Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Τα αθώα θύματα-Los santos inocentes


Από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος και την εβδομάδα Ισπανικού κινηματογράφου είναι και αυτή η πανέμορφη ταινία του Mario Camus, «Τα αθώα θύματα». Βασισμένη στην νουβέλα του Miguel Delibes περιγράφει την ζωή στην Ισπανική ύπαιθρο, ακολουθώντας την ζωή μιας οικογένειας κολίγων, που δουλεύει στα κτήματα της μαρκησίας και του αλαζονικού γιου της. Στα χρόνια της δικτατορίας του Φράνκο, με την ταξική συνείδηση των ανθρώπων του μόχθου να βρίσκεται στο ναδίρ, η εξαθλίωση τους δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της οικονομικής εξάρτησης, αλλά διαπερνά την ίδια την ουσία της ύπαρξής τους. Σε όλη την ταινία, η διαχεόμενη σκληρότητα των γαιοκτημόνων και των επιστατών τους, βρίσκεται καλά κρυμμένη κάτω από ένα πέπλο προσποιητού ενδιαφέροντος . Για τους εργάτες, μια φαινομενικά απολίτικη, δουλική συμπεριφορά, κρύβει το καζάνι, κάτω από το οποίο βράζει ένας άωρος, ταξικός θυμός. Με εικόνες από την ζωή στην φύση και τις αγροτικές εργασίες, με σκηνές κυνηγιού- το σπορ της άρχουσας τάξης- με καταγραφές της πραγματικότητας στα άθλια φτωχοκάλυβα και στην πολυτελή έπαυλη, ο θεατής μυείται σε ένα κόσμο, που αποτελεί προνομιακό πεδίο ανάπτυξης των οραμάτων της Αριστεράς.
Ο ελαφρώς νοητικά και ψυχολογικά καθυστερημένος υπερήλικας Azarias (Francisco Rabal) πετάγεται στον δρόμο από το αφεντικό του και έρχεται να μείνει με την οικογένεια της αδελφής του, που μένει με τον άνδρα της Paco (Alfredo Landa) και τα τρία τους παιδιά στο υποστατικό του senorito Ivan (Juan Diego). Καθώς η ιστορία εξελίσσεται γινόμαστε μάρτυρες της συμπεριφοράς των πλούσιων ευγενών απέναντι στους εργάτες της γης τους. Μια συμπεριφορά, που θυμίζει αυτήν απέναντι σε ένα ζώο. Απέχθεια και ταυτόχρονα στυγνή εκμετάλλευση.
Ο σκηνοθέτης δεν ακολουθεί γραμμική χρονική αφήγηση. Οι σκηνές μπερδεύονται μεταξύ τους, το μέλλον παρεμβάλλεται στα γεγονότα του παρόντος και έρχεται να προλάβει απορίες και να δώσει απαντήσεις σε πρόωρα ερωτηματικά. Με αυτό το τεχνικό εργαλείο, το ενδιαφέρον του θεατή αναζωπυρώνεται, καθώς κάθε επιμέρους σκηνή κλείνει το παζλ και οδηγεί στην τελική κάθαρση.
Παράλληλα με το κεντρικό θεματικό μοτίβο παρακολουθούμε και αρκετά επί μέρους ζητήματα, όπως αυτό της αμφισβήτησης της κοινωνικής ιεραρχίας, από την επόμενη γενιά και την σχέση των γαιοκτημόνων με την γη, σε συνάρτηση με αυτήν των εργατών τους. Στην πρώτη περίπτωση μια επιφανειακή, ωφελιμιστική αρπαγή φυσικών πόρων, σε αντιδιαστολή με μια ήρεμη, φιλική, οικολογική προσέγγιση στην δεύτερη περίπτωση.
Την ταινία διαπνέει σε όλη της την διάρκεια ένας διάχυτος λυρισμός. Τα εξωτερικά πλάνα με τις θημωνιές, το χρώμα του σταχιού, η ελεύθερη κίνηση των πουλιών, τα χρώματα της εξοχής, μαζί με τις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών πλάθουν ένα αρμονικό αποτέλεσμα. Μια αφορμή για σκέψη και προβληματισμό. Ένα ιστορικό ντοκουμέντο με κοινωνιολογικές προεκτάσεις.


Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Καλωσορίσατε Μίστερ Μάρσαλ-Bienvenido Mr Marshall


Η πανέμορφη κωμωδία του 1953, του Luis Garcia Berlanga, “Biennenido Mister Marshall”, προβλήθηκε στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, την Παρασκευή που μας πέρασε, στα πλαίσια μιας εβδομάδας αφιερωμένης στο Ισπανικό σινεμά. Ο αφηγητής εισάγει τον θεατή στον κόσμο της Ισπανικής επαρχίας, λίγο μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Η μονοτονία του μικρού χωριού Villar del Rio σπάει, όταν οι κάτοικοί του ξεκινούν ένα μαραθώνιο προετοιμασίας, για να υποδεχθούν τους υψηλά ιστάμενους Αμερικάνους, που έρχονται για να βοηθήσουν οικονομικά το έθνος, να ξεπεράσει τα προβλήματα που άφησε πίσω του ο πόλεμος.
Πρόκειται για ένα μαγικό συνδυασμό καταγραφής της πραγματικότητας και πολιτικής σάτιρας με εύστοχες νύξεις κοινωνικού περιεχομένου. Ασπρόμαυρη νεορεαλιστική εικόνα, χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας, λοιδορεί την εξουσία, πολιτική, θρησκευτική, οικονομική, δίχως να μπαίνει στον πειρασμό να εξωραΐσει τις αντιδράσεις των φτωχών χωρικών. Η φτώχεια και η αγραμματοσύνη δημιουργούν παντού και πάντα πρόθυμους χειροκροτητές.
Το χωριό μεταμορφώνεται. Μπροστά από τα ετοιμόρροπα σπίτια του κεντρικού δρόμου τοποθετούνται σκηνικά. Οι άνθρωποι φορούν παραδοσιακές στολές της Ανδαλουσίας και κουνάνε σημαιάκια. Κρύβουν οτιδήποτε αισθάνονται ότι λειτουργεί υποτιμητικά. Προσπαθούν μέσα από την αλλοίωση της φυσιογνωμίας τους, να δημιουργήσουν μια εντύπωση που να ανταποκρίνεται στα στερεότυπα, που οι ευεργέτες έχουν σχηματίζει για τους ευεργετούμενους.
Καθώς η ιστορία εξελίσσεται ο αφηγητής ανοίγει για τον θεατή «παράθυρα» παρατήρησης των γεγονότων. Ένας απολαυστικός δήμαρχος, βαρήκοος, που καταλαβαίνει περισσότερα από όσα αφήνει να φαίνονται, με υποκριτική μανιέρα που θυμίζει Βασίλη Λογοθετίδη, μια καλλονή τραγουδίστρια και ο πληθωρικός ατζέντης της, σε στυλ Βασίλη Αυλωνίτη, που αναλαμβάνει την «σκηνοθεσία» των εκδηλώσεων υποδοχής, ο ιερέας, ο ξεπεσμένος ευγενής, ο γαιοκτήμονας, η δασκάλα με τους μαθητές της, όλοι μαζί, ψηφιδωτά μιας εικόνας που θυμίζει έναν υπό κατεδάφιση καραγκιόζ-μπερντέ.
Οι ατάκες διαδέχονται η μια την άλλη με καταιγιστικό ρυθμό. «Το να ζητάς είναι ανέξοδο» προτρέπουν τους χωρικούς οι προύχοντες του τόπου, καθώς στήνουν ένα πρόχειρο γραφείο καταγραφής των αιτημάτων τους. Καθένας έχει το δικαίωμα να ζητήσει μόνο μια επιθυμία. Μια αγελάδα, ένα ζευγάρι παπούτσια, ανάγκες υπαρκτές, που μέσα από την απλοϊκότητά τους προβάλλουν το ύφος και το ήθος μιας ξεχασμένης επαρχίας.
Οι «επίσημοι» διασχίζουν με τις κουρσάρες τους το χωριό, χωρίς να σταματήσουν. Οι κάτοικοι στην κορυφαία στιγμή της ταινίας μαζεύουν τα κομμάτια τους, προσφέροντας, ότι μπορεί ο καθένας, για την αποκατάσταση των εξόδων. Το ξίφος του απόγονου των Κονκισταδόρες, μαζί με τα ακουστικά βαρηκοΐας, όλα πάνω σε ένα σωρό ονείρων και απογοήτευσης. Ο σκηνοθέτης δεν φαίνεται να τρέφει αυταπάτες. Πουθενά δεν αφήνει να εννοηθεί, ότι ακολουθεί η επιθυμητή συλλογική ωρίμανση.

Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

Αναχωρήσεις-Okuribito




Ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Yiojiro Takita, στην ταινία του «Αναχωρήσεις», καταφέρνει κάτι πολύ δύσκολο. Μιλάει λέξεις δύσκολες και δείχνει σοκαριστικές εικόνες, χωρίς να προκαλεί τον θεατή, ούτε για μια στιγμή. Φορτώνει στην αρχή της ταινίας τόσο υπερβολικά το κλίμα, που οι «δυσάρεστες» στιγμές βγαίνουν με απόλυτη φυσιολογικότητα, με την μέθοδο, θα μπορούσαμε να πούμε, της μασημένης μπουκιάς. Άλλωστε η πρόσληψη της τροφής κατέχει κεντρική θέση στην θανατερή αυτή ταινία, όπου οι εκφράσεις «Οι ζωντανοί τρώνε τους νεκρούς» και «Μου αρέσει τόσο, που μισώ τον εαυτό μου» αποκτούν μια συμβολική, αλληγορική διάσταση. Δεν είναι μόνο, βέβαια, η τροφή, η μέθοδος της εξοικείωσης με τον θάνατο. Τα νερά του ποταμού, τα σύννεφα, τα κύματα της θάλασσας, το πέταγμα των κύκνων και φυσικά η καινούργια ζωή, το έμβρυο, που μεγαλώνει στα σπλάχνα της γυναίκας, έρχονται να μαλακώσουν την μεταφυσική αγωνία. Όλα σε ελεγχόμενες δόσεις παρεμβαίνουν στην αφήγηση, ενώνουν τις σκηνές από το παρελθόν με το σήμερα και ταυτόχρονα αποκρυπτογραφούν τα συναισθήματα των ηρώων. Η μεγαλειώδης εισαγωγική σκηνή, της προετοιμασίας του νεκρού, με το μυστικό που αποκαλύπτει, έρχεται να προλάβει τον θεατή, να τον προετοιμάσει, για όσα θα ακολουθήσουν, έτσι ώστε η εξέλιξη της γύρω στα μέσα της ταινίας, να λειτουργήσει επεξηγηματικά έως διδακτικά.
Ο τσελίστας Daigo Kobayashi (Masahiro Motoki) μετά την διάλυση της ορχήστρας όπου εργάζεται στο Τόκυο, επιστρέφει στο σπίτι του, στο χωριό, μαζί με την σύζυγό του Mika (Ryoko Hirosue). Πιάνει δουλειά, ως βοηθός του Ikuei Sasaki (Tsutomu Yamazaki), στην επιχείρησή του, που αναλαμβάνει την φροντίδα των νεκρών πριν την αποτέφρωση ή την ταφή, ανάλογα με την θρησκευτική παράδοση. Αντιμετωπίζεται εχθρικά από το περιβάλλον του για αυτή του την επιλογή. Όταν ξεπερνά τον ενδόμυχο φόβο κάθε ζωντανού απέναντι στο άψυχο και με την καθοδήγηση του «μάστορα», μετατρέπεται σε ένα πραγματικό καλλιτέχνη. Ο σεβασμός στα τελετουργικά έθιμα, η αφοσίωση στην λεπτομέρεια, η αγάπη που επιδεικνύει για την τελειότητα, τον γεμίζουν αυτοπεποίθηση. Οι εκδηλώσεις ευχαριστίας και τα βλέμματα ανακούφισης των πενθούντων συγγενών μεταβάλλουν τον ψυχισμό του. Ο θάνατος, τελικά, φαίνεται πως είναι το αντίδοτο στον φόβο του θανάτου. Μένει όμως και κάτι ακόμα για να συμπληρώσει την ευτυχία του. Η συμφιλίωση με τις τραυματικές παιδικές του μνήμες, όταν ο πατέρας του τον παράτησε σε ηλικία 6 ετών, αυτόν και την μητέρα του και έφυγε για πάντα από την ζωή του.
Οι επαναλαμβανόμενες σκηνές μπροστά στους νεκρούς, οι επιδέξιοι χειρισμοί, η ανυπόκριτη στοργή, που επιδεικνύει, αφαιρούν τον στυγνό επαγγελματισμό. Οι προηγμένες κοινωνίες, που θέλουν να εξαφανίσουν το δυσάρεστο, να το κουκουλώσουν, όσο γίνεται γρηγορότερα, αναθέτουν σε γραφεία τελετών τον ρόλο, που σε πιο πρωτόγονους πολιτισμούς έπαιζε ο περίγυρος. Μέσα στην ταχύτητα και στην ρουτίνα χάνεται η ανθρωπιά. Για τον Daigo η ενασχόληση του με τις τελευταίες ώρες του σώματος των συνανθρώπων του σημαίνει απελευθέρωση.
Η ταινία, εκτός από τον αφηγηματικό της ιστό και τα στοιχεία γνωριμίας με την Γιαπωνέζικη κουλτούρα, έχει όλα εκείνα που χρειάζονται, για να βάλλει τον θεατή σε περιπέτειες σκέψης. Δεν μπαίνει σε επίπεδα μεταφυσικών ανησυχιών και όποτε οι διάλογοι εκτρέπονται προς τέτοιες κατευθύνσεις, γρήγορα γυρνούν σε ουσιωδέστερες και πιο γήινες αναφορές. Με σύμμαχο την μουσική, κύριο θέμα το “Ave Maria”, του Bach και καταπληκτικές ερμηνείες από το σύνολο των ηθοποιών και ιδιαίτερα τον Ikuei Sasaki, βρίσκει τον τρόπο να κουβαλήσει τα βλέμματα των θεατών σε λιμάνια προστατευμένα καλά.


Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Η άλλη όχθη-Gagma Napiri


Όταν ο πόλεμος ρημάζει τις ζωές των ανθρώπων. Όταν η αξία της ζωής χάνεται, ο αγώνας για την επιβίωση κυριαρχεί και οι σχέσεις δοκιμάζονται μαζί με τις αντοχές των ανθρώπων. Και μέσα σε όλα αυτά η παιδική ματιά, να προσπαθεί μέσα από την αγωνία και τον πόνο, να κατανοήσει τα γεγονότα. Το παιδικό βλέμμα μάρτυρας της αποσύνθεσης, ανήμπορο να κεντράρει με τα άρρωστα μάτια του, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη George Ovashvili, πάνω στην καταστροφή. Τα εργαλεία που χρειάζεται, για να ερμηνεύσει την τραγωδία που έπληξε τον λαό του, θα τα μαζέψει ένα-ένα στον δρόμο της επιστροφής στην γενέθλια γη του, στην άλλη όχθη του ποταμού.

Ένα οδοιπορικό σε μια καταστραμμένη χώρα είναι η ταινία «Η άλλη όχθη». Ο δωδεκάχρονος Tedo (Tedo Bekhauri) ζει με την μητέρα του στην Τυφλίδα της Γεωργίας, πρόσφυγας, μετά τον διωγμό του από την Αμπχαζία. Ο πατέρας του, που ήταν άρρωστος, δεν είχε μπορέσει να ακολουθήσει την οικογένειά του. Αν και Γεωργιανός στην καταγωγή, νοιώθει στο πετσί του την στάμπα του μετανάστη και ωθείται σε μικροπαραβατικές συμπεριφορές. Η νεαρή μητέρα του, μέσα στην απελπισία της, αναζητά την σιγουριά και την προστασία στους νταβατζήδες της περιοχής. Ο Tedo την βλέπει στο κρεβάτι με τον εραστή της και αποφασίζει να γυρίσει πίσω, αναζητώντας τον πατέρα του. Λαθρεπιβάτης σε τραίνο, μαζί με κλέφτες πολυτελών αυτοκινήτων, πάνω σε καρότσι που το σέρνει το άλογο, ακόμα και με τα πόδια, φθάνει στην πόλη του, για να ανακαλύψει, ότι αυτό που άφησε πίσω του δεν υπάρχει πια. Η ερημιά της προσφυγιάς και το μίσος του ντόπιου εθνικισμού των Αμπχάζιων έχουν ενωθεί σε ένα αποτρόπαιο γάμο. Μια ανοιχτή πληγή που αιμορραγεί και από τις δυο πλευρές. Θύτες και θύματα σφιχταγκαλιασμένοι στον ίδιο χορό του θανάτου.
Ο κινηματογραφικός φακός, πότε πάνω στο τρομαγμένο παιδικό πρόσωπο, πότε στα ερειπωμένα σπίτια και στα σαραβαλιασμένα αυτοκίνητα και πότε στις αχανείς στέπες της Καυκάσιας γης, αποτυπώνει τον διάχυτο φόβο, που μετατρέπεται σε οργή. Ο πόλεμος έχει φέρει στην επιφάνεια τα πιο αποκρουστικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Όσοι τολμούν να αντισταθούν είναι καταδικασμένοι. Η ζωή έχει τόση αξία, όση τα λίγα χρήματα, που ζητούν για να δωροδοκηθούν οι Ρώσοι κυανόκρανοι στα σύνορα. Η σκληρή πραγματικότητα δεν ταιριάζει στον σωματικά αδύναμο, στην γυναίκα, στο παιδί, στον άνθρωπο που η ψυχή του είναι γεμάτη αγάπη και συμπόνια. Κάθε κάδρο και μια καινούργια μαχαιριά, αποκαλυπτική της ανθρώπινης ζούγκλας. Πρόκειται για μια ταινία, που παράλληλα με το βασικό της θεματικό μοτίβο, καταπιάνεται με πολλά ζητήματα και χάρις την αυθεντικότητα της, όχι απλώς δεν πλατειάζει, αλλά καταφέρνει να τα αντιμετωπίζει με αξιοθαύμαστη επάρκεια και διεισδυτικότητα.
Αξεπέραστη κινητατογραφική στιγμή, η φυγή του μικρού Tedo από την μητρική εστία. Η σκιά του μικρού του σώματος, να τρέχει πάνω στην κορυφογραμμή, με τα λεπτά του χέρια και πόδια να ακολουθούν τους δικούς τους νόμους, αυτούς που έχουν βιώσει ανθρώπινη παράνοια.
Περισσότερα για την ταινία στο επίσημο site της

Τι κρίμα, σε τέτοιες εποχές οικονομικής δυσπραγίας, η αίθουσα του κινηματογράφου Φιλίπ, με τις ταινίες που προβάλλει το «Νεανικό πλάνο» και με τιμή εισιτηρίου μόνο 2,5 ευρώ, να είναι εντελώς άδεια. Ταινίες επιλεγμένες μια-μια, οι περισσότερες πραγματικά διαμαντάκια, έχουν ανάγκη από την υποστήριξη όλων των κινηματογραφόφιλων. Το πρόγραμμα για την φετινή περίοδο βρίσκεται εδώ. Ας κάνουμε μια προσπάθεια να το διαφημίσουμε.
Εδώ μια τέτοια αξιέπαινη προσπάθεια


Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

La teta asustada-Το γάλα της θλίψης



Με ένα λυπητερό τραγούδι, σαν προσευχή, ξεκινάει αυτή η ταινία της Claudia Llosa, “La teta asustada” (Το γάλα της θλίψης). Πάνω στο νεκρικό κρεβάτι, η μάνα, ανακαλεί από την μνήμη της την βία, τον όλεθρο, τον θάνατο, που έζησε στα ταραγμένα χρόνια της «τρομοκρατίας» και οι ξεψυχισμένες λέξεις-στίχοι, που βγαίνουν από το στόμα της, χτίζουν γύρω από την κόρη της, την Fausta (Magaly Solier), ένα πελώριο τοίχο απομόνωσης από την κοινωνία. Έτσι, όπως το γάλα-σύμφωνα με τον θρύλο-που ταΐσανε οι βιασμένες μητέρες τα μωρά τους και στάλαξαν μέσα τους τον φόβο. Αυτό το αυτοπροστατευτικό συναίσθημα, που όταν οι συνθήκες της δημιουργίας του πάψουν να υπάρχουν, μένει εκεί, ένας διαχρονικός τύρρανος, που δύσκολα γκρεμίζεται από τον θρόνο του.
Το Περού προσπαθεί να ανακάμψει από τον εμφύλιο πόλεμο. Μέσα στις παραδόσεις και στα φολκλορικά στοιχεία του πολιτισμού των Άνδεων μπαίνουν, τελείως «αχώνευτα», οι εισαγόμενες Αμερικάνικες αξίες. Ένας λαός που καταπίνει, σαν αφηνιασμένος, τα ξενόφερτα έθιμα. Τα φτωχά λαϊκά στρώματα μαϊμουδίζουν, ενώ η άνιση κατανομή του πλούτου προκαλεί πια με ασφάλεια. Η Fausta πιάνει δουλειά, σαν υπηρέτρια, στο αρχοντικό μιας ευκατάστατης πιανίστριας, για να μαζέψει τα χρήματα που απαιτούνται, για να μεταφέρει την σoρό της μητέρας της, πίσω στο χωριό τους. Όλοι οι άνδρες που περιβάλλουν τον μικρόκοσμό της, φαντάζουν, εν δυνάμει, βιαστές της. Τοποθετεί μια πατάτα μέσα στον κόλπο της, για να προστατευθεί. Ένας αδυσώπητος αγώνας ξεσπά, καθώς η ανάγκη και η θέληση για ζωή συγκρούεται με τον φόβο και την προκατάληψη. Ένα μοναχικό αγρίμι με σφιγμένες τις γροθιές του, ένα στρείδι που έχει κλείσει ερμητικά τις πόρτες του στον έξω κόσμο.
Αυτήν την τόσο ενδιαφέρουσα ιστορία παίρνει στα χέρια της η Περουβιανή Claudia Llosa και φτιάχνει αυτήν την αργή, ποιοτική και ποιητική ταινία. Με υπέροχα εξωτερικά πλάνα, με ερμηνείες ηθοποιών γεμάτες εσωτερικότητα και με αρκετές σκηνές που μιλούν αλληγορικά, για πράγματα, που ο θεατής καλείται να συμμετέχει στην ερμηνεία τους, όπως για παράδειγμα το σπάσιμο του μαργαριταρένιου κολιέ της οικοδέσποινας και η συμφωνία της, να δίνει στην Fausta μια χάντρα για κάθε τραγούδι, που θα της φανερώνει. Μια χάντρα πίσω από την άλλη μέχρι η μηχανική ζυγαριά, που τις ακουμπάει, να γύρει τελικά προς την άλλη πλευρά.
Όχι τόσο σαν ψεγάδι, όσο, σαν μια παρατήρηση που θα μπορούσε να γίνει, είναι, ότι με ξένισε λίγο η έλλειψη μιας σαφούς σκηνοθετικής υπογραφής. Σε όλη τη διάρκεια του film κατάφερα να διακρίνω αρκετές σκηνοθετικές επιρροές και ειδικά στην προσπάθεια να αποδοθεί η ιδεολογία του κιτς.