Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

City Lights-Τα φώτα της πόλης

Η πιο άρτια ίσως σκηνοθετικά ταινία του Charlie Chaplin,  το “City lights” (Τα φώτα της πόλης), προβλήθηκε στον κινηματογράφο Τριανόν, με τον Χρήστο Οικονομίδη στο πιάνο.
Κοινωνική κριτική, λυρισμός, ένα ατελείωτο πανηγύρι συναισθημάτων, εναλλασσόμενης διάθεσης, από το δάκρυ στο γέλιο, σε μια ταινία που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε, σαν μια συμφωνία εικόνων. Πάνω στα κύρια και ιδιοφυή θεματικά μοτίβα, από την μια μεριά  τον αγνό πλατωνικό έρωτα του άφραγκου αλητάκου για την τυφλή πωλήτρια λουλουδιών και από την άλλη, την σχέση του με τον πολυεκατομμυριούχο επιχειρηματία, ο οποίος πάνω στο μεθύσι του γίνεται εγκάρδιος και γαλαντόμος και όντας ξεμέθυστος αδιάφορος και εχθρικός,  χτίζεται με την ανάλυσή τους, με την επεξεργασία τους και με την προσθήκη αρκετών δευτερευόντων, αλλά εξ’ ίσου λειτουργικών, ενδιαφερόντων και κωμικών επινοήσεων, η πλοκή του έργου. Από το εισαγωγικό πλάνο, που τον βρίσκουμε να κοιμάται πάνω στο μεγαλεπήβολο άγαλμα, κατά την διάρκεια των αποκαλυπτηρίων, μπροστά στους επισήμους και στο κοινό, έως το τρελό οδήγημα στους δρόμους της πόλης και την σκηνή στον αγώνα της πάλης, ενάντια στον κατά πολύ δυνατότερο αντίπαλο, μια διαρκής σύγκρουση ανάμεσα στην γλυκύτητα, στην ανθρωπιά  και στην απλότητα, κόντρα στον καθωσπρεπισμό, στον ανερμάτιστο πλούτο, στην κάθε λογής παράλογη εξουσία.

Όπως διαβάζουμε και όπως ειπώθηκε και στην εισαγωγική ομιλία, ο Charlie Chaplin επέμεινε να γυριστεί  βωβή η ταινία, παρόλο που το 1931 είχε ήδη εισαχθεί ο ήχος στον κινηματογράφο.  Ίσως γι’ αυτό κάθε φορά να κλείνει το μάτι σε ότι έχει να κάνει με την πρόσληψη από τον θεατή μονάχα της ακουστικής μπάντας και καθόλου με τους διαλόγους των ηθοποιών. Ίσως γι’ αυτό στην κορυφαία σκηνή του φινάλε, την τόσο συζητημένη, βρίσκουμε τους πρωταγωνιστές να συνομιλούν πίσω από το τζάμι της βιτρίνας.  Το τεχνητό ηχητικό εμπόδιο ανάμεσα τους, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μαγική προέκταση της σχέσης του θεατή του βωβού κινηματογράφου με τον δημιουργό. Εκεί, που τα λόγια δεν φτάνουν να ακουστούν, περισσεύουν τα συναισθήματα.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Ο γιος του Σαούλ-Saul fia

Από το πρώτο εξωτερικό πλάνο ημέρας, out of focus, έξω από το στρατόπεδο συγκέντρωσης και κατά την άφιξη των μελλοθάνατων για τα κρεματόρια Εβραίων, καταλαβαίνουμε ότι αυτή η ταινία για το Ολοκαύτωμα έχει ένα διαφορετικό τρόπο προσέγγισης. Μια κινηματογραφική αφήγηση ιδιαίτερη, ίσως εκκεντρική, αποφασισμένη όμως να βάλει στην άκρη όλα τα στερεότυπα, της μέχρι σήμερα φιλμογραφίας. Κλειστά, γεμάτα, κοντινά πλάνα, ζουμαρισμένα στο πρόσωπο ή στην πλάτη του πρωταγωνιστή, ακόμα και στην κίνηση του, ακόμα και όταν ο κάμεραμαν- με την κάμερα στο χέρι - δυσκολεύεται  να τον κρατήσει μέσα στο πλάνο. Καταιγιστικό μοντάζ, απουσία soundtrack, με τα αρχεία του ήχου γεμάτα από τις κραυγές των δημίων, τα βογγητά και τα ουρλιαχτά των θυμάτων, ήχους όπλων, γαυγίσματα, μετακινήσεις αντικειμένων, να «κουμπώνουν» στην εικόνα και να αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο της αποκάλυψης των κρυφών από τον φακό σημείων, με τρόπο σαφή και καταλυτικό.
Δυο παράλληλες ιστορίες, αυτή πρώτα, η γνωστή, το αποτρόπαιο έγκλημα, το πιο αποκρουστικό στην ιστορία της ανθρωπότητας, αυτή που δοκίμασε τα όρια και τις αντοχές αυτού του όντος που θέλει να ονομάζεται άνθρωπος, δοσμένη στο φόντο και με εικόνα αποσπασματική, θαμπή και φευγαλέα, σαν από μια χαραμάδα, έτσι που να πρέπει ο θεατής να παλέψει μαζί της για να την κάνει κτήμα του, να αισθανθεί την φρίκη της, καθώς περνάει γρήγορα, επαναλαμβανόμενα και βασανιστικά για τον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού του. Κατανοητή αλλά βαριά. Να σε απωθεί, αλλά να μην σε αφήνει να ξεκολλήσεις το βλέμμα σου από επάνω της. Και η δεύτερη ιστορία, η πάλη του Saul (Géza Röhrig)- του όμηρου της ομάδας των Sonderkommando,  εκείνων των Εβραίων των επιφορτισμένων από τους ναζί, να οδηγούν στους φούρνους και να καθαρίζουν τους χώρους από τα «κομμάτια», σύμφωνα με την ορολογία του στρατοπέδου, τα πτώματα των ομοθρήσκων τους- να σώσει από το κρεματόριο, το πτώμα ενός νεαρού Εβραίου, που έμοιαζε με τον γιο του, και να το θάψει, σύμφωνα με τους κανόνες της θρησκείας του. Μια πράξη ελεγχόμενη για τον ρεαλισμό της στον χώρο και στον χρόνο, ίσως καθοδηγούμενη από την απελπισία, ίσως από μια υπερφυσική εσωτερική δύναμη, που δεν έχει βέβαια σχέση με την διάσωση της ολοκληρωτικά χαμένης ανθρωπιάς, αλλά ίσως και σαν μια πράξη συμβολικής αντίστασης, λες και αν το πτώμα επέστρεφε τελετουργικά στο χώμα, στην φύση, η νίκη ενάντια στον σκοταδισμό θα ήταν καθοριστική.

Είναι υπερβολικό να μιλήσει κανείς για αισιόδοξο τέλος, ο Ούγγρος σκηνοθέτης
László Nemes προτιμά να κλείσει με συμβολικό τρόπο αυτό το αριστούργημα της έβδομης τέχνης. Σε καιρούς μαύρους, όπου τα πάντα τα σκιάζει η φοβέρα και τα πλακώνει η σκλαβιά, ένα καινούργιο βρέφος Μωυσής παρασύρεται από νερά του ποταμού, για να δώσει το σπρώξιμο που θα γεννήσει την ελπίδα. 

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Η επίσημη ιστορία-La historia oficial

Ξανά φέτος στις πάντα άψογα προσεγμένες επιλογές της Κινηματογραφικής Λέσχης Πεύκης, με την αργεντίνικη ταινία «Μια επίσημη ιστορία» (La historia oficial), του Luis Puenzo.
Αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, το 1983, και με νωπές ακόμα τις μνήμες της ήττας από τον πόλεμο στις Μαλβίδες (τα Φώκλαντς των εγγλέζων), ο λαός ξεσηκώνεται, γεμίζει τους δρόμους και τις πλατείες, ζητώντας την τιμωρία των πρωτεργατών της χούντας και των συνεργατών τους, αλλά και δικαιοσύνη για τους συγγενείς των αμέτρητων χαμένων αγωνιστών. Μια μαύρη σελίδα ακόμα ανοίγει, καθώς γίνεται γνωστό το πρωτοφανές σκάνδαλο των στρατιωτικών, να κλέβουν τα παιδιά που γεννιόντουσαν στις φυλακές από μητέρες κρατούμενες και να τα δίνουν για υιοθεσία σε ζευγάρια που βρισκόντουσαν κοντά στο καθεστώς. Οι γιαγιάδες, κυρίως, αυτών των χαμένων παιδιών οργανώθηκαν στο κίνημα των γυναικών της πλατείας του Μαΐου, για να απαιτήσουν την αποκατάσταση αυτού του εγκλήματος και την επιστροφή των παιδιών στις φυσικές τους οικογένειες.
Με κορμό αυτό το γεγονός, ο Luis Puenzo, με αυτήν την ταινία ακτινογραφεί την αργεντίνικη κοινωνία στα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια. Οι υπαρκτές αντιπαραθέσεις, πότε φαινομενικά συγκεκαλυμμένες και πότε να παίρνουν χαρακτήρα έντονο και ορμητικό, πότε σε χώρους μαζικούς, όπως στο χώρο της παιδείας- μιας και η πρωταγωνίστρια είναι καθηγήτρια Ιστορίας σε λύκειο του Μπουένος Άιρες- πότε στις παρέες ανάμεσα σε φίλους και  πότε σε χώρους ιδιωτικούς, στα πλαίσια της ίδιας της οικογένειας, αναδεικνύονται με σαφήνεια σε αυτό το μεταβατικό στάδιο, όπου το ευρύ πολιτικά ιστορικό γεγονός σημαδεύει τις ζωές καθημερινών ανθρώπων.
Χωρίς ιδιαίτερες σκηνοθετικές αρετές, εκτός από κάποια κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, με κάπως σκοτεινή φωτογραφία, αλλά με εξαιρετικές ερμηνείες από την πλειοψηφία των ηθοποιών, και με στρωτή αφηγηματική τεχνική, που δεν αφήνει το μελοδραματικό στοιχείο να κυριαρχήσει του καταγγελτικού,  ο Puenzo, κατορθώνει μέσα από το πρόσωπο της ηρωίδας του, της Alicia (Norma Aleandro), να αποτυπώσει στον κινηματογραφικό του φακό την αργή, βασανιστική ωρίμανση της απολίτικης αστικής τάξης  και  την μετατροπή της σε βασικό μοχλό κοινωνικής αλλαγής. Οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις ανάμεσα στο ζευγάρι δεν είναι τίποτε άλλο, πέρα από τις ωδίνες γέννησης του ύστερου περονισμού, που οδήγησε ως τις μέρες μας στην  επικράτηση του κιρχνερισμού.

Εν αναμονή, λοιπόν, για τον δεύτερο γύρο των εκλογών στην Αργεντινή στο τέλος του μήνα.   

Μέχρι τότε... μην χάσετε την επόμενη Τετάρτη, 11 Νοεμβρίου, στο Δημοτικό Θέατρο Πεύκης την επόμενη προβολή της Κινηματογραφικής Λέσχης Πεύκης, με την επίσης αργεντίνικη ταινία, του Nicolás Gil Lavendra, "Verdades Verdaderas" (Η ζωή της Estela), ένα αντιδικτατορικό δράμα με θέμα την ζωή της προέδρου των γυναικών της πλατείας Μαΐου, της Estela Carloto. Ενώ στο "La Historia oficial" η πρωταγωνίστρια είναι από τις "τυχερές" και "ωφελημένες", μιας και υιοθέτησε εν αγνοία της ένα από τα μωρά που η χούντα μοίραζε στους συμπαθούντες, στην περίπτωση της Estela Carloto, βλέπουμε από την ιστορία από την αντίθετη ακριβώς πλευρά.




Ολόκληρη η ταινία από εδώ

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

"Sciuscià"-Λούστρο Παπουτσιών

Δοκιμάζεται η φιλία του Pasquale (Franco Interlenghi) και του Giuseppe (Rinaldo Smodroni) των δυο μικρών παιδιών που είναι εγκλεισμένα στο αναμορφωτήριο, όμως ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ταινίας του Vittorio de Sica, "Sciuscià" (Λούστρο Παπουτσιών), είναι η ίδια η μεταπολεμική Ρώμη, αυτό το φάντασμα που κουβαλάει μέσα στην ήττα του, την ξεπεσμένη, μπουκωμένη φασιστική υπερβολή που προηγήθηκε,  και τους γκρεμισμένους ανθρώπους οι οποίοι  προσπαθούν να βρουν τον βηματισμό τους, παλεύοντας  για μια χαραμάδα, που να τους επιτρέπει ονειρευτούν.
Από τα πρώτα πλάνα, με τις σκηνές στον δρόμο, στην αγορά, στα στέκια των μικρών λούστρων, με τους Αμερικανούς στρατιώτες να κατέχουν την πολύτιμη πραμάτεια, σοκολάτες, κουβέρτες,  και στις όχθες του Τίβερη με την εργατική τάξη και τους μικροπαραβάτες, ο θεατής καταλαβαίνει ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τίποτε φτωχοδιάβολους, του στυλ Όλιβερ Τουίστ.
Το αναμορφωτήριο, μια χωματερή ανθρώπινων κουρελιών, όπου η κοινωνία ξεμπερδεύει με αυτούς που δεν μπορεί να εντάξει, οι δίκες εξπρές, οι άνθρωποι-μικροί και μεγάλοι- που δεν μπορούν να καταλάβουν το ιστορικό παιχνίδι μέσα στο οποίο είναι μπλεγμένοι. Η επιβλητική εσωτερική αυλή της φυλακής, το εντυπωσιακό κτήριο των δικαστηρίων και δίπλα οι ρακένδυτοι πρωταγωνιστές, οι κυνικοί δικηγόροι, οι δικαστές «ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε».
Τα τελευταία εξωτερικά νυχτερινά πλάνα όπου κορυφώνεται το δράμα και οι δυο φίλοι έρχονται αντιμέτωποι με την ίδια τους την μοίρα, μάρτυρες και οι δυο της στρεβλής εξουσιαστικής λογικής που τους περιβάλλει,  δίνουν την εντύπωση ότι είναι γυρισμένα σε στούντιο με την άρτια εικαστική τελειότητα τους.
Γρήγορο μοντάζ, ασπρόμαυρη νεορεαλιστική φωτογραφία, αριστοτεχνική σκηνοθετική καθοδήγηση πλήθους κομπάρσων και ερασιτεχνών ηθοποιών. Μια πολιτική ταινία γεμάτη ένταση, αγωνία και πλήθος λυρικών στοιχείων.

Το βλέμμα και η παρουσία της παιδίσκης  Nannarella (Anna Pedoni) να ακολουθεί πεζή την κλούβα που παίρνει για την φυλακή τον μικρό της φίλο, μπορεί να συγκριθεί μονάχα με την Anna Magnani στο άλλο αριστούργημα του ιταλικού νεορεαλιστικού κινηματογράφου, «Roma città aperta» (Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη), του RobertoRossellini.





Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Η Σειρήνα του Μισισιπή-La sirène du Mississipi

«Η Σειρήνα του Μισισιπή» (La sirène du Mississipi) (1969), του François Truffaut, είναι μια από τις ταινίες που θα μπορούσαν να ορίσουν τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Ένα καλοβαλμένο, σκηνοθετικά άρτιο και  με πολλές ανατροπές θρίλερ Χιτσκοκικού τύπου, με πάμπολλες καταδύσεις στην λίμνη των αναπάντητων ερωτημάτων που βασανίζουν τους ανθρώπους και την τέχνη. Τι είναι αγάπη; Τι είναι πάθος; Ποια είναι η εφαπτομένη τους; Ποιος από τους δυο εκμεταλλεύεται και χρησιμοποιεί τον άλλον; Χαϊδεύει τελικά ο κινηματογραφικός φακός τον αδίστακτο «κακό» της ιστορίας;
Τι αγαπάει ο Louis Mahé (Jean-Paul Belmondo) στην Marion Vergano (Catherine Deneuve), η οποία του εμφανίστηκε, ως Julie Roussel- η κοπέλα που αρραβωνιάστηκε δια αλληλογραφίας -και όταν αυτή κατέφτασε στο εξωτικό νησί Reunión, δίπλα στην Μαδαγασκάρη,  για να τον παντρευτεί, αποδείχθηκε ότι ήταν μια πόρνη, η οποία έκλεψε όλη την περιουσία του. Το θεϊκό της κορμί; Το ότι ήταν τόσο τρωτή και ευάλωτη έχοντας ζήσει δύσκολα παιδικά χρόνια σε ιδρύματα και μη έχοντας νιώσει ποτέ την ανθρώπινη ζεστασιά; Ή μήπως ερωτεύθηκε την «περιπέτεια» και την ζωή του τυχοδιώκτη, αυτός, ένας ανέραστος ιδιοκτήτης καπνεργοστάσιου, που στην ζωή του ποτέ δεν είχε απομακρυνθεί από την βραχονησίδα του Ινδικού ωκεανού, που αποτελούσε τις υπερπόντιες κτήσεις της Γαλλικής αυτοκρατορίας;
Και η Marion Vergano; Μπορεί να τον αγαπήσει δίχως τα λεφτά του; Αγαπάει μονάχα τα λεφτά; Τον θέλει δίπλα της σαν εραστή, σαν προστάτη, σαν συνένοχο; Τον θέλει μονάχα γιατί την θέλει εκείνος απεγνωσμένα; Ξέρει να χρησιμοποιήσει την ομορφιά της για ίδιον όφελος... όπως όφειλε να ξέρει μια τέτοια καλλονή; Ξέρει τα όρια στα οποία μπορεί να φτάσει το πάθος ενός ανθρώπου ή τα δοκιμάζει μέχρι να σπάσει το σκοινί και να παρασύρει μαζί του και εκείνη;

Μια από τις ομορφότερες ερωτικές εξομολογήσεις στην ιστορία του κινηματογράφου αυτή που ο Jean-Paul Belmondo περιγράφει αυτό που βλέπει επάνω στην Catherine Deneuve... την φυλακή του και την ελευθερία του.

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Yossi & Jagger

Σύγχρονος ισραηλινός κινηματογράφος από τις «Νύχτες πρεμιέρας 2015», στο 21ο φεστιβάλ κινηματογράφου της Αθήνας», παρουσία του σκηνοθέτη Eytan Fox, στην ταινιοθήκη της Ελλάδος. Η ταινία “YossiJagger”, του 2002, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, περιγράφει την ομοφυλοφιλική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δυο στρατιώτες που υπηρετούν σε ένα ακριτικό φυλάκιο, σε εμπόλεμη ζώνη, στα βόρεια σύνορα της χώρας.
Η αρνητική αποδοχή της ομοφυλοφιλικής σεξουαλικότητας μέσα στην κοινωνία  και μάλιστα στην προκειμένη περίπτωση πολύ περισσότερο, από την υπέρ-συντηρητική σκοπιά του στρατεύματος, προσδίδει,  πέρα από τις κλασικές προκαταλήψεις και στοιχεία έλλειψης ανδρισμού-γενναιότητας.  Οι δυο νέοι επιλέγουν να κρυφτούν, ο ένας μέσα από μια ψεύδο-συμπεριφορά αντρίλας-βαρβατίλας και ο άλλος επιλέγοντας την σιωπή και την απομόνωση.
Η οπτική του σκηνοθέτη έχει να κάνει με την ισότιμη, ελεύθερη, συναινετική ερωτική συνεύρεση μεταξύ ενήλικων ανθρώπων, σε αντιδιαστολή με την εξουσιαστική, καταπιεστική ερωτική πράξη, όπου ο ιεραρχικά ανώτερος και δυνατότερος, είτε κοινωνικά, είτε οικονομικά, είτε σωματικά, επιβάλλεται  στον άλλο με φανερή ή σκιώδη βία. Και αυτό ανεξάρτητα από το φύλο, όπως αφήνει να εννοηθεί ότι συμβαίνει, στην ολιγόλεπτη επαφή ανάμεσα στον συνταγματάρχη και στην «χαριτωμένη» στρατιωτίνα.
Ευτυχώς ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, η ευαισθησία είναι προνόμιο ελεύθερων- στο μυαλό-ανθρώπων.  

Πολύ λειτουργική και στρωτή η χρήση της κάμερας στους στενάχωρους χώρους του bunker και η φωτογραφία στα δύσκολα χιονισμένα τοπία.

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Sunflower Seeds

Θερινό σινεμά, στην αυλή του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων και στα πλαίσια των ντοκιμαντέρ της Πέμπτης, έγινε η προβολή  της πολύ αξιόλογης  και βραβευμένης μικρού μήκους ταινίας του Αντώνη Τολάκη, Sunflowers seeds,  παρουσία του σκηνοθέτη.
Γυρισμένη στα τέλη του 2012, περιγράφει την ζωή μιας ομάδας παιδιών μεταναστών από το Αφγανιστάν, ενώ προσπαθούν να επιβιώσουν στο αφιλόξενο περιβάλλον του κέντρου της Αθήνας.  Μια ευαίσθητη, πολύ ανθρώπινη προσέγγιση, ενός προβλήματος που δεν μπορεί να λυθεί με κανένα μαγικό ραβδί, αλλά που όμως δεν παύει να αποτελεί βαρόμετρο πολιτισμού για τις κοινωνίες υποδοχής.
Ο φακός του Αντώνη Τολάκη ανατέμνει την παιδική ψυχή, καθώς τα ακολουθεί στους δρόμους του «μεροκάματου» και καταφέρνει να βγάλει στην επιφάνεια τους φόβους και τις ανησυχίες τους, το άγχος της καθημερινότητας, αλλά και  τις ελπίδες τους, ακόμα- ακόμα και τις φιλοδοξίες που έχουν για το μέλλον τους. Μια καταγραφή της βίαιης ωρίμανσης τους μέσα  στον επιεικώς αδιάφορο έως ανοιχτά εχθρικό περίγυρο, με την κάμερα να τρυπώνει σχεδόν αόρατη ανάμεσα στην δουλειά, στα τρεξίματα, στα  παιχνίδια τους, στα παλέματα τους, στις τσάρκες τους και να αναδεικνύει τους διαφορετικούς τους χαρακτήρες, την αθωότητα,  που επιμένει να ακτινοβολεί σε πείσμα των αντίξοων συνθηκών στις οποίες καλούνται να ζήσουν.
Μια κινηματογραφική αφήγηση στρωτή, με γρήγορες εναλλαγές πλάνων-σε κάποιες περιπτώσεις η κάμερα στο χέρι- στιβαρή φωτογραφία, και –επιτηδευμένα- σε πλήρη αναντιστοιχία με τους διαλόγους των μικρών, φορτώνει τον θεατή με πολλές πληροφορίες σε ελάχιστο χρόνο (μόλις μισή ώρα), μιας και αυτό που φτάνει στον εγκέφαλο δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από αυτό το τρυφερό άγγιγμα  ζωής. Το Πεδίο του Άρεως, η πλατεία Βικτωρίας, η πλατεία Συντάγματος, η Ερμού, δανείζονται από τους μικρούς πρωταγωνιστές λίγη από αυτήν την «μαγκωμένη» ανεμελιά τους και επιστρέφουν εικόνες ζωντανές γεμάτες συναίσθημα.

Δύσκολο και απόλυτα επιτυχημένο εγχείρημα, αν αναλογιστεί κανείς τις δυσκολίες διαχείρισης του έμψυχου υλικού, αλλά και τις πολιτικές συνθήκες, με την ξενοφοβία στο απόγειο της. Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη, ο κινηματογράφος μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, όταν καταφέρει να αλλάξει πρώτα κάθε άνθρωπο χωριστά.

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Η οικογένεια Μπελιέ-La famille Bélier

Έξυπνη, σύγχρονη, σεναριακή ιδέα, στακάτοι διάλογοι, γρήγορο- αλλά συμβατικό- μοντάζ, σοβαρή, γραμμική  κινηματογραφική αφήγηση με ρυθμό, που σιγά-σιγά δυναμώνει, μέχρι που φτάνει στην κορύφωση του happy end και καλές ερμηνείες.  Ειδικά εδώ ξεχωρίζουν οι δευτερεύοντες ρόλοι, όπως του καθηγητή ωδικής Fabien Thomasson από τον Eric Elmosnιno. Όμως… τι συμβαίνει με αυτήν την γαλλική  κομεντί, όπως και με την περσινή- το «Θεέ μου,τι σου κάναμε;»- που έρχονται να μας δροσίσουν στους θερινούς κινηματογράφους, εν μέσω καύσωνα και τελικά εκτός από τα γελάκια και την «προσυμφωνημένη» στα πλαίσια του political correct στάση μεταξύ δημιουργών και «καταναλωτικού» κινηματογραφόφιλου κοινού, στο τέλος αφήνουν μια αίσθηση φευγαλέας ανολοκλήρωτης προσπάθειας;
Ίσως δεν φτάνει μονάχα αυτή η «καθώς πρέπει» στάση, που είναι κατοχυρωμένη μέσα στα πλαίσια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, στην διαχείριση ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τα δικαιώματα, τις ιδιαιτερότητες και  τα προβλήματα ομάδων του πληθυσμού που ζουν με κάποια μορφής αναπηρία, όσο η δημιουργία προϋποθέσεων για την καλύτερη ενσωμάτωση τους. Βέβαια ο ρόλος της τέχνης, που είναι η ανάδειξη αυτών των καταστάσεων, απέχει χιλιόμετρα από την χιουμοριστική προσέγγιση τους και ιδιαίτερα όταν το κάνει δημιουργώντας χαρακτήρες καρικατούρες.
Πέρα όμως από αυτές τις γενικές παρατηρήσεις ο Eric Lartigau- ίσως υπερεκτιμώντας τις δυνατότητες του- αποφασίζει να κρατήσει πολλά καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη. Εκτός από το βασικό του θέμα, τα προβλήματα που δημιουργούνται σε μια οικογένεια κωφαλάλων, όταν η «υγιής» (επειδή ακούει και μιλάει)  έφηβη κόρη τους αποφασίζει να εγκαταλείψει το χωριό και την βοήθεια που παρέχει στην οικογενειακή επιχείρηση-φάρμα, για να πάει να σπουδάσει τραγούδι στο Παρίσι, έπειτα από την συμβουλή του καθηγητή μουσικής στο σχολείο, θεωρεί αναγκαίο να ασχοληθεί επίσης,  με τα πρώιμα εφηβικά ερωτικά σκιρτήματα, με τις ανασφάλειες και τις απογοητεύεις αυτής της ηλικίας,  τις συγκρούσεις γονιών-εφήβων μέχρι και… την καταγγελία του «παλιού» διεφθαρμένου πολιτικού προσωπικού, στο πρόσωπο του δήμαρχου του χωριού, ενός ξεπερασμένου, γλοιώδη λαϊκιστή, ο οποίος βρίσκεται σε σύγκρουση με τον κωφάλαλο πατέρα, όταν ο δεύτερος αποφασίζει να κατέβει ως υποψήφιος στον πολιτικό στίβο. Ειδικά αυτή η τελευταία «εκτροπή» της ταινίας, την κάνει να «ξεχειλώνει» και  μένει σε εκκρεμότητα μέχρι τους τίτλους του τέλους, όπου βλέπουμε, απλώς, σε φωτογραφία τον πατέρα να καμαρώνει, ως νέος δήμαρχος, φορώντας την κορδέλα με την γαλλική σημαία περασμένη στον κορμό του.

Πολύ ξεχωριστές και πραγματικά αξίζουν οι σκηνές, όπου ο θεατής βλέπει την εικόνα χωρίς ήχο, όπως ακριβώς οι κωφάλαλοι πρωταγωνιστές, τα παιχνίδια του σεναρίου με την νοηματική γλώσσα, που μεταφράζεται σε υπότιτλους, άλλοτε κυρίαρχη και άλλοτε συμπληρωματική, μεταφέροντας  πληροφορίες και συναισθήματα.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015

La isla mínima-Το μικρό νησί

Από τις αεροφωτογραφίες με τις κατόψεις των ελωδών εκτάσεων των εκβολών του Γουαδαλκιβίρ, στην Ανδαλουσία, μέχρι τα βροχερά κλειστοφοβικά πλάνα του μικρού χωριού, που στοιχειώνουν οι εξαφανίσεις και οι δολοφονίες  έφηβων κοριτσιών.
Μια χώρα που παλεύει στα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια να βρει τον βηματισμό της. Μια κοινωνία επαρχιακή, εσωστρεφής, μαθημένη να ζει στην υποκρισία και στον φόβο, έρχεται αντιμέτωπη με το καινούργιο, καλείται να ξεπεράσει χρόνια ριζωμένες προκαταλήψεις, να τολμήσει να προσαρμοστεί στον αέρα της δημοκρατίας, που έρχεται από την πρωτεύουσα.
Δυο αστυνομικοί από την Μαδρίτη, του τμήματος των ανθρωποκτονιών, δυο παράλληλοι κόσμοι αντίθετοι, καταδικασμένοι όμως να βαδίσουν παράλληλα για την εξιχνίαση των εγκλημάτων σε πρώτο επίπεδο, αλλά και προπομποί της νέας κατάστασης, που θα προκύψει από την παραδοχή των λαθών του τυραννικού καθεστώτος, αλλά και τον συμβιβασμό της δημοκρατίας να πατήσει επάνω του, μιας και το κράτος οφείλει να έχει συνέχεια.
Ο Alberto Rodríguez υπογράφει ένα ζυγισμένο αστυνομικό δράμα με πολιτικές προεκτάσεις, ενώ ταυτόχρονα με την πλοκή και την αριστοτεχνική αφήγηση καταφέρνει να περιγράψει εξονυχιστικά τους δυο πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, τον Juan (Javier Guttiérez) έναν μεσήλικα αστυνομικό που συνεργάστηκε με το φασιστικό καθεστώς του Franscisco Franco, όπως όλοι άλλωστε οι αστυνομικοί κάνουν… από καταβολής κόσμου και τον Pedro (Raul Arévalo), ένα νεαρό ιδεολόγο αστυνομικό, φορέα μιας εκσυγχρονιστικής αντίληψης για την εξουσία, για την ασφάλεια και την προστασία του πολίτη.

Οι βάλτοι του ποταμού και των παραποτάμων του, καθώς οι υπηρέτες του νόμου αγωνίζονται για να διαλευκάνουν την υπόθεση με συνεχή πισωγυρίσματα, με πλάνες, απογοητεύσεις και παλινωδίες, γίνονται το θέατρο της- με ωδίνες- ωρίμανσης μιας οπισθοδρομικής συντηρητικής κοινωνίας, μέσω της απελευθερωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο, εύρεσης του ενόχου και της τιμωρίας του. Στην τελική σκηνή, ο μεσήλικας αστυνομικός «καθαρίζει» για το ατιμωτικό παρελθόν του, μια πράξη που στρέφεται ενάντια σε ότι κράτησε δεμένη την χώρα για 40 ολόκληρα χρόνια.

Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Travolti da un insolito destino nell'azzurro mare d'agosto-Swept away

Ένα χρόνο μετά το “Film d’ amore e d’ anarchia”, το 1974, η Lina Wertmüller, με την ίδια πρωταγωνίστρια, σκηνοθετεί μια ακόμα «Ιστορία έρωτα και αναρχίας», αυτή την φορά όχι στον λούμπεν κόσμο ενός οίκου ανοχής, ούτε σε ταραγμένη πολιτικά περίοδο με τις φασιστικές ιδέες και πρακτικές στο προσκήνιο, αλλά μέσα στο γαλάζιο του μεσογειακού κατακαλόκαιρου και με κάποιες από τις ιδέες της Αριστεράς να έχουν διεισδύσει έστω και… εξ απαλών ονύχων σε κάποια διανοούμενα στρώματα της μεγαλοαστικής τάξης, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για μια κοινωνική ειρήνη… που λογαριάζει όμως χωρίς τον ξενοδόχο. Τις ακραίες φωνές και από τις δυο πλευρές, που επιμένουν να αυτοπροσδιορίζονται με βάση την ταξική καταγωγή τους και… όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, να εξαπολύουν πόλεμο μέχρις εσχάτων για την ολοκληρωτική υποταγή του αντιπάλου.
Η Raffaella (Mariangela Melato), μια όμορφη ξανθιά από το Μιλάνο, κάνει διακοπές με τον σύζυγό της και τους φίλους της σε ένα γιωτ στην Μεσόγειο και δεν χάνει την ευκαιρία να υποτιμά, να ειρωνεύεται και να κακομεταχειρίζεται  τα μέλη του πληρώματος και ιδιαίτερα τον μαρξιστή και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, τον ναύτη Gennarino (Giancarlo Giannini), που συν τοις άλλοις είναι και από τον Νότο της χώρας. Η ατυχία… ή η τύχη τα φέρνει έτσι ώστε να ναυαγήσουν οι δυο τους σε ένα έρημο, ακατοίκητο ξερονήσι. Ο αγώνας για την επιβίωση θα μετατραπεί σε ένα πολυεπίπεδο αγώνα κυριαρχίας, όπου εξ’ ορισμού το πάνω χέρι έχει ο αντικειμενικά ισχυρότερος «παίκτης». Η ανεξέλεγκτη βία, ο εξευτελισμός του εχθρού και η περιθωριοποίηση του φαίνεται τώρα να λειτουργεί πάλι καλά, να δημιουργεί ένα αποδεκτό μορατόριουμ, όπως σε συνθήκες φυσιολογικές, αλλά από την αντίθετη πλευρά. Και πάλι όμως στο τέλος, η αλαζονεία της δύναμης θα οδηγήσει αυτόν που την εξασκεί στην καταστροφή. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στο κοινωνικό επίπεδο, έτσι και στο ατομικό, το ξεπέρασμα των ορίων ενεργοποιεί τους μηχανισμούς εκείνους που θα γυρίσουν την ιστορία.
Ο φακός της Wertmüller ακολουθεί συστηματικά όλα τα στάδια της μετατροπής του Gennarino από καταπιεζόμενο σε καταπιεστή και την Raffaella να κατεβαίνει σταδιακά και να βυθίζεται στην ανυπαρξία της ελεύθερης βούλησης, στα πρότυπα της αλυσοδεμένης εργατικής τάξης. Αρχικά αντιδρά, βρίζει, αργότερα επιτίθεται, παλεύει, μετά υπηρετεί βουβά, ανήμπορη να αντιδράσει και στο τέλος φτάνει να «αγαπήσει» τον εκμεταλλευτή της, οριστικά μεταλλαγμένη, να έχει ταυτιστεί με τον ίδιο της τον δήμιο.
Μια αλληγορική ταινία, με σφιχτοδεμένο μοντάζ, υπέροχα πλάνα, εξαιρετικές ερμηνείες, γεμάτη με υπαινιγμούς, που χρησιμοποιεί το δίπολο αρσενικό-θηλυκό, εξουσιαστής-εξουσιαζόμενος, σαν όχημα για μια αντικειμενική πολιτική αφήγηση, με κοινωνικές προεκτάσεις.

Ατυχής η ελληνική μετάφραση του τίτλου «Η κυρία και ο ναύτης».

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας 2014

Στο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας του 2014 μας … ταξίδεψε η Κινηματογραφική Λέσχη Πεύκης και έκλεισε για την περίοδο 2014-2015 τις προβολές της, ανανεώνοντας το ραντεβού για το ερχόμενο φθινόπωρο.

Επτά βραβευμένες ταινίες,  σε διάφορες κατηγορίες, τέσσερις  μυθοπλασίας, μια ντοκιμαντέρ, μια κινουμένων σχεδίων, αλλά και μια μυθοπλασίας σπουδαστική, οι περισσότερες στυλιστικά άρτιες, με προσεγμένο σενάριο, σύγχρονη ματιά και κυρίως πρωτότυπη δημιουργική διάθεση, αναδεικνύουν τις ικανότητες των δημιουργών τους και προσφέρουν ψυχαγωγία, προβληματισμό, αλλά και εξοικείωση με καινούργιες φόρμες παραγωγής βίντεο, εναλλακτικής διήγησης και μέσων καταγραφής εικόνας και ήχου.

Η «Προσευχή» του Θανάση Νεοφώτιστου, σπουδαστική μυθοπλασία, παρουσιάζει με ρεαλιστικό τρόπο, με ένα θέμα πάντα επίκαιρο, την ενδοσχολική βία και τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται από τον θύτη και από το θύμα.

Η ξεχωριστή ταινία, «The immortalizer», του Μάριου Πιπερίδη, στην κατηγορία «Έλληνες του κόσμου», μυθοπλασία, αναφέρεται στο τέλος του 19ου αιώνα στην Κύπρο, στις σχέσεις ανάμεσα στις δυο κοινότητες και στην φωτογραφική τέχνη που εκείνο τον καιρό … κατάφερνε να «ανασταίνει» ακόμα και πεθαμένους. Ενδιαφέρουσα άποψη, με τον κινηματογραφικό φακό να ταυτίζεται με τον φωτογραφικό, προσδίδοντας έτσι μαγεία και υπερβατικότητα στην «θεραπεία»… μέσω του σκοτεινού θαλάμου. Εξαιρετική παραγωγή, η mise en scene με τα κοστούμια, το σκηνικό, τους φωτισμούς και την κίνηση των ηθοποιών, να αιχμαλωτίζουν το βλέμμα του θεατή.
Η ταινία υπάρχει ολόκληρη στο youtube.



Το  «Drag me» του Νίκου Κέλλη, ένα animation, που παρακολουθεί τα βήματα μιας νέας κοπέλας, καθώς περιπλανιέται στις κακόφημες γειτονιές της σύγχρονης Αθήνας. Η «εκτός των τειχών» πόλη, με την αποξένωση, την ορατή και αόρατη βία, μέσα από ένα στιβαρό σχέδιο και ανάλογο υπόγειο μουσικό soundtrack, από την the you and what army faction band.



Το βιωματικό  πειραματικό, ντοκιμαντέρ του Γιάννη Πόθου, «Όταν αρχίζει το τραγούδι», παρακολουθεί την επίδραση της μουσικής ή πιο σωστά της μουσικής παιδείας σε άτομα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.


Η ταινία «Maasai», μυθοπλασία, του Χάρη Λαγκούση, γυρισμένη εξ’ ολοκλήρου μέσα σε μια αίθουσα αναμονής χειρουργείου, αποτελεί ένα παζλ διάσπαρτων εσωτερικών συγκρούσεων ανάμεσα σε δυο αδελφούς, όχι τόσο γιατί πρόκειται για δυο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες, αλλά γιατί μέσα από αυτούς εκφράζεται η γενικότερη ασυνεννοησία της σύγχρονης εποχής. Υπαινικτικό σενάριο και εξαιρετικός στον ρόλο του μεγάλου αδελφού ο Νίκος Γεωργάκης.

Στις «Τρεις αυγουλιέρες παραλίγο τέσσερις», μια μυθοπλασία του Κωνσταντίνου Σαμαρά, έχουμε μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση στο αλλόκοτο. Ο κινηματογραφικός φακός γίνεται το όχημα για την περιγραφή αδήλωτων συναισθημάτων, διαμέσου εκκεντρικών καταστάσεων και λεπτού χιούμορ. Δυο συλλέκτες … θηκών αυγών συναντιόνται, ερωτεύονται και χωρίζουν, χωρίς να αγγίζουν ή να αγγίζονται από ότι τους περιβάλει.


Στο «For eternity», της Μαρίας Λάφη, έχουμε μια επαφή με την μετά θάνατον ζωή, όπου δυστυχώς συνεχίζουν να κατατρέχουν το ανθρώπινο είδος τα ίδια προβλήματα επικοινωνίας, οι ίδιες παρεξηγήσεις, οι ίδιες αδυναμίες … απλώς δεν έχουν παρενέργειες σε φυσικό επίπεδο. Ασπρόμαυρος κόσμος με πινελιές κόκκινου- οι εκκρεμότητες που άφησαν πίσω τους οι πεθαμένοι - ρυθμικές χορευτικές κινήσεις και ανεμελιά κατασκήνωσης. 

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Ό, τι απομένει-Was bleibt

Ακροβατισμοί επάνω σε τεντωμένο ψυχολογικό σκοινί και «μπεργκμανική» μανιέρα, από τον Hans-Christian Schmid, στην ταινία  του 2012, «Was bleibt» (Ό, τι απομένει), που προβλήθηκε από την Κινηματογραφική Λέσχη Πεύκης, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε.
Η Gitte (η εξαιρετική Corinna Harfouch) ανακοινώνει στον σύζυγο της και στους δυο ενήλικους γιους της, ότι με την καθοδήγηση μιας εναλλακτικής θεραπεύτριας, της ομοιοπαθητικής και του βελονισμού, διέκοψε τα φάρμακα που έπαιρνε για πάνω από 30 χρόνια για την αντιμετώπιση μιας μανιακής κατάθλιψης. Η αντίδραση των συγγενών της σε αυτήν πρωτοβουλία, η οποία όπως φαίνεται, πρόκειται –ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν- να επηρεάσει την ζωή όλων, θα φέρει στην επιφάνεια τις ανισορροπίες, τις πικρίες, τα μυστικά και γενικά όλη την καταπιεσμένη πραγματικότητα και των υπόλοιπων μελών της οικογένειας. Μια υπενθύμιση, ότι οι λεγόμενες «ψυχοπαθολογικές» παρεκτροπές έχουν την ρίζα τους στο κοινωνικό πλαίσιο που είναι ενταγμένο το άτομο. Η «επανάσταση» της Gitte δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο καταλύτης για την αυτογνωσία των υπολοίπων. Η σκηνοθεσία στοχεύει ακριβώς εκεί και αυτό είναι ολοφάνερο, ειδικά στο δεύτερο μισό της ταινίας, όπου με την εξαφάνιση της, ο φακός στρέφεται αποκλειστικά επάνω στις δικές τους παθογένειες. Μέχρι τότε τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα επάνω της, κάνοντας την να αισθάνεται σαν πειραματόζωο και ταυτόχρονα με την δική της «χημική ιδρυματοποίηση»   να επιτυγχάνεται το «ξέπλυμα» των δικών τους ψυχικών φορτίων.

Εσωτερικές συγκρούσεις, συναισθήματα που δεν εκφράζονται με το σώμα, συγκρατημένες ερμηνείες από την πλευρά των ηθοποιών. Κλιμακούμενη ένταση, αγωνία, κάποια στοιχεία θρίλερ- όπως τα πλάνα με την κάμερα στο χέρι να ακολουθεί τον μεγάλο γιο Marko (Lars Eidinger), νύχτα στο δάσος με φορητό φακό, να ψάχνει για την μητέρα του και ταυτόχρονα την επιστροφή στην παιδική του ηλικία- από την πλευρά της σκηνοθεσίας, να υπηρετεί με συνέπεια και φαντασία, χωρίς να πέφτει σε μελοδραματικές παγίδες, το αρκετά «ψαγμένο» σενάριο του Bernd Lange.

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Ρώσικη Κιβωτός-Russkiy kovcheg

Από την New Star- στον δυστυχώς άδειο από θεατές κινηματογράφο Studio- η εκκεντρική ταινία του Aleksandr Socurov, «Ρώσικη κιβωτός» (Russkiy kovcheg), του 2002.
Ο σκηνοθέτης, σε ένα δύσκολο εγχείρημα, κινηματογραφεί σε ένα μοναδικό πλάνο 90 περίπου λεπτών ολόκληρη την ταινία και παντρεύει το φανταστικό με το πραγματικό, την ιστορική αφήγηση με την ξενάγηση μέσα στο μουσείο Ερμιτάζ, τις καλές τέχνες με την πολιτική. Στο κινηματογραφικό του πλατό συνυπάρχουν ηθοποιοί που ερμηνεύουν ιστορικά πρόσωπα, αμέτρητοι- πάνω από 2000- κομπάρσοι, τρεις ορχήστρες και σύγχρονοι ρώσοι ... που ερμηνεύουν τον εαυτό τους. Πρόκειται για μια real time καταγραφή στιγμών, των τελευταίων δυο αιώνων της ρώσικης ιστορίας. Οι αίθουσες του μουσείου, οι χώροι του γενικά, τα κλιμακοστάσια, οι αποθήκες του, τα εκθέματα του, ζωντανεύουν τα γεγονότα στα οποία πρωταγωνίστησαν.
Ο κινηματογραφικός φακός είναι τα μάτια ενός αόρατου, από τους πάντες, σύγχρονου ρώσου, ο οποίος συνδιαλέγεται και ακολουθεί τον Marquis de Custine (Sergey Dreyden), ένα γάλλο διπλωμάτη του 19ου αιώνα. Οι πληροφορίες, που φτάνουν- δια μέσου αυτής της παράξενης αλυσίδας- στα μάτια και στα αυτιά του θεατή, έχουν ταυτόχρονα την αμεσότητα ενός ντοκιμαντέρ και την υποκειμενικότητα των προσώπων της ιστορικής περιόδου που καταγράφεται. Ταυτόχρονα, το μονοπλάνο επιτρέπει την απρόσκοπτη εναλλαγή ύφους ανάλογα με το ιστορικό πλαίσιο που πραγματεύεται.
Έχουμε μια τεράστια ποικιλία κινήσεων steadicam, πολλά τράβελινγκ,  με προεξάρχουσα όμως την προς τα εμπρός κίνηση. Γι’ αυτό και η αντιδιαστολή με τα τελευταία λεπτά της ταινίας, όπου έχουμε την έξοδο από τα Χειμερινά Ανάκτορα, μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής επανάστασης, όπου  γίνεται με συνεχόμενη προς τα πίσω κίνηση, οπισθοχώρηση.
Τα κάδρα είναι κυρίως μεσαία ή μεσαία μακρινά, πολύ γεμάτα και επιτρέπουν στον θεατή να σαρώσει το πλάνο και να επιλέξει στο που θα επικεντρωθεί, απαιτεί λοιπόν  την συμμετοχή του στην εξέλιξη, σαν να του επιβάλλει ένα είδος «εγκεφαλικού μοντάζ».

Πρόκειται για μια πάρα πολύ δύσκολη παραγωγή, όπως διαβάζουμε από τα παραλειπόμενα, το μουσείο Ερμιτάζ έμεινε κλειστό μόνο για μια μέρα και η ταινία γυρίστηκε με την τρίτη προσπάθεια. Στα αξιοπερίεργα, ο σκηνοθέτης και ο εικονολήπτης δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα, στο συνεργείο ακολουθούσε συνέχεια και ο μεταφραστής. 



Ολόκληρη η ταινία με αγγλικούς υπότιτλους από εδώ

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Ένα σπίτι με θέα στην θάλασσα-Una casa con vista al mar

Με την ταινία από την Βενεζουέλα «Ένα σπίτι με θέα στην θάλασσα» (Una casa con vista al mar), του Alberto Arvelo, συνέχισε τις προβολές, η Κινηματογραφική ΛέσχηΠεύκης.
Η ιστορία συμβαίνει κάπου στα μέσα του 20ου αιώνα,  σε μια περιοχή κάπου στους πρόποδες των Άνδεων, μακριά από την θάλασσα. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, ο φτωχός αγρότης και βιολιτζής Tomás Alonso (Imanol Arias) μένει με τον έφηβο γιο του, Santiago (Leandro Arvelo), να προσπαθούν να ζήσουν με μόνο «κεφάλαιο» ένα ζευγάρι βόδια. Η σύγκρουση με τον πλούσιο γαιοκτήμονα της περιοχής, τον señor Homero (Alejo Felipe), θα οδηγήσει τον πατέρα στην φυλακή και τον γιο σε έναν αγώνα επιβίωσης. Η λύτρωση θα έρθει με έναν… από μηχανής θεό, στην περίπτωση αυτή, το σαραβαλιασμένο φορτηγάκι του πλανόδιου φωτογράφου Sebastian (Gabriel Arcand), ενός Βορειοαμερικάνου, που περιπλανιέται στο μέρος αυτό, και κερδίζει το ψωμί του, αποτυπώνοντας στο χαρτί οικογενειακές φωτογραφίες με την πρωτόγονη κάμερα που διαθέτει.
Η Λατινοαμερικάνικη παράδοση είναι πλούσια σε ιστορίες σοσιαλιστικού ρεαλισμού και αυτή η ταινία συνεχίζει σε αυτό το μοτίβο. Πρόκειται για μια κριτική απέναντι στο φεουδαρχικό καθεστώς, στην δύναμη που έχουν και χρησιμοποιούν οι οικονομικά ισχυροί σε βάρος των αδύναμων, στην ανάγκη των φτωχών να τα έχουν καλά με τα «αφεντικά», στον ρόλο της αστυνομίας και της δικαστικής εξουσίας, που ουσιαστικά προστατεύουν με το αζημίωτο την άρχουσα τάξη. Παράλληλα, στο πρόσωπο του νεαρού Santiago έχουμε την αργή επίπονη συνειδητοποίηση της αγροτικής τάξης και την ανάγκη της να βρει τα «εργαλεία» για να ερμηνεύσει την κακοδαιμονία της. Το όνειρο πατέρα-γιου να βρεθούν στην απέραντη ελεύθερη θάλασσα, που ποτέ δεν την έχουν δει,  ουσιαστικά ταυτίζεται με το όνειρο τους να ξεφύγουν από την ζοφερή τους πραγματικότητα.

Όμορφη στιβαρή φωτογραφία με ζεστά χρώματα  ιδιαίτερα στα εσωτερικά γυρίσματα. Πολλές σιωπές που αποδίδονται στο μοντάζ με παρατεταμένο με σβήσιμο κάδρων και άνοιγμα καινούργιων. Αρκετά πλάνα με συμβολισμούς, όπως αυτά με την ωρίμανση του σταριού που παραπέμπει στην σταδιακή ωρίμανση του εφήβου και πολλά κοντινά, όπου η εικόνα παίζει με τις σκιές. Χωρίς πρωτοτυπία, η σκηνή βίας στην όχθη του ποταμού, όπου ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί αργή κίνηση και χρήση του μουσικού θέματος, ενώ σιγούν οι  εξωτερικοί ήχοι. Η σκηνοθεσία «φλερτάρει» με το μελό, κατορθώνει όμως να αντισταθεί στις ευκολίες, καθώς διαθέτει πλήθος καλλιτεχνικών προτερημάτων. Το αυτοσχέδιο καράβι στην μέση των σταροχώραφων, τα πλάνα στο προαύλιο της φυλακής με το παγωμένο φως, καθώς και την έξοχη ερμηνεία του Imanol Arias, την απογειώνουν εικαστικά.

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Φωλίτσες-Pelíšky

Από την ΚινηματογραφικήΛέσχη Πεύκης και σε συνεργασία με την πρεσβεία της Τσέχικης Δημοκρατίας στην Ελλάδα, η προβολή της ταινίας, «Φωλίτσες» (Pelíšky) (1999), του σκηνοθέτη Jan Hrebejk.
Η ταινία αφηγείται την ιστορία δυο οικογενειών που μένουν σε ένα διώροφο σπίτι στην Πράγα, από τα Χριστούγεννα του 1967 μέχρι τον Αύγουστο του 1968 και την εισβολή των Σοβιετικών στρατευμάτων και των συμμάχων τους στην πόλη.
Δεν πρόκειται για μια πολιτική ταινία, είναι περισσότερο μια ηθογραφία της εποχής, που αφήνει να περάσουν υποδόρια όλοι οι προβληματισμοί του δημιουργού της. Η μουσική, τα κτήρια, τα έπιπλα, τα αυτοκίνητα, τα ρούχα των ηθοποιών και ο τρόπος συμπεριφοράς τους, ανάλογα με την ηλικιακή τους τοποθέτηση, έχουν ακριβώς να κάνουν με μια κοινωνία που αγωνιά να παρακολουθήσει τον δυτικό τρόπο ζωής και τις φρενήρεις αλλαγές του, να γίνει ένα κομμάτι της νεολαιίστικης εξέγερσης ενάντια στον καθωσπρεπισμό και την υποκρισία, αλλά από την άλλη αναγκάζεται να ζει στις παραφυάδες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Χαρακτήρες καθημερινοί, αλλά και τοποθετημένοι με σαφήνεια σε κάδρα. Από την μια μεριά στο κτήριο βρίσκεται ο συντηρητικός εθνικιστής, θαυμαστής του ηρωικού τσεχοσλοβάκικου στρατού, προσανατολισμένος στην Αγγλία και από την άλλη ο αγνός κομμουνιστής μέλος του κόμματος, πατριώτης με τον δικό του τρόπο, αλλά το ίδιο συντηρητικός και καταπιεστικός όπως ο γείτονας του, απέναντι στα μέλη της οικογένειας του. Τα παιδιά των οικογενειών στην εφηβεία, το χάσμα των γενεών, οι πρώτοι έρωτες, οι συγκρούσεις και οι «επαναστάσεις». Οι δυο γυναίκες τους, που προσπαθούν να κρατήσουν την οικογενειακή ισορροπία και άλλοι χαρακτήρες που πλουτίζουν το μικροαστικό σύμπαν «σοσιαλιστικού» τύπου, ένα περιβάλλον μίζερο, που "κακοχωνεύει" κάθε νεωτερισμό και τοποθετείται απέναντι σε όλα και το χειρότερο χωρίς να ξέρει το γιατί.  
Πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων, τόσο ελαχίστων που ξενίζουν κάπως ( όπως για παράδειγμα το πλάνο- κατά την  ανταλλαγή χριστουγεννιάτικων δώρων, καθώς ο πατέρας δωρίζει στον γιο ένα ζευγάρι «κομμουνιστικές» μπότες, αντί για τις «αστικές» που ο γιος λαχταρούσε- το οποίο κινηματογραφείται δυο φορές συνεχόμενα, για να τονίσει την αντιδιαστολή ανάμεσα στις δυο γενιές) ο σκηνοθέτης περνά σχεδόν απαρατήρητος από επιλογή. Αφήνει να διαπερνά τα πλάνα ένα ρετρό, συμβατικό φως και η αφηγηματική του γραμμή είναι απλή και ευθεία.

Ένα γλυκόπικρο χιούμορ που υποσκάπτει τον απόλυτο τρόπο θέασης της πολιτικής πραγματικότητας και μια δόση νοσταλγίας  για τον έλληνα θεατή, που δεν μπορεί να αποφύγει τις συγκρίσεις, με την εδώ κατάσταση εκείνα τα χρόνια, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά το, με φωτογραφικούς όρους... αρνητικό της συγκεκριμένης ταινίας.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Αγκίρε, η οργή του Θεού-Aguirre, der Zorn Gottes

Από την ΚινηματογραφικήΛέσχη Πεύκης, το «Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού» (Aguirre, der Zorn Gottes), του Werner Herzog, ένα ακόμη διαμάντι της έβδομης τέχνης, ένα εσωτερικό ταξίδι κατάβασης στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής. Η κάθοδος ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ από τα υψίπεδα των Άνδεων μέχρι τις ζούγκλες του Αμαζονίου, ΜΑΖΙ  την ομάδα των Ισπανών κατακτητών και των ινδιάνων αιχμαλώτων και δούλων τους,  στις αρχές του 16ου αιώνα, αποτελεί το εξωτερικό περίγραμμα, την αφορμή για αυτήν την «ελεγεία πάνω στο κακό».
Ο Aguirre don Lope (Klaus Kinski), χαμηλόβαθμος αξιωματικός του Ισπανικού στρατού, γεμάτος μεγαλομανία, δίψα για πλούτο και δόξα, επαναστατεί ενάντια στο στέμμα και αναλαμβάνει την αρχηγία του μικρού εκστρατευτικού σώματος που αποσχίστηκε από τον κύριο όγκο των δυνάμεων, με σκοπό να ανακαλύψει τα κρυμμένα πλούτη των Ίνκας, την πόλη του χρυσού, το μυθικό Ελντοράντο.
Η άνιση μάχη με το περιβάλλον, οι αρρώστιες,  οι πανταχού παρόντες Ινδιάνοι με τα δηλητηριώδη βέλη τους, θα απομακρύνουν από τον καθένα αυτήν την λεπτή επίστρωση δευτερογενούς συμπεριφοράς και θα αφήσει να αναδυθεί στην επιφάνεια χωρίς αντίβαρο, η εξωστρεφής,  η εκδικητική,  η τιμωρητική, η πατρική φύση της θεότητας που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος. Η οργή του Θεού.
Πέρα από τις αναφορές για τον ρόλο της εκκλησίας, που όμως ομολογεί ο καλόγερος- που συνοδεύει την αποστολή  και χρησιμεύει μέσω του ημερολογίου του και σαν αφηγητής – είναι πάντα με το μέρος του δυνατού, έχουμε πολλές νύξεις για την εκμετάλλευση των ιθαγενών, για την δουλεία, για τον ρόλο των ευγενών και πως η πτώση των αξιών και η διαφθορά της τάξης αυτής, έδωσε τον χώρο για την άνοδο στην εξουσία αυτής της ανεξέλεγκτης, βάρβαρης εκτός πλαισίων πρωτόγονης ιδεοληπτικής δύναμης. Είναι σαφείς οι πολιτικές αναφορές.
Κινηματογραφικά έχουμε μια εξαιρετική αναπαράσταση της εποχής, με το σκηνικό, την κινηματογράφηση της άγριας φύσης να λειτουργεί καταλυτικά ως προς το σενάριο. Η κάμερα πολλές φορές στο χέρι, οι ταλαντεύσεις της και τα κοντινά πλάνα, μαζί με το αφηγηματικό στυλ προσδίδουν αμεσότητα και στυλ ντοκιμαντέρ. Οι ήχοι από τα πουλιά και το σταμάτημα τους, εντείνουν την αγωνία. Τα κοστούμια, η ερμηνεία των ηθοποιών, η συμπεριφορά τους, το παγωμένο βλέμμα του Klaus Kinski, η ιδιαιτερότητα στο περπάτημα και στην στάση του σώματος του, μιλάνε από μόνα τους και οδηγούν στον μεγαλειώδη μονόλογο του τέλους:
“Εγώ η οργή του θεού θα παντρευτώ την κόρη μου και μαζί θα δημιουργήσουμε την πιο αγνή δυναστεία που γνώρισε ποτέ το ανθρώπινο γένος. Μαζί θα κυβερνήσουμε όλη αυτή την ήπειρο. Είμαι η οργή του θεού. Ποιος άλλος είναι μαζί μου;”

Άκρως λειτουργικό το τετράγωνο φορμάτ της οθόνης για την συγκεκριμένη ταινία . Οι μουσικές της περουβιανής φλογέρας, ένας λυγμός μελωδικής ανάσας, που μαζί με κάποια σκηνοθετικά τρυκ, απαλύνουν ορισμένες σκηνές ωμής βίας.



Ολόκληρη η ταινία με αγγλικούς υπότιτλους εδώ

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Gett-Το διαζύγιο: Η δίκη της Βίβιαν Αμσαλέμ

Το παράδοξο για τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες- ακόμα και για την δική μας, όπου ακόμα δεν έχει θεσπισθεί ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας- η ισχύς, δηλαδή, μόνο του θρησκευτικού γάμου, αποτελεί το έναυσμα για την σύγχρονη αυτή ισραηλινή ταινία, «Το διαζύγιο: Η δίκη της Βίβιαν Αμσαλέμ» των Ronit και Shlomi Elkabetz.
H ταινία περιγράφει τον πεντάχρονο δικαστικό αγώνα της Βίβιαν (Ronit Elkabetz), εναντίον του συζύγου της Elisha (Simon Abkarian), καθώς διεκδικεί το διαζύγιο που θα την απελευθερώσει και τυπικά από ένα γάμο, που για χρόνια είχε τελειώσει και για τις δυο πλευρές. Όμως, σύμφωνα με τον ραβινικό νόμο, μόνο ο σύζυγος έχει το δικαίωμα να δώσει την συναίνεση του για την λύση του γάμου, στο τριμελές ραβινικό δικαστήριο, που εξετάζει την υπόθεση. Η γυναίκα, θύμα της ανδροκρατούμενης θρησκευτικής παράδοσης, δεν έχει κανένα τρόπο να το απαιτήσει, παρά μόνο κάνοντας την αίτηση και περιμένοντας καρτερικά, κινητοποιώντας την κοινή ανθρώπινη λογική, πράγμα σχεδόν ακατόρθωτο σε συνθήκες θρησκευτικής παράκρουσης, όταν οι θρησκευτικοί λειτουργοί έχουν το δικαίωμα να ρυθμίζουν από τον νόμο, τις σχέσεις ανθρώπων που στην συνείδηση τους, τους έχουν αφαιρέσει αυτό το δικαίωμα.
Η ταινία είναι γυρισμένη εξ’ ολοκλήρου μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, όπου μέσα στο διάστημα αυτό των πέντε χρόνων εμφανίζονται επαναλαμβανόμενα και κατά διαστήματα μπροστά στους τρεις ραβίνους δικαστές, οι δυο διάδικοι, οι δικηγόροι τους και αρκετοί μάρτυρες και από τις δυο πλευρές. Η κινηματογράφηση γίνεται κυρίως με κοντινά πλάνα, το ευνοεί άλλωστε η στενότητα του χώρου της δικαστικής αίθουσας, καθώς επίσης αρκετά πλάνα είναι voice over, το ζητούμενο για τους σκηνοθέτες είναι οι αντιδράσεις των προσώπων σε αυτά που ακούγονται. Ένα ενδιαφέρον σημείο της αφήγησης είναι η εσωτερική αναγνώριση από όλους της ορθότητας του αιτήματος της συζύγου, αλλά η ανικανότητα τους να ξεπεράσουν την ουσία ενός ξεπερασμένου νόμου, φοβούμενοι, ότι ίσως αυτό ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου, για μια συνολική αποκαθήλωση της θρησκευτικής επιρροής στο κοινωνικό σώμα. Το «πείσμα» του συζύγου ερμηνεύεται, σαν υπακοή στις ρίζες και στις πατροπαράδοτες αρχές, ενώ η επιμονή της συζύγου, σαν κάτι το νεόφερτο, ένα δείγμα εισβολής ενός εισαγόμενου μοντερνισμού. Πρόκειται ουσιαστικά για την σύγκρουση των λαϊκών συντηρητικών αρχών, που αντλούν νομιμότητα από θρησκευτική τυπολατρία και των φιλελεύθερων ιδεών του σεβασμού των ατομικών κοινωνικών δικαιωμάτων.
Η σκηνοθέτιδα Ronit Elkabetz που ερμηνεύει συγκλονιστικά την βουβή απόγνωση της ηρωίδας της, της Βίβιαν, κάνει μια εξαιρετική απόδοση του χαρακτήρα σε βάθος χρόνου, περνάει από όλα τα στάδια της επιμονής, της παραίτησης, του θυμού, του συμβιβασμού, μεταχειρίζεται όλα τα τεχνάσματα της γυναικείας φύσης της για να επηρεάσει προς όφελος της το δικαστήριο, πλην όμως ο «σοφός» νομοθέτης έχει εναποθέσει την ετυμηγορία της απόφασης... στα χέρια του αντίδικου της.
Ο Simon Abkarian, ενσαρκώνει με συγκρατημένη μισανθρωπία τον ρόλο του συντηρητικού, συγκεντρωτικού, εγωκεντρικού συζύγου Elisha, παίζει περισσότερο με το σώμα και τις εκφράσεις και πολύ λιγότερο με την συμμετοχή των επιχειρημάτων του.

Μια έξυπνη ταινία που δεν διστάζει να επιστρατεύσει ένα λυτρωτικό γλυκόπικρο χιούμορ για να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα μιας χώρας που τουλάχιστον σε θέματα δημοκρατίας βρίσκεται, προς το παρόν, σε καλύτερη κατάσταση από τις γειτονικές της.

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Τα παιδικά χρόνια του Μαξίμ Γκόρκι-Detstvo Gorkogo

Από την New Star, στον κινηματογράφο Αλκυονίδα, το πρώτο μέρος της τριλογίας της αυτοβιογραφικής ταινίας «Τα παιδικά χρόνια του Μαξίμ Γκόρκι» σε σκηνοθεσία Mark Donskoy, με σενάριο από τα βιβλία του ίδιου του συγγραφέα. Γυρισμένο το 1938, είναι μια μαυρόασπρη, αλλά με ρεαλιστικό τρόπο  απεικόνιση της προεπαναστατικής Ρωσίας, μέσα από τα παιδικά και μετέπειτα εφηβικά μάτια του Μαξίμ Γκόρκι ή όπως ήταν το αληθινό του όνομα Aleksei Peschov (Aleksei Lyarski).
Χωρίς καθόλου πολιτικές νύξεις, με εξαίρεση την τυχαία συνάντηση με τον αλυσοδεμένο πολιτικό κρατούμενο, πρώην γείτονα του (Sergei Tikhonrarov)- αλλά και αυτό εσκεμμένα με τρόπο φευγαλέο και διακριτικό- η ταινία εστιάζει περισσότερο στον τρόπο που η καθημερινότητα αγγίζει τις ευαίσθητες κεραίες του δημιουργικού λογοτέχνη. Η ωρίμανση της πολιτικής του ταυτότητας αποδίδεται ακριβώς στα γεγονότα που τον σημάδεψαν.
Οι συγκρούσεις στα όρια του κωμικού στο σπίτι του αυστηρού παππού του (Mikhail Troyanovski),  όπου ζούσε όλη η οικογένεια, θείοι, εργάτες κ.λ.π. η σχέση του με την πληθωρική γιαγιά του (Varvara Massalitinova, το σύμβολο της δοτικής γυναίκας, προέκταση της μάνας τροφού και της αγαπημένης πατρίδας, η «σταύρωση» - δολοφονία του γύφτου (Daniil Sagal), του φίλου του με το ελεύθερο πνεύμα και την καλή καρδιά, ο εργάτης  Grigori(K. Dubkov) που τυφλώνεται και μένει στον δρόμο να επαιτεί, η μητέρα του που αναγκάζεται να ξαναπαντρευτεί, με τον γάμο «όχημα» που οδηγεί στην κοινωνική της "άνοδο" σε μια υποκριτική αστική τάξη, το ανάπηρο παιδάκι (Igor Smirnov) που μαζεύει ζωάκια και ονειρεύεται να τα ελευθερώσει κάποια μέρα όταν αλλάξει ο κόσμος, οι παρέες με τους συνομηλίκους του, οι όχθες του Βόλγα με τα ποταμόπλοια και τους αχθοφόρους, τα γλέντια με τους ακροβάτες  τους γελωτοποιούς και τους μουσικούς.

Οι φράσεις από τα βιβλία του  μας εισάγουν σε κάθε ξεχωριστή σκηνή. Στο σύνολό τους και ιδιαίτερα στους εσωτερικούς χώρους  χαρακτηρίζονται από έντονη θεατρικότητα. Από τις εξωτερικές σκηνές ξεχωρίζουν όσες έχουν γυριστεί σε στούντιο, όπως αυτές με την γιορτή στην πλατεία του χωριού,  αλλά και ο λυρισμός που χαρακτηρίζει τις σκηνές της υπαίθρου, η ομάδα των παιδιών να σέρνει το κάρο με τον ανάπηρο φίλο τους στην εξοχή, τα σπαρτά που τα δέρνει ο άνεμος, και το τελικό πλάνο γυρισμένο με ευρυγώνιο φακό που τον δείχνει να απομακρύνεται με το δισάκι του στον ώμο, αποδίδοντας το βάθος της εικόνας με τους στύλους του ηλεκτρικού ρεύματος στα αριστερά του δρόμου. 

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Ανωτέρα Βία-Force Majeure

Ένα αριστοτεχνικά ζυγιασμένο κλειστοφοβικό δράμα με ψυχολογικές αναφορές και στοιχεία σασπένς. Καταγράφει τις ανθρώπινες συμπεριφορές σε καταστάσεις πανικού και μετά τις αναλύει. Όμως ο αναλυτής στην περίπτωση αυτή είναι το ίδιο το «πειραματόζωο». Είναι ο άνθρωπος που πρέπει να υπερβεί τους ρόλους που έχουν καθοριστεί γι’ αυτόν από την κοινωνία, για παράδειγμα το πρότυπο του πατέρα-προστάτη ή της μητέρας-κλώσας, να περάσει όλα τα στάδια της ψυχολογικής ωρίμανσης, από την άρνηση του προβλήματος μέχρι την αποδοχή και την αποβολή του μέσω της εξωστρέφειας, για να δημιουργήσει τις ισορροπίες εκείνες που χρειάζεται, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει την ζωή του.
Μέσα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου (έστω και σε ένα  από αυτά των πολυτελών αλπικών resorts) όπου ένας λεπτός τοίχος σε χωρίζει από τους διπλανούς σου, όπου το ζευγάρι δεν μπορεί να απομονωθεί από τα παιδιά, όπου χάνεται ένα σημαντικό μέρος της ιδιωτικότητας στους υπόλοιπους κοινόχρηστους χώρους, όπου οι αδιάβροχες στολές του σκι αφήνουν διάτρητο τον εσωτερικό εαυτό, διάλεξε ο Σουηδός Ruben Östlund τον ιδανικό τόπο για να αποδομήσει την πλαστή αυταρέσκεια και αυτοπεποίθηση του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου.
Τα πρωταρχικά προβλήματα, αυτά που οδήγησαν τον άνθρωπο στον σχηματισμό συμβιωτικών δομών, η ανασφάλεια, το ένστικτο της επιβίωσης, η έγνοια για την σωτηρία της επόμενης γενιάς που διασφαλίζει την συνέχεια του είδους,  θεωρητικοποιούνται και δημιουργούν ένα συγκρουσιακό πεδίο που παρασύρει τους ήρωες, αλλά και τους θεατές, αφού κανένας δεν μπορεί να αποφύγει την ταύτιση του με τους πρωταγωνιστές. Ο σκηνοθέτης, ακόμα και για τους πιο δύσπιστους θεατές που θα θελήσουν να υπαινιχθούν περιπτωσιολογικό περιεχόμενο, επιφυλάσσει σωρεία παραδειγμάτων, δοσμένων υπό την μορφή κάποιων επί μέρους συμπληρωματικών σκηνών, όπως, αυτές με το τηλεκατευθυνόμενο ιπτάμενο αντικείμενο, το χάσιμο που προσανατολισμού μέσα στην πυκνή ομίχλη, το τουριστικό λεωφορείο στις κλειστές στροφές του στενού ορεινού δρόμου, ενώ από κάτω χάσκει ο γκρεμός.
Σενάριο στιβαρό, τίποτα δεν λείπει, τίποτα δεν περισσεύει. Κάθε πλάνο εξυπηρετεί συγκεκριμένο σκοπό. Από τα πανοραμικά στα χιονισμένα τοπία, ημερήσια ή νυχτερινά μέχρι τα μεσαία, κατάλληλα  για την παράλληλη συναισθηματική αποκρυπτογράφηση των ηρώων και τα πολύ κοντινά στα πρόσωπα, δημιουργούν μια αδιάκοπη γραμμική χρονική αφήγηση και μια παράλληλη δευτέρου επιπέδου.  Η φωτογραφία σφιχτή και υποβλητική υπαινίσσεται διαρκώς το απρόβλεπτο.

Υποδειγματικές ερμηνείες από όλους ακόμα και από τους δευτερεύοντες ρόλους, να αναδεικνύουν  τις απειροελάχιστες αποχρώσεις των χαρακτήρων. Κορυφαία σκηνή, το ξέσπασμα της Ebba (Lisa Loven Kongsli) παρουσία του άντρα της Tomas (Johannes Kuhunke) και ενός φιλικού ζευγαριού, ένας θυμός γεμάτος απογοήτευση, πίκρα και ματαίωση προσδοκιών. Η γυναίκα που «επενδύει» στην οικογενειακή θαλπωρή και μέσα σε δευτερόλεπτα χάνει την εμπιστοσύνη της στον σύντροφό της, όταν αντιλαμβάνεται ότι εκείνος αγαπά πολύ περισσότερο την δική του ζωή από ότι τον κοινό τους βίο. Όμως τίποτα δεν μπορεί να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Ο Tomas θα ήθελε μια ευκαιρία να επανορθώσει και οι υπόλοιποι να ευχαριστούν τον Θεό που δεν ήταν στην θέση του και να εύχονται να μην συμβεί κάτι ανάλογο και σε αυτούς.

Οι πρώτες νότες από το "Καλοκαίρι" των τεσσάρων εποχών, του Antonio Vivaldi, έρχονται να προκαλέσουν με την παιχνιδιάρικη αντιδιαστολή που κάνουν, πάνω στο χιονισμένο τοπίο.

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

La jaula de oro-Κελί από χρυσάφι

Χρειάστηκε να περιμένουμε υπομονετικά ακούγοντας το υπέροχο τραγούδι  των τίτλων του τέλους, στον υπό διαμόρφωση ακόμα κινηματογράφο Στούντιο, της οδού Σπάρτης στην Πλατεία Αμερικής- που άνοιξε πριν λίγες εβδομάδες- για να δούμε γραμμένα στην οθόνη τα πάνω από 500 ονόματα των μεταναστών, που αψήφησαν τους κινδύνους και ταξίδεψαν από τις χώρες της Κεντρικής Αμερικής μέχρι το Λος Άντζελες, την γη της επαγγελίας της δικής τους ηπείρου.
Μια ταινία τρυφερή και σκληρή ταυτόχρονα, που περιλαμβάνει πολλά στοιχεία ντοκιμαντέρ και όσο αφορά το θέμα της, αλλά όσο αφορά και την απόδοση της.
Ο γεννημένος στο Μεξικό, ισπανός, Diego Quemada Díez, παρακολουθεί την ζωή των μεταναστών από την Γουατεμάλα, την Νικαράγουα, την Ονδούρας και το Σαν Σαλβαδόρ κατά την διάρκεια του ταξιδιού τους με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Πιο συγκεκριμένα και εν είδει μυθοπλασίας εστιάζει στο ταξίδι τριών εφήβων από την Γουατεμάλα, (δυο αγοριών και μιας κοπέλας) και ενός ινδιάνου που προσπαθεί να ενσωματωθεί στην παρέα τους, για να περάσει μαζί τους τα σύνορα. Η αντιζηλία για το κορίτσι, τα ερωτικά σκιρτήματα, η προσπάθεια επικοινωνίας αφού ο ινδιάνος δεν καταλαβαίνει ισπανικά, ο αγώνας για την επιβίωση, μπλέκουν το προσωπικό με το συλλογικό σε μια αφήγηση δυο επιπέδων.
Από τους φτωχούς καταυλισμούς-σκουπιδότοπους της πατρίδας τους μέχρι τα εργοστάσια συσκευασίας κρεάτων και ανθρώπινων ζωών, της χώρας προορισμού, τους χωρίζει ένας δρόμος μακρύς και επικίνδυνος. Χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα με μοναδικό όπλο το πείσμα στο ότι δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο εκτός από την ζωή τους και το ότι είναι τόσοι πολλοί που ποντάρουν στην κούραση των διωκτών τους, έρχονται αντιμέτωποι με την κρατική βία, την αυθαιρεσία των συνοριοφυλάκων, τις παραστρατιωτικές συμμορίες που καραδοκούν σε όλο το μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, για να τους ληστέψουν, να απαγάγουν τις κοπέλες, να πάρουν ομήρους, να σκοτώσουν.
Η ταινία ξεκινάει κάπως επίπεδα, η σκηνοθεσία απλώς διεκπεραιώνει την σεναριακή ιδέα. Το πέρασμα από το ποτάμι, τα πρώτα χιλιόμετρα με το τρένο στον νότο του Μεξικού. Από το δεύτερο όμως μέρος και μετά ο ρυθμός ανεβαίνει, με διαρκή εναλλαγή συναισθημάτων, έξυπνα πλάνα επάνω στα βαγόνια της μεταφορικής αμαξοστοιχίας, και πανοραμικά των εκτάσεων που διασχίζουν. Όμορφα συναισθήματα συντροφικότητας και αλληλεγγύης, σε συνδυασμό με το άκρως ρεαλιστικό σενάριο που δεν αφήνει περιθώρια για happy end, αποτυπώνει με σαφήνεια τον κυνισμό όλων όσων εμπλέκονται σε αυτό το ατελείωτο λαθρεμπόριο των απελπισμένων.

Οι ελεύθερες νιφάδες του χιονιού με φόντο τον νυχτερινό ουρανό ακόμα και για κάποιον που ποτέ στην ζωή του δεν έχει δει το χιόνι, φαίνεται ότι είναι ένα αξιόλογο κίνητρο για να αποφασίσει να διακινδυνεύσει την είσοδο στο χρυσαφένιο κλουβί του δυτικού καπιταλισμού.