Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Ο υπηρέτης-The Servant

Σε σενάριο του Harold Pinter, ο αμερικανός Joseph Losey σκηνοθετεί την ταινία «Ο υπηρέτης»  (The Servant) (1963), βασισμένη στο μυθιστόρημα του Robin Maugham.
Ασπρόμαυρη φωτογραφία, στυλιζαρισμένη σκηνοθεσία, ελάχιστα εξωτερικά πλάνα, κυρίως βαρύ μουντό  λονδρέζικο τοπίο και δυο σκηνές μια στο εστιατόριο και μια στο μπαρ- η οποία λειτουργεί και ως καταλύτης για την αλλαγή των ρόλων στην σχέση εξουσίας ανάμεσα στον εργοδότη και στον εργαζόμενο- ολόκληρη η ταινία εκτυλίσσεται στους εσωτερικούς χώρους-δωμάτια του σπιτιού από την πρώτη στιγμή της αρχικής εγκατάστασης, όπου φυσικά είναι άδεια και απρόσωπα, έπειτα με την βαριά επίπλωση της αγγλικής αριστοκρατίας και στην συνέχεια, σαν το ίδιο το σπίτι να μεταμορφώνεται καθώς μεταλλάσσεται η σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους που το κατοικούν, παρακολουθούμε την συνολική παρακμή να έχει αντίκτυπο ακόμη και στην ίδια του την λειτουργικότητα του, σαν το σπίτι να συμμετέχει κατά κάποιο τρόπο σε αυτήν την αντιστροφή των καταστάσεων.
Ο φιλόδοξος, αμοραλιστής υπηρέτης Hugo Barrett (Dirk Bogarde) φτύνει κατά πρόσωπο το ταξικό του μίσος προς την αρραβωνιαστικιά του αφεντικού του, του Tony (James Fox) και εκμεταλλευόμενος την ανασφάλεια και τις αδυναμίες του, καταφέρνει να τον ελέγξει μέσα από μια πολύπλοκη, ψυχολογικού και συναισθηματικού τύπου διαδικασία, η οποία σταδιακά αφαιρεί κυριαρχικά δικαιώματα από την μια πλευρά, για να τα αθροίσει στην άλλη. Σε ένα είδος υποβόσκουσας πάλης των τάξεων, αλλά και λανθάνουσας ερωτικής ομοφυλοφιλικής σχέσης, όπου ο θεωρητικά κοινωνικά αδύνατος παίζοντας «εκτός έδρας» εκμεταλλεύεται τις ανισορροπίες του φαινομενικά ισχυρού, αποκτά πλεονέκτημα, όμως στην συνέχεια εξ’ αιτίας της εγγενούς ανωριμότητας του καταγάγει ένα είδος πύρρειας νίκης, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να επεκτείνει και να γενικεύσει, κάνοντας τις απαραίτητες αλλά έντονα καμουφλαρισμένες κοινωνικές αναφορές.

Με κάποια στοιχεία θρίλερ, όπως το πλάνο με το κουζινομάχαιρο επάνω στον δίσκο με τα πιάτα, η αλλοιωμένη εικόνα των προσώπων καθώς αντανακλά στον καθρέφτη, ο ήχος από τα βήματα στο πάτωμα και στις σκάλες, οι σταγόνες του νερού καθώς πέφτουν επάνω στον νεροχύτη, γενικά με την ηχητική μπάντα να έχει τόσο μεγάλη σημασία, η αστοχία στο να συμπέσουν το κανάλι της εικόνας με το κανάλι του ήχου λειτουργεί αρνητικά στην παρακολούθηση της ταινίας. Είναι πραγματικά γελοίο να ακούς τον ήχο της λέξης και μετά από δευτερόλεπτα να βλέπεις στα χείλια του ηθοποιού να σχηματίζεται η προφορά της. Να φταίει ο εξοπλισμός στον θερινό κινηματογράφο;

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Η άρπα της Βιρμανίας-Biruma no tategoto

Ένα εικαστικό διαμάντι, η ασπρόμαυρη ελεγειακή  ταινία του Ιάπωνα σκηνοθέτη Kon Ichikawa, «Η άρπα της Βιρμανίας» (Biruma no tategoto), του 1956, έρχεται με την αντιπολεμική ματιά της-αλλά χωρίς ίχνος διδακτισμού ή ελιτισμού - να καταγράψει την φρίκη που άφησε πίσω του ο πόλεμος, καθώς ακολουθεί τα βήματα του ευαίσθητου στρατιώτη Mizushima (Shôji Yasui), μέσα στα σπαρμένα με νεκρούς πεδία των μαχών.
Ο Mizushima είναι βιρτουόζος της άρπας, και ο λοχαγός του χρησιμοποιεί αυτή του την ικανότητα, για να στέλνει με τις συγχορδίες του σινιάλα για την τοποθεσία του εχθρού. Παράλληλα, οι στρατιώτες τραγουδούν μαζί για να διατηρείται ψηλά το ηθικό τους. Οι Ιάπωνες αντιλαμβάνονται ότι έχουν πέσει σε ενέδρα και αρχίζουν να τραγουδούν ένα χορωδιακό κομμάτι για αντιπερισπασμό. Σε μια στιγμή καταλυτική για την ψυχοσύνθεση όλων των στρατιωτών, αλλά πολύ περισσότερο για την πασιφιστική και οικουμενική ιδιοσυγκρασία του Mizushima,  στο τραγούδι τους αυτό απαντούν οι αντίπαλοι Βρετανοί και Ινδοί στρατιώτες,  ενώνοντας τις φωνές τους.
Ο πόλεμος έχει πια τελειώσει, η Ιαπωνία παραδίδεται, όμως σε ένα απομακρυσμένο φυλάκιο οι στρατιώτες επιμένουν να μάχονται. Ο  Mizushima αναλαμβάνει να τους πείσει να παραδοθούν για να σώσουν τις ζωές τους, μιας και είναι ανώφελη η θυσία τους. Αποτυγχάνει, καταφέρνει όμως να σωθεί και στον δρόμο της επιστροφής για την μονάδα του- οι άντρες της οποίας κρατούνται αιχμάλωτοι- γίνεται μάρτυρας μερικών από τις πιο φρικιαστικές σκηνές που μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος. Βουνά ολόκληρα με τα άψυχα και άταφα σώματα των στρατιωτών στο έλεος των καιρικών συνθηκών και των όρνιων.
Οι συνάδελφοί του τον περιμένουν να γυρίσει. Έχουν δώσει όρκο ότι θα γυρίσουν όλοι μαζί πίσω, για να χτίσουν ξανά την ρημαγμένη τους πατρίδα. Ένας όρκος τιμής ανώτερος, καθόλου ταπεινωτικός, ικανός να εμπνεύσει τους ηττημένους μιας μάχης, συκοφαντημένος όμως ως ηττοπαθής, διαστρεβλώνεται ως άνανδρος από τους κάθε λογής στρατόκαυλους,  ανεξαρτήτως τόπου και εποχής.
Ο Mizushima θα ακολουθήσει τον δικό του δρόμο. Γίνεται βουδιστής μοναχός και αποφασίζει να μείνει σε αυτόν τον τόπο, για να θάψει τελετουργικά τα λείψανα των πεσόντων.

Λίγο αργή η αφήγηση, αλλά αποζημιώνει η εκπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία (χάθηκε ελαφρώς τα πρώτα λεπτά καθώς δεν είχε νυχτώσει εντελώς στον θερινό κινηματογράφο) και τα δυνατά close up στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών. Εξαιρετική η διεύθυνση των κομπάρσων, η μουσική και τα χορωδιακά τραγούδια.

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Η οργή ενός υπομονετικού ανθρώπου-Tarde era la ira

Κατώτερο των προσδοκιών το σκηνοθετικό ντεμπούτο του πολύ καλού ηθοποιού Raúl Arévalo, στην ταινία «Η οργή ενός υπομονετικού ανθρώπου» (Tarde era la ira). Δυσκολεύεται να αποφασίσει ο θεατής, αν πρόκειται για  θρίλερ,  γουέστερν, απλώς μια ιστορία εκδίκησης ή μήπως μια ταινία με κοινωνικό  πρόσημο, που βγάζει στην επιφάνεια τις υποβόσκουσες ταξικές αντιθέσεις στην σύγχρονη Ισπανία, αποκλειστικά και μόνο γιατί ο σκηνοθέτης δεν έχει μια σαφή οπτική γωνία, αμφιταλαντεύεται, παρασύρεται από την κάμερα, «φορτώνει πλάνα» που δεν συνεισφέρουν στην αφήγηση και τέλος παραδίδει μεν μια ταινία που βλέπεται χαλαρά και ευχάριστα, χωρίς όμως να κάνει την… ευχάριστη έκπληξη.
Ο ευκατάστατος Jose (Antonio de la Torre) γνωρίζει ερωτικά την Ana (Ruth Díaz), αδελφή ενός φίλου του και ιδιοκτήτη μιας παρακμιακής καφετέριας σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή της Μαδρίτης. Περιμένει (και μαζί μ’ αυτόν και ο θεατής(!)) την αποφυλάκιση του Curro (Luis Callejo), συζύγου και πατέρα του παιδιού της Ana, γιατί ο Jose έχει κάτι στο μυαλό του, κάτι τον βασανίζει… δεν είναι τυχαίες οι επισκέψεις του στο νοσοκομείο, όπου στέκεται στο προσκεφάλι, του εδώ και οκτώ χρόνια διασωληνομένου πατέρα του, ούτε οι φωτογραφίες και τα βίντεο, της εδώ και οκτώ χρόνια πεθαμένης γυναίκας του.
Πολλές φορές έχουμε μιλήσει για φλύαρα σενάρια, σ’ αυτήν την ταινία κυριαρχούν τα φλύαρα πλάνα, μέχρι που μαθαίνουμε και … πως γίνονται τα παιδιά, για να μην μας μείνει καμιά αμφιβολία, τίνος πατέρα είναι το παιδί της Ana. Ειδικά, όταν ο σκηνοθέτης αποφασίζει ότι έχει έρθει η ώρα να αποκαλύψει τα βαθύτερα κίνητρα του πρωταγωνιστή του… πραγματικά δεν κρατιέται.

Στην αρχή της ταινίας, με την κάμερα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, παρακολουθούμε μια από τις πιο κακογυρισμένες προσπάθειες διαφυγής από τα περιπολικά της αστυνομίας, που οδηγούν στην σύγκρουση, στο ντεραπάρισμα και στην σύλληψη του δράστη. Πλάνα φοβισμένα, κλειστά, που αποπνέουν διαδικαστικό χαρακτήρα.