Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

La novia-Ματωμένος γάμος

Η ταινία “La novia”, της Paula Ortiz, είναι μια επιτυχημένη μεταφορά στον κινηματογράφο του θεατρικού έργου, “Bodas de sangre” (Ματωμένος γάμος), του Federico García Lorca.
Οι διάλογοι του σεναρίου ακολουθούν κατά γράμμα την θεατρική γραφή του κειμένου, αλλάζει μονάχα ο σκηνικός χρόνος εκφοράς τους, ο οποίος συμβαδίζει με τα κινηματογραφικά πλάνα.
Οι σκηνοθετικές παρεμβάσεις υπερτονίζουν την διαχρονικότητα της τραγικής κατάληξης των καταπιεσμένων ερωτικών παθών και λιγότερο ασχολούνται με τον ψυχικά νοσογόνο κοινωνικό περίγυρο, που, σύμφωνα με το κείμενο του Lorca, αποτελεί τον καταλυτικό παράγοντα, ο οποίος πυροδοτεί την υποκείμενη ένταση.
Τα σπίτια που είναι χτισμένα μέσα στις σπηλιές, το άνυδρο, σκληροτράχηλο τοπίο με τα μενίρ- τους κωνικούς τεράστιους βράχους- να δεσπόζουν στο περιβάλλον, ο ξέφρενος καλπασμός του μαύρου αλόγου, το ασημένιο φεγγάρι πίσω από το κάδρο του παραθύρου, τα ανθάκια πορτοκαλιάς πάνω στο στεφάνι της νύφης, ο υπαινιγμός για το σκούρο νερό του ποταμού, παραπέμπουν στους συμβολισμούς του ποιητή, δίνοντας γήινη υπόσταση στο αλληγορικό κείμενο.
Οι επινοήσεις που εισάγει η σκηνοθέτης για να προσεγγίσει το έργο, όπως για παράδειγμα, το εργαστήριο με το φυσητό γυαλί του πατέρα, η περιπλανώμενη γριά ζητιάνα, το alter ego της νύφης που έρχεται από το παρελθόν και πηγαίνει στο μέλλον, προέκταση της αρχέγονης ζωτικής δύναμης που αναγκάζει τους ανθρώπους να δρουν με συγκεκριμένο τρόπο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες καθορίζοντας την μοίρα τους, το μοτοσακό του γαμπρού, όταν κυνηγά τους εραστές για να πάρει εκδίκηση, αποτελούν σημεία κλειδιά για την αποκρυπτογράφηση της οπτικής γωνίας, η οποία χωρίς να προδίδει, προσθέτει υλικό… επικαιροποίησης.

Εξαιρετικοί φωτισμοί, φωτογραφία με ζεστά χρώματα, λειτουργικά εφέ, ιδιαιτέρως η αργή κίνηση και πειστικές χωρίς μελοδραματισμούς ερμηνείες από τους ηθοποιούς. Κατανοητή για τον έλληνα θεατή, με έντονα ποιητικά στοιχεία, η μετάφραση του σεναρίου από την Αγαθή Δημητρούκα, βασισμένη επάνω στην αρχική μετάφραση του Νίκου Γκάτσου. Λείπουν δυστυχώς τα νυφιάτικα τραγούδια, που τόσο συνεισφέρουν στην εξέλιξη του δράματος, μια ακατανόητη επιλογή της σκηνοθέτιδος. Μιας και δεν πρόκειται απλώς για ένα «ρομάντζο του κάμπου», αλλά για ένα κείμενο που αφορά όλους τους ανθρώπους και διαχρονικό,  θα μπορούσε στην απόδοση να λείπει ο πληθυντικός της ευγένειας, των παιδιών προς τους γονείς, παρόλο που συνηθίζονταν στην Ισπανία το 1932, την εποχή που γράφτηκε το έργο. Άλλωστε όταν το δράμα κορυφώνεται, εκ των πραγμάτων αυτός εξαλείφεται.