Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Η οικογένεια Μπελιέ-La famille Bélier

Έξυπνη, σύγχρονη, σεναριακή ιδέα, στακάτοι διάλογοι, γρήγορο- αλλά συμβατικό- μοντάζ, σοβαρή, γραμμική  κινηματογραφική αφήγηση με ρυθμό, που σιγά-σιγά δυναμώνει, μέχρι που φτάνει στην κορύφωση του happy end και καλές ερμηνείες.  Ειδικά εδώ ξεχωρίζουν οι δευτερεύοντες ρόλοι, όπως του καθηγητή ωδικής Fabien Thomasson από τον Eric Elmosnιno. Όμως… τι συμβαίνει με αυτήν την γαλλική  κομεντί, όπως και με την περσινή- το «Θεέ μου,τι σου κάναμε;»- που έρχονται να μας δροσίσουν στους θερινούς κινηματογράφους, εν μέσω καύσωνα και τελικά εκτός από τα γελάκια και την «προσυμφωνημένη» στα πλαίσια του political correct στάση μεταξύ δημιουργών και «καταναλωτικού» κινηματογραφόφιλου κοινού, στο τέλος αφήνουν μια αίσθηση φευγαλέας ανολοκλήρωτης προσπάθειας;
Ίσως δεν φτάνει μονάχα αυτή η «καθώς πρέπει» στάση, που είναι κατοχυρωμένη μέσα στα πλαίσια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, στην διαχείριση ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τα δικαιώματα, τις ιδιαιτερότητες και  τα προβλήματα ομάδων του πληθυσμού που ζουν με κάποια μορφής αναπηρία, όσο η δημιουργία προϋποθέσεων για την καλύτερη ενσωμάτωση τους. Βέβαια ο ρόλος της τέχνης, που είναι η ανάδειξη αυτών των καταστάσεων, απέχει χιλιόμετρα από την χιουμοριστική προσέγγιση τους και ιδιαίτερα όταν το κάνει δημιουργώντας χαρακτήρες καρικατούρες.
Πέρα όμως από αυτές τις γενικές παρατηρήσεις ο Eric Lartigau- ίσως υπερεκτιμώντας τις δυνατότητες του- αποφασίζει να κρατήσει πολλά καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη. Εκτός από το βασικό του θέμα, τα προβλήματα που δημιουργούνται σε μια οικογένεια κωφαλάλων, όταν η «υγιής» (επειδή ακούει και μιλάει)  έφηβη κόρη τους αποφασίζει να εγκαταλείψει το χωριό και την βοήθεια που παρέχει στην οικογενειακή επιχείρηση-φάρμα, για να πάει να σπουδάσει τραγούδι στο Παρίσι, έπειτα από την συμβουλή του καθηγητή μουσικής στο σχολείο, θεωρεί αναγκαίο να ασχοληθεί επίσης,  με τα πρώιμα εφηβικά ερωτικά σκιρτήματα, με τις ανασφάλειες και τις απογοητεύεις αυτής της ηλικίας,  τις συγκρούσεις γονιών-εφήβων μέχρι και… την καταγγελία του «παλιού» διεφθαρμένου πολιτικού προσωπικού, στο πρόσωπο του δήμαρχου του χωριού, ενός ξεπερασμένου, γλοιώδη λαϊκιστή, ο οποίος βρίσκεται σε σύγκρουση με τον κωφάλαλο πατέρα, όταν ο δεύτερος αποφασίζει να κατέβει ως υποψήφιος στον πολιτικό στίβο. Ειδικά αυτή η τελευταία «εκτροπή» της ταινίας, την κάνει να «ξεχειλώνει» και  μένει σε εκκρεμότητα μέχρι τους τίτλους του τέλους, όπου βλέπουμε, απλώς, σε φωτογραφία τον πατέρα να καμαρώνει, ως νέος δήμαρχος, φορώντας την κορδέλα με την γαλλική σημαία περασμένη στον κορμό του.

Πολύ ξεχωριστές και πραγματικά αξίζουν οι σκηνές, όπου ο θεατής βλέπει την εικόνα χωρίς ήχο, όπως ακριβώς οι κωφάλαλοι πρωταγωνιστές, τα παιχνίδια του σεναρίου με την νοηματική γλώσσα, που μεταφράζεται σε υπότιτλους, άλλοτε κυρίαρχη και άλλοτε συμπληρωματική, μεταφέροντας  πληροφορίες και συναισθήματα.