Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

Μίμης ο Σιδεράς-Mimì metallurgico ferito nell'onore

Μια καταιγιστική πολιτική και πολιτισμική σάτιρα, αλλά ταυτόχρονα τρυφερή- σαν ο φακός να χαϊδεύει τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών -η ταινία «Μίμης ο Σιδεράς» (Mimì metallurgico ferito nell'onore) της Lina Wertmüller, του 1972, δίνει περιεχόμενο σε αυτό που κάποια χρόνια αργότερα, τουλάχιστον στην πατρίδα μας, θα ονομάζαμε διαπλοκή, νταβατζήδες, ύποπτες συναλλαγές ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και στην άρχουσα οικονομική ελίτ, χωρίς να παραλείπεται η συμμετοχή σε αυτό το αλισβερίσι, της δικαστικής εξουσίας και των συνδικάτων. Και φυσικά, χωρίς να χαρίζεται στην κατακερματισμένη, ανίκανη Αριστερά, η οποία όπως πάντα χάνεται στις λέξεις, κρύβοντας πίσω από το επαναστατικό-ριζοσπαστικό φρασεολόγιο ένα βαθύτατο συντηρητισμό, αποτέλεσμα άγνοιας, απλοϊκότητας και επαρχιωτισμού στην καλύτερη περίπτωση, κουτοπονηριάς και ατομικιστικού συμφεροντολογισμού  στην χειρότερη.
Παράλληλα μια εξονυχιστική μελέτη των διαπροσωπικών σχέσεων- «ευλογημένων» ή όχι με τα δεσμά του γάμου- και ανεξαρτήτως κοινωνικό-οικονομικού προφίλ, καθώς αναπαράγουν εντός τους, τις εξουσιαστικές δομές της ταξικής διαστρωμάτωσης.
Ιταλία και δεύτερο μισό του προηγούμενο αιώνα. Φτωχός νότος-βιομηχανικός βορράς. Ο Mimí (Giancarlo Giannini), έχοντας ήδη μια διαταραγμένη σχέση με την γυναίκα του, φεύγει εσωτερικός μετανάστης για το Τορίνο, αφού κατά την… μυστική ψηφοφορία στις εκλογές αψηφά τις οδηγίες της τοπικής μαφίας για να ψηφίσει τον εκλεκτό της και ρίχνει την ψήφο του στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Γίνεται και στην καινούργια του δουλειά μάρτυρας της εκμετάλλευσης των εργατών από την εργοδοσία και από το συνδικάτο. Η συνείδηση του αρχίζει να… ελαστικοποιείται. Γνωρίζει και ερωτεύεται την Fiore (Mariangela Melato) και κάνει μαζί της ένα αγοράκι. Θα γυρίσουν όλοι μαζί στην Κατάνια, όπου ο ενσωματωμένος στο σύστημα εργάτης και τώρα πια εργοδηγός,  θα προσπαθήσει να ισορροπήσει από την μια μεριά την ιδεολογική-ταξική του τοποθέτηση με την… πουλημένη στα «αφεντικά» συνείδησή του, ενώ ταυτόχρονα χάνεται σε ένα δαίδαλο υποκρισίας, επαρχιώτικων αντιλήψεων, εκβιασμών, ανάγκης να υπερασπιστεί την αντρική  τιμή και την υπόληψή του, δημιουργώντας την βάση για καταστάσεις μπουρλέσκ γεμάτες με σπαρταριστές, κωμικές σκηνές.

Η σκηνοθέτης αγαπά τους ήρωες της. Δεν κρύβει όμως τις αδυναμίες τους. Τους κινηματογραφεί από μακριά, ο τηλεφακός της πιάνει τις αντιδράσεις τους, τους μορφασμούς που κάνουν, πιάνει τα λόγια τους όχι όμως την φωνή τους. Στην θέση τους ακούμε γνωστές άριες και καταλαβαίνουμε καλύτερα τις προθέσεις τους και τα βαθύτερα «θέλω» τους. Παρ’ όλη της την κριτική δεν χάνεται. Ο ταξικός εχθρός, που είναι παντού και πάντα ο ίδιος, έχει το πρόσωπο με τις τρεις κρεατοελιές στο μάγουλο… για να μην ξεχνιόμαστε. Και από την άλλη η αγάπη για την ζωή, ο έρωτας, η δικαιοσύνη, η ανθρωπιά, είναι πολύχρωμα, άνετα και μαλακά, σαν τα χειροποίητα πλεκτά με τα οποία η ρομαντική Fiore ντύνει τον κόσμο της και τους αγαπημένους της.