κινηματογραφικό σύμπαν του Jim Jarmusch η καθημερινότητα αποκτά την δική της διάσταση. Τα ιδιαίτερα επαναλαμβανόμενα κινηματογραφικά πλάνα κρατάνε τον ρυθμό, ένα ρυθμό που διαπερνά την ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος, καθώς σαν ακορντεόν ή σαν λεωφορείο φυσαρμόνικα πλησιάζει και χωρίζει τα όμοια, τα ομοζυγωτικά, από τα ετερώνυμα, αυτά που κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες και προς αντίθετες κατευθύνσεις.
Ο Paterson (Adam Drive) ένας cool, χαμηλών τόνων οδηγός λεωφορείου, που γράφει ποιήματα και που προσλαμβάνει τον κόσμο γύρω του με έναν ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο, καθώς κινείται «σαν σε σταθερή τροχιά» απαράλλαχτα ίδιος, όμως κάθε μέρα και διαφορετικός. Η σύντροφός του η Laura (Golshifteh Farahani) αεικίνητη, πρωτότυπη, τρυφερή, δημιουργική, με καλλιτεχνικές ανησυχίες και ένας ζηλιάρης εγωκεντρικός και εκδικητικός σκύλος ο Marvin (Nellie). Οι υπόλοιποι χαρακτήρες, πρόσωπα που κινούνται ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην φαντασία, τόσο υπαρκτοί όσο τα όνειρα ή οι περαστικοί διαβάτες και οι επιβάτες του λεωφορείου, που διαρκούν όσο οι εικόνα τους και οι φωνές τους αγγίζουν το χέρι του ποιητή και το αφήνουν να συρθεί επάνω στην λευκή σελίδα.
Έξυπνο σενάριο, λεπτό χιούμορ, μια φαινομενικά «μπλαζέ» κατάσταση που κρύβει άπειρη τρυφερότητα και ευαισθησία, επιτρέπει στον Paterson, τον πρωταγωνιστή, αλλά και κάτοικο της ομώνυμης επαρχιακής πόλης των ΗΠΑ, να μετουσιώνει σε στίχους γραμμένους στο πρόχειρο τετράδιο, αλλά και με πλάγια γράμματα στην μεγάλη οθόνη, την- για όσους ζούνε βιαστικά- ρουτίνα της εργασιακής εβδομάδας. Και πάνω απ’ όλα η αριστουργηματική φωτογραφία, η κινηματογραφική αφήγηση, τα master class πλάνα, που επιτρέπουν ακόμα και στο close up επάνω σε ένα σπιρτόκουτο να γίνεται έργο τέχνης.

Μια ταινία που σε κάνει να φεύγεις από την αίθουσα πλουσιότερος συναισθηματικά.

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Ο Εμποράκος

Σε κοινωνίες ανελεύθερες και σε δικτατορικά καθεστώτα «ανθίζουν μικροί δικτατορίσκοι» σε οικογενειακό και σε διαπροσωπικό επίπεδο, φαίνεται να μας υπενθυμίζει ο Ιρανός Asghar Fahradi,  με την ταινία του «Ο Εμποράκος», όπου κάνει μια σαφή αναφορά στο θεατρικό έργο του Arthur Miller, “Ο θάνατος του εμποράκου»
Όταν η πολυκατοικία, στην οποία βρίσκεται το διαμέρισμα τους, καταρρέει, το νεαρό ζευγάρι ο Emad (Shahab Hosseini) και η Rana (Taraneh Alidoosti) νοικιάζουν και μετακομίζουν στο σπίτι που τους συστήνει ένας συνάδελφος τους ηθοποιός, στον ερασιτεχνικό θίασο στον οποίον συμμετέχουν. Ένα διαμέρισμα όμως, στο οποίο κατοικούσε πριν μια γυναίκα «αμφιβόλου ηθικής», πράγμα  που εξ’ αιτίας μιας σειράς απίθανων συμπτώσεων, οδηγεί τους πρωταγωνιστές σε περιπέτειες.

Η βουβή καταπίεση του Ιρανικού λαού και τα συντηρητικά αντανακλαστικά μιας κοινωνίας που έχει μάθει να επιβιώνει κάτω από το θεοκρατικό καθεστώς των Αγιατολάχ, είναι το βασικό φόντο μιας σειράς αξιόλογων ταινιών που μας έχει δώσει τα τελευταία χρόνια ο σύγχρονος Ιρανικός κινηματογράφος. Η συγκεκριμένη όμως ταινία- παρ’ όλο που αναδεικνύει το συγκεκριμένο γεγονός, πράγμα ευπρόσδεκτο, αφού ο «τραμπισμός» και οι λαϊκίστικες ακροδεξιές φωνές στις δυτικές κοινωνίες κερδίζουν συνεχώς έδαφος εις βάρος του political correct, το οποίο αρκετές φορές τείνει να θεωρείται ντεμοντέ- εξ’ αιτίας του αδύναμου σεναρίου και του «λανθασμένου στησίματος» της αντιπαραβολής του θεατρικού έργου επάνω στο οποίο βασίζεται και της κινηματογραφικής αφήγησης, μόνο επιδερμικά καταφέρνει να σκιαγραφήσει τους κεντρικούς χαρακτήρες, αφήνοντας τις σκέψεις και τις πράξεις τους σε πλήρη αναντιστοιχία. Η μετατροπή του ήρωα, ο οποίος φαίνεται να είναι ένας άνθρωπος καλοπροαίρετος προοδευτικός και με καλλιτεχνικές ανησυχίες, σε γρανάζι του συστήματος που τον περιβάλει, προσκρούει επάνω στην καθόλου συγχρονισμένη θεατρική υποκατάσταση. Ένα ευφάνταστο, αν και όχι πρωτότυπο σκηνοθετικό εύρημα, λειτουργεί αρνητικά. Ο αργός ρυθμός και οι άσχημες ερμηνείες κάποιων δεύτερων ρόλων, επίσης δεν φαίνεται να δικαιώνουν αυτήν την φορά, τον κατά τα άλλα, ταλαντούχο δημιουργό.