Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

The freshman


Η βωβή ταινία των Fred Newmeyer και Sam Taylor, “The Freshman”-"Ο πρωτοετής", που προβλήθηκε στο 1ο φεστιβάλ βωβού κινηματογράφου, από το ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, είναι μια ενδιαφέρουσα αναπαράσταση μιας εποχής. Κουβαλά και όσο περνούν τα χρόνια όλο και περισσότερο, ένα κομμάτι των αρχών του προηγούμενου αιώνα, μέχρι τον δικό μας. Γι’ αυτό, όπως διαβάζουμε στο πρόγραμμα, επιλέχθηκε από τον οργανισμό αμερικανικής καταγραφής ταινιών, για να συντηρηθεί «ως σημαντική ταινία, καλλιτεχνικά, ιστορικά και αισθητικά.»
Με ένα σχετικά απλό έως απλοϊκό σενάριο και με προβλέψιμο τέλος αφήνει όλο τον χρόνο στον θεατή να προσέξει τα πλάνα, την κίνηση της κάμερας, την έκφραση των ηθοποιών, τα ρούχα, τις κομμώσεις, τις επιπλώσεις, γενικά τις λεπτομέρειες. Στηρίζεται περισσότερο στις εκφραστικές δυνατότητες του πρωταγωνιστή Harold Lloyd, άλλωστε οι κωμικές ατάκες πέφτουν κάπως ασύνδετα και με υπερβολικό τρόπο.
Ο Harold Lamp, με το παρατσούκλι “speedy”, πρωτοετής φοιτητής στο κολλέγιο, θέλει να παρουσιαστεί στους καινούργιους συμφοιτητές του και γενικά στον κύκλο του διαφορετικός, από αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Θέλει να είναι αγαπητός σε όλους, δημοφιλής και να αφήνει γύρω του μια αύρα, που δυστυχώς γι’ αυτόν δεν την έχει. Το χειρότερο όμως είναι, πως αποφασίζει ότι μπορεί αυτό να το καταφέρει, αν πασχίσει σκληρά. Μιμείται εκφράσεις που έχει δει σε ταινίες ή έχει ξεσηκώσει από περιοδικά και φέρεται επιτηδευμένα. Πέφτει διαρκώς σε γκάφες, γίνεται ρεζίλι, προκαλεί σε βάρος του αρνητικά σχόλια πίσω από την πλάτη του, χωρίς μέχρι ενός σημείου να καταλαβαίνει τίποτα. Η κόρη της σπιτονοικοκυράς του η Peggy (Jobyna Ralston), που είναι τσιμπημένη μαζί του, διστάζει να τον ενημερώσει για το τι συμβαίνει εις βάρος του. Στον χορό του κολλεγίου- την πιο μεγάλη και σκηνοθετικά καλύτερη σκηνή της ταινίας- μετά το φιάσκο που παθαίνει με το κακοραμμένο κοστούμι του, συνειδητοποιεί τον εμπαιγμό των άλλων και αποφασίζει να τους κλείσει τα στόματα, συμμετέχοντας στην ομάδα του ράγκμπι. Αφού τρώει το ξύλο της ζωής του στις προπονήσεις, μπαίνει εικονικά, σαν αναπληρωματικός και στο τελευταίο λεπτό του αγώνα με το αντίπαλο μισητό κολλέγιο και ελλείψει άλλων παικτών, μπαίνει και σκοράρει το νικητήριο τέρμα. Ακολουθεί όπως αναμενόταν… happy end.
Η αλήθεια είναι πως η σκηνοθεσία κάνει φιλότιμες προσπάθειες να διατηρήσει μια λεπτή ισορροπία στον τρόπο προσέγγισης του φαινομένου speedy. Από την μια έχουμε να κάνουμε με ένα τύπο πραγματικό "νούμερο", αρκετά αφελή, που είναι όμως καλοπροαίρετος και από την άλλη έχουμε την ανθρωποφάγα κοινωνική συμμαχία, που απομονώνει και "κατασπαράσσει", όποιον ξεφεύγει από προκαθορισμένους τρόπους συμπεριφοράς, διότι ή δεν έχει την απαιτούμενη εξυπνάδα να κρυφτεί ή η εσωτερική ανάγκη για αναγνώριση ξεπερνάει τους όποιους ενδόμυχους φόβους του. Και εδώ ακριβώς έρχεται το «καθαρό» πρόσωπο του Harold Lloyd με μόνη την κίνηση του σώματος του, για να γεφυρώσει αυτήν αντίθεση προσφέροντας στον χαρακτήρα μια μοναδικότητα. Ούτε ανοησία, ούτε υποτίμηση του κινδύνου. Θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε ως μια συμπεριφορά αυθεντική, αλλά και πάλι αυτός ο χαρακτηρισμός κάτι θα έχανε. Ας αφήσουμε λοιπόν την ταινία…
Η ζωντανή μουσική με το πιάνο του Αλέξη Νταιμάντ δεν κατάφερε, κατά την γνώμη μου, να αποδώσει την ένταση και την κωμικότητα της ταινίας. Αρκετά σιγανή και κάποιες στιγμές, ολίγον, εκτός χρόνου.

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

1ο φεστιβάλ βωβού κινηματογράφου

Μαγικές στιγμές κινηματογράφου, στο 1ο φεστιβάλ βωβού κινηματογράφου, από το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.
Τρεις ταινίες σε σκηνοθεσία του Buster Keaton και με πρωταγωνιστή τον ίδιο, μας γυρνάνε πάρα πολλά χρόνια πίσω. Τότε που ο δημιουργός δεν ήταν εξαρτημένος από τα μηχανήματα και γενικά την τεχνολογία, αλλά είχε να πει κάτι πραγματικό. Τότε, που ο ήχος δεν έβγαινε από τα στόματα των ηθοποιών και η φαντασία του σκηνοθέτη ερχόταν να καλύψει αυτήν την αδυναμία και να την κάνει πλεονέκτημα. Με πολύ λεπτούς χειρισμούς και με τις συνεχόμενες κωμικές καταστάσεις, να διαδέχονται η μια την άλλη, ασταμάτητα, δεν ξεφεύγει από την πλοκή της υπόθεσης και σκιαγραφεί την εποχή του και τους ανθρώπινους χαρακτήρες, με μια ματιά, τόσο προχωρημένη, που φαντάζει διαχρονική. Μπορεί να μην έχει τον λυρισμό του Charlie Chaplin, όμως μέσα από αυτήν την φαινομενική απλοϊκότητά του, αναβλύζει ένας χείμαρρος συναισθημάτων. Η ζήλεια, η δειλία, ο ηρωισμός, η επίδειξη, το συμφέρον, η αυτοθυσία, ο αγώνας για την επιβίωση, προλαβαίνουν να αγγίξουν τον θεατή, παρά τον γρήγορο έως καταιγιστικό ρυθμό των έργων. Τα μεγάλα πλάνα και ο χειρισμός ενός τόσο μεγάλου αριθμού κομπάρσων ηθοποιών, αυτό το ατελείωτο φόρτωμα της οθόνης, βγάζει ένα αποτέλεσμα θριάμβου και επιτυχίας.

Στην ταινία “Seven chances”, ο Buster Keaton υποδύεται τον Τζέημς Σάννον, ένα επιχειρηματία στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ο οποίος μαθαίνει το πρωί της ημέρας των εικοστών έβδομων γενεθλίων του, πως κληρονομεί μια μεγάλη περιουσία, αρκεί να παντρευτεί μέχρι να κλείσει τα 27 του χρόνια. Οι αποτυχίες του και οι αναστολές του με το κορίτσι του και με τις υποψήφιες νύφες και η αγγελία στην εφημερίδα από τον συνεταίρο του για την εύρεση νύφης, προκαλεί ένα πελώριο κύμα νυφών, από τις οποίες ο φουκαράς ο Σάννον τρέχει για να απαλλαγεί. Κωμικές σκηνές καταδίωξης στην πόλη και στην ύπαιθρο, βράχοι από την κατολίσθηση, που τον παίρνουν στο κατόπι, παιχνίδι με τον χρόνο, μιας και η προθεσμία της διαθήκης λήγει στις επτά το απόγευμα της ίδιας μέρας, φτιάχνουν μια σπαρταριστή ατμόσφαιρα.
Όταν ο μαγκωμένος Τζέημς Σάννον πετάει ένα χαρτάκι-ραβασάκι με την πρόταση γάμου στην κοπέλα στο πατάρι του καφέ, γυρνάει και ραίνει το κεφάλι του άσπρος χαρτοπόλεμος. Τα λόγια είναι περιττά...





Στην ταινία “Balloonatic” ο πρωταγωνιστής πέφτει με το αερόστατο σε κάποια ζούγκλα και προσπαθεί να επιβιώσει στην άγρια φύση. Βρίσκει μια γυναίκα, που έχει καταφέρει να προσαρμοστεί και που αρχικά τον βλέπει εχθρικά, μα αργότερα συμφιλιώνονται και συνεργάζονται για την σωτηρία.
Στην εικοσάλεπτη αυτή ταινία δεν είναι τόσο η υπόθεση αυτό που μετράει, αλλά αποτελεί μια επίδειξη σκηνοθετικής τεχνικής.


Στην τρίτη και μεγαλύτερη ταινία, “The general”, έχουμε να κάνουμε με μια ξεκάθαρα αντιμιλιταριστική ταινία, που όμως δεν το φωνάζει. Κι αυτό, γιατί ο πρωταγωνιστής, ένας μηχανικός σιδηροδρόμων, δεν είναι ο κλασσικός αντιρρησίας συνείδησης. Ωθείται άθελα του στις ηρωικές πράξεις, περισσότερο για να κερδίσει την αποδοχή της αγαπημένης του και σχεδόν καθόλου, γιατί τον έχει συνεπάρει η ιδέα της πατρίδας και του πολέμου. Μονάχος του επάνω σε μια ατμομηχανή τα βάζει με απείρως περισσότερους εχθρούς, σώζει την κοπέλα του από τα νύχια τους και μαζί της επιστρέφει με τον ίδιο τρόπο, ενώ καταδιώκεται από ένα άλλο τραίνο γεμάτο με κακούς.
Γυρισμένη το 1927, αναφέρεται στον αμερικάνικο εμφύλιο, ανάμεσα στους Βόρειους και στους Νότιους και αποτελεί ένα σκηνοθετικό αριστούργημα. Όχι μόνο οι σκηνές καταδίωξης με τα τραίνα, που, όπως αναφέρει και το πρόγραμμα του φεστιβάλ, θεωρούνται οι καλύτερες σκηνές με τραίνο, που έχουν γυριστεί ποτέ, αλλά και η σκηνή, που το τσούρμο των Νοτίων βγαίνει για να κυνηγήσει το τακτικό σώμα των Βορείων, που έχουν αποκοπεί από τις προμήθειες, χάρις στην ηρωική προσπάθεια του πρωταγωνιστή. Ο πραγματικός “general”, το τραίνο, παραγκωνίζει τον στρατηγό, στον οποίο το μόνο που φανερώνει τον βαθμό του, είναι η στολή και τα παράσημα.
Σε αυτήν την τελευταία ταινία είχαμε την τύχη, να συνοδεύει με το πιάνο η κυρία Άννα Στερεοπούλου, μια απόδοση του ύφους και του κλίματος της ταινίας εκπληκτική, που έντυνε και τις πιο λεπτές αποχρώσεις της ιστορίας που εκτυλισσόταν στο πανί.