Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Καλοκαίρι στο Βερολίνο-Sommer vorm Balcon

Το «Καλοκαίρι στο Βερολίνο», “Sommer vorm Balcon”, του Andreas Dresen, μια ακόμη ταινία από την Κινηματογραφική Λέσχη Πεύκης, μια ταινία του 2006, τότε που ακόμη χτιζότανε η «πλεονασματική» Γερμανία, στις πλάτες των δικών της εργαζόμενων.

Δυο γυναίκες, η σαραντάρα Katrin (Irika Friedrich), άνεργη, χωρισμένη και με ένα γιο σε εφηβική ηλικία και η γειτόνισσα της, η νεαρή Nike (Nadja Uhl), ζουν στην ίδια μίζερη πολυκατοικία, σε μια υποβαθμισμένη περιοχή του Βερολίνου και είναι κολλητές φίλες. Μοιράζονται τα προβλήματα τους και τον ελεύθερο χρόνο τους. Καταλύτης της υπόθεσης της ταινίας, ο οδηγός του φορτηγού, Ronald (Andreas Schmidt), που παρά λίγο να χτυπήσει την Katrin και γίνεται ο περιστασιακός ερωτικός σύντροφος της Nike. Παράλληλα, βλέπουμε το εργασιακό περιβάλλον της Nike,  που φροντίζει στα σπίτια τους, ηλικιωμένους ανθρώπους χωρίς συγγενείς ή με συγγενείς αδιάφορους. Την ερωτική απογοήτευση του γιου της Katrin και την προσπάθεια αποτοξίνωσης, που κάνει η ίδια, από το αλκοόλ.  Η κάμερα αποτυπώνει την καθημερινότητα τους και πίσω από αυτήν τα αδιέξοδα παράλληλων μοναχικών ζωών, ανθρώπων ανίκανων να αγαπήσουν, θυμάτων του αστικού τρόπου ζωής.

Η απρόσωπη political correct μεγαλούπολη, με τις σύγχρονες κλινικές απεξάρτησης, τα συμβουλευτικά γραφεία,  τα γραφεία ευρέσεως εργασίας, τα επιδόματα ανεργίας και την προστασία ευπαθών κοινωνικών ομάδων και από την άλλη πλευρά ο διαρρηγμένος κοινωνικός ιστός. ¨Ένα κίνημα αμφισβήτησης, που σωστά, οδήγησε στην σεξουαλική απελευθέρωση, βάζοντας «στο χρονοντούλαπο της ιστορίας» τον προτεσταντικό πουριτανισμό, απέτυχε όμως σε αρκετές περιπτώσεις να ενσωματωθεί σωστά από τα ίδια τα υποκείμενα, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει τραυματικές συναισθηματικές στρεβλώσεις.

Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα ταινία, οπωσδήποτε περιπτωσιολογική, με ευφάνταστο σενάριο, κάποιες πινελιές γλυκόπικρου χιούμορ και ικανοποιητικές ερμηνείες. Καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό, αυτό που είναι το ζητούμενο, η κινηματογραφική αφήγηση, η κάμερα κινείται γρήγορα, ξεσκεπάζοντας πολλές επιμέρους παθογένειες. Ίσως, στο Βερολίνο το καλοκαίρι, να είναι η μοναδική εποχή όπου μπορούν οι άνθρωποι να ανοίξουν τα παράθυρά τους, να βγουν στα μπαλκόνια και πάνω στην προσπάθεια να αναπνεύσουν βιαστικά τον αέρα και να διαθέσουν το σώμα τους για την ευχαρίστηση, φθάνουν στο σημείο ακριβώς να μην ξέρουν πώς να το κάνουν. Οι πρωταγωνίστριες αναρωτιούνται... πως είναι δυνατόν κάθε φορά ο καλύτερος άνδρας στο σεξ, να είναι ο πιο ακατάλληλος σύντροφος.    



Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Searching for Sugar Man


Το μουσικό ντοκιμαντέρ του Malik Bendjelloul, “Searching for Sugar Man”, ξεφεύγει από τα στενά όρια μιας δημοσιογραφικής δουλειάς. Τα ρεπορτάζ και οι συνεντεύξεις είναι δοσμένα με τέτοιο τρόπο που εξυπηρετούν την αφήγηση, ο ρυθμός καταιγιστικός, το σασπένς, η εικαστική φωτογραφία, οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών αυθεντικές…σαν να επρόκειτο για επαγγελματίες ηθοποιούς και στο βάθος το σάουντρακ, από την μουσική του ιδίου του Sixto Rodríguez.

Ο αμερικανός μουσικός, μεξικάνικης καταγωγής Sixto Rondríguez, μετά την ηχογράφηση δυο άλμπουμ στις ΗΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του ’70,  χάνεται από το προσκήνιο, σαν να άνοιξε η γη και να τον κατάπιε. Ένας όμως δίσκος του φθάνει στην Νότια Αφρική, στα μπαγκάζια μιας φαν του, όπου και γνωρίζει τεράστια επιτυχία, κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι, πουλάει χιλιάδες αντίτυπα και ο άγνωστος μουσικός γίνεται- εν αγνοία του- το σύμβολο του αγώνα ενάντια στο απαρτχάιντ. Κυκλοφορεί η φήμη ότι έχει αυτοκτονήσει. Ένας ιδιοκτήτης καταστήματος δίσκων και ένας μουσικός δημοσιογράφος προσπαθώντας να ανακαλύψουν την αλήθεια για το μουσικό τους ίνδαλμα, ξεκινούν τις έρευνες που θα τους οδηγήσουν σε μια ενδιαφέρουσα ανακάλυψη, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.


Η μουσική του, οι στίχοι του, παρομοιάστηκαν με αυτούς του Bob Dylan. Οι μουσικοί παραγωγοί που τον ανακάλυψαν, διαισθάνθηκαν ένα μεγάλο ταλέντο. Όμως, μπορεί κάποιος μουσικός με αυτό το λατινογενές επώνυμο να κατακτήσει το μουσικό στερέωμα της ροκ σκηνής; Χαρακτήρας κλειστός, εσωστρεφής, όπως φάνηκε, με παντελή άγνοια των κανόνων των δημοσίων σχέσεων, με μοναδική ικανότητα να ντύνει με ήχους και στίχους τις εικόνες της καθημερινότητας του, στις υποβαθμισμένες γειτονιές του Ντιτρόιτ, ο ίδιος ο Rodríguez θα μας ομολογήσει στο τέλος ότι, «Πατρίδα είναι εκεί που σε αποδέχονται».   

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Restoration-Αντίκες Φίντελμαν

Από το ίδρυμα «Μιχάλης Κακογίαννης» και την εβδομάδα Ισραηλινού κινηματογράφου, το διαμάντι του Yossi Madmoni, η βραβευμένη ταινία “Restoration”, «Αντίκες Φίντελμαν» ή «Καλημέρα κύριε Φίντελμαν»,  σε σενάριο του Erez Kav El.
Βγαίνοντας από την αίθουσα, αυτό που μένει είναι μια ισορροπία ανάμεσα στην σαφήνεια της σκιαγράφησης των χαρακτήρων των πρωταγωνιστών, στην ξεκάθαρη ματιά του σκηνοθέτη, που εξυπηρετεί την αφήγηση της ιστορίας και στην ασάφεια ορισμένων σημείων, που αφήνονται εσκεμμένα να αιωρούνται, προσκαλώντας τον θεατή να δώσει την δική του εξήγηση, ακριβώς γιατί όσο κι αν κάποια πράγματα φαίνονται σημαντικά στον ανθρώπινο μικρόκοσμο, στην αληθινή ζωή δεν είναι παρά λεπτομέρειες.
Ένα πραγματικά δύσκολο σκηνοθετικό επίτευγμα, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο σκηνοθέτης έχει να «ξεκλειδώσει» ένα σύνολο μπερδεμένων ανθρώπινων σχέσεων, ξεκινώντας από το πιο προβεβλημένο, το χάσμα των γενεών, προχωρώντας στην σχέση των δυο συνεταίρων, που φαντάζει αυθεντική, όμως όσο προχωράει η ιστορία αποκαλύπτονται οι ρωγμές της, για να φτάσουμε μέχρι το ερωτικό τρίγωνο του γιου του αντικέρ, της συζύγου του  και του μαθητευόμενου στο κατάστημα, ενός περίεργου νέου, που προκύπτει από το πουθενά, που είναι γεμάτος μυστήρια, και που καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του αφεντικού του.
Μετά τον θάνατο του Malamud (Rami Danon), ο συνεταίρος και κολλητός του φίλος Yaakov Fidelman (Sasson Gabai) προσπαθεί να ξεπεράσει τα οικονομικά προβλήματα που προκύπτουν στην επιχείρηση και να συμφιλιωθεί με την ιδέα, του πόσο λίγο γνώριζε τον άνθρωπο που μέχρι πριν λίγο είχε μοιραστεί 40 χρόνια από την ζωή του και ήταν ο νονός του γιού του. Ο γιος του, ο Noah Fidelman (Nevo Kimhi), θέλει να πείσει τον πατέρα του να δώσουν το κατάστημα με τις αντίκες για αντιπαροχή, όμως ο ηλικιωμένος, που έχει μια σχέση στοργής με τα παλιά έπιπλα, αρνείται να συμφωνήσει. Τα πράγματα περιπλέκει η εμφάνιση του Anton (Henry David), που πιάνει δουλειά στο κατάστημα, σαν μαθητευόμενος, ανακαλύπτει παρατημένο μέσα στο μαγαζί ένα σπάνιο, αμύθητης αξίας πιάνο, που χρειάζεται όμως επισκευή για να μπορέσει να πουληθεί και παράλληλα ερωτεύεται την νύφη του αφεντικού του, την Eva (Sarah Adler), την γυναίκα του Noah, που βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη.
Κάτω από αυτό το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, η ταινία κινείται σε περισσότερο εσωτερικά μονοπάτια. Ο Yaakov παρουσιάζεται από την αρχή της ταινίας, σαν ο κοντινότερος άνθρωπος του Malamud, όμως ο σκηνοθέτης συνεχώς ασχολείται με το να υπονομεύει την προϋπάρχουσα σχέση των δυο αυτών ανδρών. Ο χρόνος χαράζει πάνω στα αντικείμενα και στους ανθρώπους τα σημάδια του, όμως ο άνθρωπος μπορεί, αν θέλει, να αφαιρέσει αυτά τα σημάδια για να αναδείξει την κρυμμένη αξία.
Με αφορμή το πιάνο συλλεκτικής αξίας και την αυθεντικότητά του, γίνεται μια αναγωγή στην αυθεντικότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Το ίδιο το πιάνο, αν και παλιό, για να λειτουργήσει χρειάζεται έναν καινούργιο μηχανισμό, την αξία του δηλαδή, σαν αντικείμενο, θα του την δώσει ένα διαφορετικό «γενετικό υλικό» που θα «μπολιαστεί» στο εσωτερικό του. Δεν είναι δηλαδή ο χρόνος αυτός που δίνει την αξία στα αντικείμενα ή στην επαφή των ανθρώπων, αλλά η αγάπη, το μεράκι, η έννοια του ενός για τον άλλον.
Παράλληλα παρακολουθούμε μια εργατική συνοικία του Τελ Αβίβ με τα μαγαζιά και τις βιοτεχνίες της, το συνοικιακό εστιατόριο, τις ορχήστρες του δρόμου, τις παράλληλες ζωές των κοσμικών με τους ορθόδοξους εβραίους, μια σκηνή στο νεκροταφείο κατά την διάρκεια της ταφής, καθημερινές συνομιλίες που αποκαλύπτουν ανθρώπινα μυστικά και σκέψεις, μια πόλη που παλεύει ανάμεσα στην παράδοση των διαφορετικών πολιτισμών που την συνθέτουν και του σύγχρονου τρόπου ζωής.

Εκτός από την στιβαρή σκηνοθεσία, την ταινία ντύνουν μια σειρά εξαιρετικών κλασσικών μουσικών κομματιών. Ο χαρακτήρας του Yaakov Fidelman, από τον Sasson Gabai, μια ερμηνεία συγκλονιστική, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό μια συγκρατημένη εσωτερική έκφραση, βρίσκει το αποκορύφωμά της στο βουβό κλάμα, πίσω από το παράθυρο, ενώ απ’ έξω η βροχή του δωρίζει τα δάκρυα.

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Πεθαίνοντας για την αλήθεια

Μετά το «Κλέφτης ποδηλάτων»- το αριστούργημα του Vittorio de Sica- παρακολουθήσαμε την δεύτερη, για την καινούργια σεζόν, προβολή της Κινηματογραφικής Λέσχης Πεύκης.  Πρόκειται για το ντοκιμαντέρ του Νίκου Μεγγρέλη, «Πεθαίνοντας για την αλήθεια».

Ο γνωστός δημοσιογράφος εξήγησε στο κοινό, μετά το τέλος της προβολής, ότι ο σκοπός αυτής του της προσπάθειας ήταν να αναδείξει τους κινδύνους του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, όταν οι λειτουργοί του αναγκάζονται να δουλεύουν στις εμπόλεμες ζώνες, για να μπορέσουν να ενημερώσουν την κοινή γνώμη. Όπως είπε χαρακτηριστικά, το ντοκιμαντέρ αυτό είναι μια απάντηση στο σύνθημα «Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι», που ισοπεδώνει το δημοσιογραφικό επάγγελμα.

Το ντοκιμαντέρ γυρίστηκε σε 10 χώρες και περιλαμβάνει φωτογραφίες και βίντεο που τραβήχτηκαν από μεγάλα δημοσιογραφικά πρακτορεία και ανεξάρτητους δημοσιογράφους. Ακόμα περιλαμβάνει πολλές συνεντεύξεις από δημοσιογράφους και συγγενείς δημοσιογράφων που σκοτώθηκαν ή τους απήγαγαν κατά την εξάσκηση των καθηκόντων τους. Το βάρος έπεσε κυρίως στην αντιδιαστολή ανάμεσα στην ελεγχόμενη δημοσιογραφία, που έχει σκοπό την προπαγάνδα, συνήθως της επιτιθέμενης πλευράς, οπότε στην περίπτωση αυτή διεξάγεται ανεμπόδιστα και στην ανεξάρτητη δημοσιογραφία, που αρκετές φορές γίνεται θύμα εσκεμμένων επιθέσεων, ακριβώς γιατί δεν μπορεί να χειραγωγηθεί.

Στο μεγαλύτερο μέρος του το ντοκιμαντέρ ασχολείται με δυο υποθέσεις. Η πρώτη, η επίθεση ενός αμερικανικού άρματος μάχης στο ξενοδοχείο Palestine, κατά την διάρκεια του δεύτερου πολέμου στον Κόλπο, που κόστισε την ζωή σε δυο ισπανούς ανταποκριτές και η δεύτερη, η απαγωγή ιταλίδας δημοσιογράφου από ισλαμιστές τρομοκράτες, η απελευθέρωση της και ο θάνατος του ανθρώπου που μεσολάβησε για να σωθεί, από τα πυρά αμερικανών στρατιωτών.


Οπωσδήποτε πρόκειται για μια αξιέπαινη προσπάθεια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης, όμως το ντοκιμαντέρ αυτό χαρακτηρίζεται από μονοδιάστατες απόψεις. Πολλές φορές έχει γίνει λόγος για την ηθική του πολέμου, αλλά κάθε φορά αυτό αποδεικνύεται ότι είναι κενό γράμμα. Στους σύγχρονους πολέμους η κάμερα αποτελεί ένα από τα πιο σύγχρονα όπλα με παγκόσμιο βεληνεκές. Θα ήταν αφελές να πιστεύει κάποιος, ότι οι αντιμαχόμενες πλευρές δεν θα προσπαθούσαν να ελέγξουν προς όφελος τους αυτό το υπερσύγχρονο όπλο. Σίγουρα δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για τους αποτρόπαιους θανάτους των δημοσιογράφων της πρώτης γραμμής, όπως επίσης και για τους πολύ περισσότερους θανάτους του άμαχου πληθυσμού. Η στρατιωτική ορολογία ήδη κατασκεύασε την έκφραση «παράπλευρες απώλειες», για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από την φρικαλεότητα του πολέμου. Ο καταγγελτικός λόγος θα ήταν περισσότερο αξιόπιστος, αν συνοδευόταν από περισσότερο πραγματισμό. Δυστυχώς, σε αρκετές περιπτώσεις δεν μπόρεσε να αποφύγει να απευθυνθεί στο θυμικό του θεατή, όπως για παράδειγμα, όταν παρουσιάζει τον Τζώρτζ Μπους να προειδοποιεί με κυνικό τρόπο ότι για την δική τους ασφάλεια οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να εγκαταλείψουν τις εμπόλεμες ζώνες, ή όταν κινηματογραφεί συνεντεύξεις συγγενών να αναφέρονται στο πως έμαθαν, πως ειδοποιήθηκαν για τον χαμό των δικών τους ανθρώπων. Οι δημοσιογράφοι γνωρίζουν πολύ καλά τον κίνδυνο που διατρέχει η ζωή τους και είναι πραγματικοί ήρωες, όταν αποφασίζουν να διακινδυνεύσουν για να μπορέσουν να ενημερώσουν με αντικειμενικό τρόπο την κοινή γνώμη. Πέθαναν-πεθαίνουν για την αλήθεια, όμως θα προτιμούσαν να είχαν πεθάνει και για την αντικειμενικότητα, για μια περισσότερο νηφάλια, για μια περισσότερο σφαιρική κάλυψη των συνθηκών του θανάτου τους.  

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

La colmena

Από το Ινστιτούτο Θερβάντες, η πρώτη από μια σειρά κινηματογραφικών Δευτέρων, η αξιοπρόσεκτη ταινία του Mario Camus, “La colmena”, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Camilo José Cela. Γράφει ο συγγραφέας στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου του.

«Η κυψέλη» δεν είναι τίποτα άλλο, πέρα από ένας αχνός αντικατοπτρισμός,, από μια ταπεινή σκιά της καθημερινότητας, της σκληρής, διασκεδαστικής επώδυνης πραγματικότητας, δεν φιλοδοξεί να είναι τίποτα άλλο, εκτός από ένα κομμάτι ζωής που αφηγείται χωρίς υπαινιγμούς, χωρίς να παραπλανεί, χωρίς υπερβολικές τραγωδίες, χωρίς στοργή, όπως κυλάει η ζωή, ακριβώς όπως κυλάει η ζωή. Το θέλουμε δεν το θέλουμε. Η ζωή είναι αυτό που ζει-μέσα σε μας ή έξω μας- εμείς δεν είμαστε τίποτα άλλο, εκτός από το όχημά της, το έκδοχο της όπως λένε οι φαρμακοποιοί…

Γυρισμένη το 1982, καταπιάνεται με την ζωή μιας ομάδας ανθρώπων, που ζουν στην Μαδρίτη το 1942, την περίοδο που ακολουθεί την νίκη του Φράνκο και την εγκαθίδρυση του φασισμού στην Ισπανία. Λίγο αργότερα, το 1984, θα γυρίσει την ταινία Los santos inocentes, που ασχολείται με την ίδια περίοδο, αλλά στην ισπανική επαρχία.
Πρόκειται για μια τοιχογραφία της εποχής. Λίγο κουραστική στα πρώτα λεπτά, μέχρι ο θεατής να κατανοήσει το πλήθος των προσώπων, καθώς παρελαύνει ένα πλήθος ηθοποιών,  αλλά στην συνέχεια ο σκηνοθέτης αφήνει τα πλάνα να μιλήσουν μόνα τους. Μια κοινωνία διαιρεμένη σε νικητές και νικημένους. Ένας φόβος διάχυτος ένα μίγμα κούρασης απογοήτευσης, παραίτησης. Στους δρόμους συσσίτια, αστυνομικοί και χαφιέδες. Άνθρωποι, που προσπαθούν να κρατήσουν την αξιοπρέπεια τους μέσα σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας και βουβής τρομοκρατίας, Μια καινούργια τάξη παράλληλα αρχίζει να εμφανίζεται, εκμεταλλευόμενη την ανυπαρξία ιδανικών και αντίστασης. Ο ατομισμός, η καπατσοσύνη, το ρουσφέτι, η μαύρη αγορά.
Κάτω από το βλέμμα της Χιτλερικής ιδιοκτήτριας του καφέ La delicia συγκεντρώνονται για να περάσουν τις ώρες τους και να μιλήσουν διάφοροι άνθρωποι, που περιστρέφονται γύρω από ένα πυρήνα ποιητών. Παράλληλα, στα διαμερίσματα μιας πολυκατοικίας παρατηρούμε τους ενοίκους, εικόνες καθημερινότητας, που όμως παραπέμπουν στην μεγαλύτερη, στην πολιτική εικόνα της πόλης. Ένα νυχτερινό πλάνο από την είσοδο ενός σταθμού του μετρό. Προβολή εικόνων από τα μαυρόασπρα  «Επίκαιρα» της εποχής με την φασιστική προπαγάνδα. Η αστυνομία συλλαμβάνει, μόνο για να τους τρομοκρατήσει, δυο ομοφυλόφιλους και ένα ποιητή. Περνάνε την νύχτα στο κρατητήριο. Τους αφήνουν ελεύθερους. Έξω από την πόρτα του τμήματος οι φρουροί τους παρατηρούν να φεύγουν σκυμμένοι, φοβισμένοι. Είναι δυο αδελφές και ένας ποιητής. Ο ποιητής φιλοξενείται σε ένα μπορντέλο. Το βράδυ κοιμάται με μια πόρνη. Δεν κάνουν έρωτα. Φαντασιώνονται ότι είναι αληθινό ζευγάρι. Η κοπέλα που αγαπά τον φθισικό, εκπορνεύεται για να τον σώσει. Ο λούστρος στο μπαρ πουλάει και χύμα τσιγάρα.
Αυτές και πολλές ακόμα  ιστορίες που κυλούν παράλληλα, καθώς ο φακός παρακολουθεί τις καταστάσεις, τις αφήνει, και επανέρχεται για να τις ξαναπιάσει από εκεί που τις άφησε. Φωτογραφία με ζεστά χρώματα, κάδρα εξαιρετικά φροντισμένα και ερμηνείες συγκλονιστικές ιδιαίτερα του Rafael Alonso στον ρόλο του Julián Suárez του ομοφυλόφιλου φωτογράφου.