Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Παράδεισος στη Δύση-Eden is West


Ο Κώστας Γαβράς κάνει πολιτικό κινηματογράφο. Πολιτικό με την έννοια, ότι τα ζητήματα, που τον απασχολούν, έχουν να κάνουν με καταστάσεις ζωής, που επιδέχονται λύσεις κεντρικά σχεδιασμένες, όπου δεν χωράνε προσωπικοί αυτοσχεδιασμοί και ατομικές απαντήσεις. Η ματιά του πάντα έχει μια οικουμενικότητα, αποπνέει κοσμοπολιτισμό και ο λόγος του είναι σύγχρονος και ευέλικτος. Όλα, δηλαδή, όσα χρειάζονται, για να καταπιαστεί με το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης, ένα αγκάθι για τις δυτικές κοινωνίες της Ευρώπης. Έχοντας, λοιπόν, όλα αυτά κατά νου, είναι δεδομένη η πολιτικά ορθή τοποθέτηση του και αυτό που μένει είναι να διαπιστώσει ο θεατής, τον τρόπο προσέγγισής του ή για να το πούμε αλλιώς, η επιλογή του παράθυρου πίσω από οποίο, θα επιχειρήσει να κοιτάξει την συνολική εικόνα.
Η ταινία «Παράδεισος στη δύση» ξεκινά με ένα ουσιαστικό εφεύρημα. Η επινόηση, του παραλληλισμού του ήρωα με τον ομηρικό Οδυσσέα, αποδεικνύεται ένα παντοδύναμο εργαλείο «καταγραφής» της ανθρωπιάς των κοινωνιών υποδοχής. Κάτι, σαν ένα συναισθηματικό κοντέρ υψηλής ευαισθησίας. Ο αγνώστου προέλευσης μετανάστης Ηλίας (Riccardo Scamarcio) βουτάει στην θάλασσα από το δουλεμπορικό που τον μεταφέρει, για να μην πέσει στα χέρια των λιμενικών αρχών. Συνέρχεται από την λιποθυμία του σε μια παραλία γυμνιστών σε κάποιο ελληνικό θέρετρο. Πετάει τα σκισμένα ρούχα του και γυμνός κι αυτός, καταφέρνει να περάσει απαρατήρητος από τους λουόμενους και το προσωπικό του ξενοδοχείου, εκμεταλλευόμενος ακριβώς «αυτό», που έχουν όλοι οι άνθρωποι κοινό. Η θάλασσα συνεχίζει να ξεβράζει πτώματα άτυχων ανθρώπων και η διεύθυνση του ξενοδοχείου, για να μην ενοχλήσει την υψηλή της πελατεία με την είσοδο της αστυνομίας, αποφασίζει να οργανώσει, σαν παιχνίδι ανάμεσα στους ενοίκους, κάτι σαν το «βρες και εσύ ένα λαθρομετανάστη-μπορείς!».
Θα μπορούσε κάλλιστα η ταινία να είχε σταματήσει εδώ. Μέσα σε λίγα λεπτά γίνονται ολοφάνερα το εμπόριο της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή, η απελπισία των κυνηγημένων ανθρώπων, η αδυσώπητη ανάγκη που τους ωθεί στην παρανομία από την μια μεριά, για τους μεν και ο εφησυχασμός, η πλαδαρότητα, η κυνικότητα, που κάποια στιγμή λίγο αργότερα γίνονται η τροφή για το τέρας του ρατσισμού, για την απέναντι μεριά και για τους δε. Μια ταινία μικρού μήκους, περιεκτική, από αυτές που τα πλάνα μιλάνε από μόνα τους και ο θεατής ερμηνεύει και βάζει λόγια στις ιδέες του δημιουργού.
Η υπόλοιπη ταινία, ο κύριος δηλαδή όγκος της, είναι οι περιπέτειες του Ηλία στην προσπάθειά του, να φτάσει από την Ελλάδα στο Παρίσι, για να συναντήσει ένα ταχυδακτυλουργό, που υποτίθεται θα τον βοηθήσει να φτιάξει την ζωή του. Ένα road movie για τον ξεριζωμένο Ηλία με γρήγορο ρυθμό, γεμάτο με σκηνοθετικές ευκολίες (π.χ. η Ελληνίδα αγρότισσα που εμφανίζεται με το κομπινεζόν για να διεκδικήσει το σφριγηλό κορμί του) και ένα ανάλαφρο κωμικοτραγικό στυλ, όχι απαραίτητα κακό, αλλά σίγουρα επιδερμικό και ψεύτικο. Σταματά περισσότερο στην στάση μεμονωμένων ανθρώπων, που συναντά ο πρωταγωνιστής στο οδοιπορικό του, αποκαλύπτοντας διαφορετικούς χαρακτήρες ανθρώπων, κάτι που, κατά την γνώμη μου, ήταν τελείως περιττό. Αντίθετα, περνά ξώφαλτσα την σχέση του με τους ενσωματωμένους μετανάστες στο εργοστάσιο, όπου δούλεψε για ένα διάστημα. Μια σχέση με περισσότερο «ψαχνό», για ένα σκηνοθέτη με τις πολιτικές αναφορές του Γαβρά. Κατά τα άλλα ένα διαρκές κυνηγητό, αρκετά κουραστικό για τα πόδια του ηθοποιού και για τα δικά μας νεύρα.
Όλα αυτά, βέβαια, μέχρι το εξαιρετικό φινάλε. Εδώ ο Γαβράς μετατρέπει την σκηνοθετική μπαγκέτα του… σε μαγικό ραβδάκι. Αυτό που βλέπει ο πολίτης της πολιτισμένης Ευρώπης να συμβαίνει γύρω του, μπορεί να μοιάζει με ένα θαύμα, όμως στην πραγματικότητα είναι ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο. Είναι το αποτέλεσμα της οικονομικής εκμετάλλευσης του τρίτου κόσμου, των πολέμων που επιβλήθηκαν στους άτυχους λαούς και της ληστείας των πλουτοπαραγωγικών πηγών τους. Οι λαγοί που βγαίνουν μέσα από το καπέλο, δεν γεννήθηκαν φυσικά κάτω από την φόδρα του, όπως και τα γλομπάκια που φωτίζουν τον πύργο του Άιφελ, για να ανάψουν, βύθισαν στο σκοτάδι κάποιους ανθρώπους, που ξαφνικά τους βλέπουμε δίπλα μας.

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Αστυνομία, Ταυτότητα


Δεν ξέρω γιατί, παρόλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια από την εποχή Τσαουσέσκου, και αυτή η ρουμάνικη ταινία του Corneliu Porumboiu, “Αστυνομία, ταυτότητα”, έχει αυτό το ξεθωριασμένο χρώμα. Αποπνέει μια μιζέρια, μια παραίτηση, ένα μηδενισμό. Οι αστυνομίες παντού, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, κάνουν την ίδια δουλειά. Παρακολουθούν ανθρώπους. Το ίδιο κάνουν και στην μικρή επαρχιακή πόλη, όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, που περιγράφει η ταινία. Για να σκεφτούμε λίγο γραβατωμένους πράκτορες του FBI ή της Scotland Yard, μέσα σε λουστραρισμένα γραφεία, με κάθε λογής τεχνολογικά gadgets, πάνω σε ορόφους ουρανοξυστών, που κινούνται στους δρόμους με άνεση και μιλάνε με ευφράδεια αποφοίτων πανεπιστημίου. Ε! εδώ, ακριβώς, όλα τα αντίθετα.
Ο αστυνομικός ο Cristi (Dragos Bucur) παρακολουθεί δεκαεξάχρονα παιδάκια, που μοιράζονται στο πόδι τσιγαριλίκια, στο προαύλιο του νηπιαγωγείου. Ξεροσταλιάζει όλη μέρα έξω από το σπίτι του υπόπτου, τον ακολουθεί κατά πόδας και στο τέλος της μέρας συντάσσει την αναφορά του με το χέρι, πίσω στο γραφείο του, στο οποίο την μισή σχεδόν επιφάνεια καταλαμβάνει η μονίμως σβησμένη οθόνη ενός αρχαίου υπολογιστή. Κάθε μέρα, για όλη την ημέρα, η ίδια δουλειά. Με το κεφάλι χαμηλωμένο, με το πρόσωπο μέσα στον γιακά του ρούχου του, εκεί στο καθήκον, ανάμεσα σε γκρίζους δρόμους, γκρίζα παλιακά σπίτια, παλιά αυτοκίνητα. Και μετά πίσω στο κτήριο της υπηρεσίας, γκρίζοι μισοφωτισμένοι διάδρομοι, γκρίζα άθλια κλειδωμένα γραφεία, γεμάτα με γκρίζα σιδερένια κλειδωμένα ερμάρια, ανάμεσα σε γκρίζους κατατονικούς συναδέλφους.
Ο Cristi θέλει να πιάσει τους «τοξικομανείς», όπως προβλέπει ο νόμος, αλλά κάπου μέσα του ανοίγει μια ρωγμή. Δεν θέλει να καταστρέψει την ζωή ενός εφήβου, απλώς για κατοχή και χρήση χασίς. Στην δική του μονότονη ζωή, που δεν διακόπτεται ούτε στο σπίτι του, μιας και εκεί από ότι φαίνεται, η επαφή με την γυναίκα του είναι επιφανειακή, προβάλλει τα γελάκια και τα πειράγματα, την ξενοιασιά και τον πλαστό, κάτω από την επήρεια της ουσίας, αυθορμητισμό, των μικρών παραβατών του νόμου. Θέλει να ακολουθήσει την συνείδησή του.
Η ταινία είναι αργή. Είναι απελπιστικά αργή. Είναι ενοχλητικά αργή. Ο Porumboiu θέλει να εξοντώσει τον θεατή, ίσως γιατί πιστεύει, ότι αυτός είναι ο κατάλληλος τρόπος, για να μεταδώσει την φρίκη, που αισθάνονται οι συμπολίτες του, φορτωμένοι με ένα γραφειοκρατικό εξουσιαστικό μηχανισμό, που έχασε την αιτία της υπάρξής του και όμως συνεχίζει να υπάρχει, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους των δραστηριοτήτων του, χωρίς να χάσει την λειτουργικότητά του. Η κάμερα μένει ακίνητη μπροστά στους ακίνητους, αμίλητους ηθοποιούς, για περισσότερη ώρα από όση χρειάζεται. Μένει για λεπτά ακίνητη μπροστά στον ηθοποιό, την ώρα που μασάει το φαγητό του, την ώρα που κόβει κομματάκια το ψωμί και το ρίχνει μέσα στην σούπα του. Όση ώρα σκέφτεται, τι σημαίνει γι’ αυτόν συνείδηση, τι σημαίνει νόμος, τι σημαίνει ηθική. Λέξεις με ορισμούς απόλυτους, σύμφωνα με τον προϊστάμενό του και σύμφωνα με το λεξικό της Ρουμανικής γλώσσας, αλλά που όπως φαίνεται καταφέρνουν να γκρεμίσουν ή καλύτερα να ανοίξουν μια μικρή χαραμάδα, για να φωτίσει στιγμιαία το θολό τοπίο.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

Soul kitchen


Ακόμα και αν έλλειπε το happy end, η έξοδος από την αίθουσα με ανεβασμένο το ηθικό και μια διάθεση χαρούμενη και παιχνιδιάρικη, θα ήταν εξασφαλισμένη, μετά την προβολή της ταινίας του Fatih Akin, “Soul kitchen”. Θέλεις ο γρήγορος σκηνοθετικός ρυθμός, θέλεις η αγάπη του δημιουργού για το χύμα μεσογειακό ταπεραμέντο, όταν διασταυρώνεται με την βαριά γερμανική πειθαρχία, θέλεις τα αγαπημένα μουσικά κομμάτια, που «σκάνε» πάντα στον καταλληλότερο τόπο και χρόνο, όλα αυτά παραμερίζουν τις υπαρκτές αδυναμίες. Άλλωστε αυτό που προεξέχει είναι το κλείσιμο του ματιού, όταν ο σκηνοθέτης μιλάει για την Γερμανία μέσα στην Γερμανία, ένα θέμα που, κακά τα ψέματα, έχει έντονες ελληνικές αναφορές, καθώς οι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς αφορούν πλέον, όλο και περισσότερο, την κοινωνία μας.
Η υπόθεση απλή έως απλοϊκή, μερικές ημέρες από την ζωή ενός Γερμανού, ελληνικής καταγωγής, του Ζήνου Καζαντζάκη (Adam Bousdoukos), οι ατυχίες του στα ερωτικά, όταν η φιλενάδα του Nadine (Pheline Roggan) Γερμανίδα-Γερμανίδα φεύγει για την Σαγκάη, αλλά και όταν ξαναγυρίζει ζευγαρωμένη, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με την επιχείρησή του, ένα λούμπεν εστιατόριο σε μια υποβαθμισμένη περιοχή του Αμβούργου, οι αφόρητοι πόνοι στην μέση του, η κακή του οικονομική κατάσταση καθώς είναι ανασφάλιστος και καταφεύγει στον Τούρκο χειροπράκτη, τον «Κοκκαλοθραύστη». Πως γίνεται όλα αυτά να φτιάξουν μια κωμωδία; Γίνεται, γιατί οι χαρακτήρες είναι δουλεμένοι με μεράκι και βιώνουν τα προβλήματά τους με μακαριότητα. Ένα ένστιχτο ισορροπίας, που μεταδίδεται από τον σκηνοθέτη στους πρωταγωνιστές και που οφείλεται στην βαθιά γνώση που έχει για την Γερμανική κοινωνία. Είναι οι λόγος που αυτές οι, ως ένα βαθμό αυτοβιογραφικές ταινίες, σχεδόν πάντα πετυχαίνουν, ανεξάρτητα από το θέμα τους, γιατί ο φακός «αγαπάει» τα πρόσωπα, ακόμα και τους «κακούς». Και ποιοι είναι αυτοί οι «κακοί»; Ο παλιός συμμαθητής ο Neumann (Wotan Wilke Mohring) που είναι κτηματομεσίτης, οι υπάλληλοι του υγειονομικού που κάνουν έφοδο στο εστιατόριο του Ζήνου, μετά από ιδιοτελή υπόδειξή του πρώην συμμαθητή και η εφοριακός, που με το μπλοκάκι αποδείξεων ανά χείρας, έρχεται για να εισπράξει τις οφειλές προς το δημόσιο. Όλοι εκπρόσωποι σύμβολα μιας εξουσιαστικής κατάστασης, μιας φαινομενικά ορθολογικής διατήρησης και διαχείρισης της τάξης και της ηθικής. Σε αντιδιαστολή με τον κόσμο που συχνάζει στο εστιατόριο, τους μετανάστες, τους εργάτες, ανθρώπους του μόχθου και τους έξω από το σύστημα νεολαίους. Ο Ζήνος μπορεί να τα βλέπει όλα αυτά, αλλά και μπορεί να μην τα βλέπει. Αισθάνεται ενσωματωμένος στον τόπο αυτόν, αν και όχι απολύτως ενταγμένος. Κάπου στην μέση. Ούτε με τον αδελφό του τον Ηλία (Moritz Bleibtreu), που μόλις αποφυλακίστηκε, ούτε με τον Σωκράτη (Demir Gokgol), τον ηλικιωμένο νοικάρη του, που αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με την στωικότητα του «παλιού». Βάζει μέσα στις συνταγές του, αυτές που ταΐζει τους πελάτες, λίγο από όλα. Και το πρόχειρο σαβουρατζίδικο φαγητό, επιπέδου καντίνας και τις «εμπνευσμένες» σπεσιαλιτέ του Ρουμάνου σεφ του Lutz (Lucas Gregorowicz). Και κάτι ακόμα, μυστικό, για να επέλθει η απαραίτητη «μίξη».
Δυο κόσμοι λοιπόν σε ένα. Το κυριλέ προάστιο που μένει η πρώην φιλενάδα, κάτι σαν την Εκάλη ας πούμε και το μαγαζάκι δίπλα στο λιμάνι.
Αυτό που κάνει την ταινία του Akin ξεχωριστή, είναι ότι όλα αυτά τα λέει… χωρίς να πει τίποτα. Βάζει τον φακό του απλώς εκεί που πρέπει και πιάνει τις στιγμές. Δείχνει τον προαστιακό, να διασχίζει τις αερογέφυρες και τα ποτήρια στο μπαρ να γεμίζουν με ποτά λογιών και λογιών χρωμάτων, μια αρμονία αναμίξεων. Δείχνει την στύση του Ζήνου κάτω από το εσώρουχο, στο κρεβάτι της φυσιοθεραπεύτριας και το δωμάτιο του φτηνιάρικου ξενοδοχείου, που κατέλυσε το βράδυ μετά την έξωση. «Πήρε σβάρνα κι αρμενίζει παλικάρι απ’ την γωνιά…» ...και μας πήρε και μας μαζί του, για μια ωραία κινηματογραφική βραδιά.

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Les Herbes Folles-Αγριόχορτα


Όταν οι εγκεφαλικές καταστάσεις ξεφεύγουν από τον στενό χώρο του κρανίου, όταν τα ερωτικά σενάρια, που παράγει το υποσυνείδητο, δεν μένουν θαμμένα βαθιά μέσα στην ανυπαρξία, αλλά διεκδικούν μια υπόσταση στην καθημερινότητα, τότε ο φακός του Alain Resnais είναι εδώ, για να τα αποτυπώσει. Ενδιαφέρον σαν θέμα, αρκετά προκλητικό, κάπου όμως στην εκτέλεση παραπατά και χάνει τον στόχο του.
Μια σύγχρονη λοιπόν ιστορία, δραματική, τραβηγμένη από όλες τις μεριές, για να μπορέσει να σταθεί με αξιοπρέπεια. Κάθε καινούργιο στοιχείο, που μπαίνει στο κάδρο, υπόσχεται, να παίξει τον ρόλο του, όταν θα έρθει η ώρα. Πασπαλισμένο με χιουμοριστικές πινελιές-ατάκες, που προκαλούν χαμόγελο μόνο αν έχεις πάει αποφασισμένος να χαμογελάσεις (δυστυχώς η περίπτωση του πισινού μου), στυλιζαρισμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, απλοϊκό στην γραφή του, παίρνει από τον παγκόσμιο κινηματογράφο, μέσα από τις συνεχείς αναφορές σ’ αυτόν, περισσότερα από όσα έρχεται να προσφέρει. Η συνεχής χρήση αφηγητή, για την διήγηση, μειώνει την αξία του έργου. Στο cinema υπάρχουν τρόποι, κάποια πράγματα, να ειπωθούν αλλιώς. Η συνεχής απόδοση φανταστικών σκηνών και διαλόγων, έτσι όπως «σκηνοθετούνται» μέσα στο μυαλό του πρωταγωνιστή, γίνεται με ένα προβλέψιμο και καθόλου κινηματογραφικό τρόπο. Στερεότυπα αναπαράγονται αφειδώς, με πρώτο και καλύτερο, την χρησιμοποίηση της οδοντιατρικής θεραπείας, σαν τρομοκρατικής ενέργειας.
Ένα πορτοφόλι που βρίσκει πεταμένο ο Georges Palet (Andre Dussollier)-πενηντάχρονος, αλλά που δεν πείθει- και που ανήκει στην Marguerite Muir (Sabine Azema), οδοντίατρο, αλλά και ερασιτέχνη πιλότο αεροπλάνων-χρειάζονται και τα δυο για την εξέλιξη της υπόθεσης-είναι η αιτία για μια ερωτική φαντασίωση, που θέλει όμως να γίνει και πραγματικότητα. Η άχρωμη, πολύ άνετη σύζυγος, κατά πολύ νεότερη- το άλλοθι του μοντερνισμού της ταινίας- τα μεγάλα παιδιά που έχουν βρει τον δρόμο τους, αφήνοντας πίσω ένα δυσαναπλήρωτο κενό γονικής φροντίδας, που πρέπει να διοχετευτεί, διαφοροποιημένο προς το ερωτικότερον, σε άλλον αποδέκτη, ο δημόσιος υπάλληλος αστυνομικός-ευτυχώς που δεν διαπράχθηκε κανένα σοβαρό έγκλημα- η συνάδελφος και φιλενάδα μέσα στην τρελή αγωνία, συμπάσχει συγκρατημένα και διάφοροι άλλοι καρτουνίστικοι χαρακτήρες, όπως οι σερβιτόροι στην καφετέρια της πρώτης συνάντησης και οι μηχανικοί αεροπλάνων στην αερολέσχη.
Η ταινία πελαγοδρομεί σε όλη την διάρκειά της. Χωρίς σαφή προσανατολισμό καταφέρνει να βάλει στην γωνία όλη την ουσία και αναδεικνύει δευτερεύοντα και τριτεύοντα χαρακτηριστικά. Οι εξωτερικές σκηνές βρίθουν αναληθοφανειών. Οι δρόμοι είναι κενοί ανθρώπων, λες και περιμένουν τους ηθοποιούς, για να γεμίσουν την οθόνη. Τα μόνα αυτοκίνητα είναι αυτά των πρωταγωνιστών.
Από όλη την ταινία διασώζονται, οι πραγματικά λειτουργικοί φωτισμοί, που σε κάποια σημεία «μιλάνε» από μόνοι τους-όπως εκεί με την εναλλαγή των φωτεινών σηματοδοτών, για την ρύθμιση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, πάνω στο πρόσωπο και το κορμί της Azema- και η μουσική υπόκρουση, που γεμίζει την προβληματική ροή της ταινίας.