Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Μηδαμινές αποστάσεις-Postřižiny


Με ένα μικρό αριστούργημα έκλεισε για φέτος τις προβολές της η Κινηματογραφική Λέσχη Πεύκης.




Η ταινία «Μηδαμινές αποστάσεις» (Cutting it short), του Τσέχου σκηνοθέτη Jiri Menzel, βασισμένη στο μυθιστόρημα, Postriziny
 του Bohumil Habral, περιγράφει την ζωή ενός νέου ζευγαριού σε ένα μικρό παραποτάμιο χωριό της Τσεχοσλοβακίας, λίγο μετά το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου.


Ένας παλιός κόσμος έχει καταρρεύσει μαζί με τα ερείπια της Αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας και αχνά αρχίζει να εμφανίζεται κάτι καινούργιο. Η Maryska (Magda Masaryova),μια πανέμορφη γυναίκα γεμάτη ρομαντισμό αλλά και δυναμισμό, μια νεράιδα του καλού, μαγεύει τον περίγυρό της. Ο άνδρας της Francin (Jiri Schmitzer) είναι ο διαχειριστής ενός δυναμικά ανερχόμενου ζυθοποιείου, ένας συγκρατημένος νεαρός που προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στα αυστηρά μέλη του διοικητικού συμβούλιου της επιχείρησης και στον αυθορμητισμό και στην ζωντάνια της γυναίκας του. Όλα αναστατώνονται, όταν καταφθάνει για να ζήσει μερικές μέρες μαζί τους ο αδελφός του ο Pepin (Jaromir Hanzlik), ένας τύπος παρορμητικός, φωνακλάς, με παντελή έλλειψη διακριτικότητας, που μαζί με την Maryska «επιβάλουν» στο περιβάλλον τους τον δικό τους εξωστρεφή τρόπο ζωής.


Φωτογραφία σπάνιας εικαστικής ομορφιάς, λεπτό χιούμορ και ένα πάντρεμα κινηματογραφικής τεχνικής, που παραπέμπει στον βωβό κινηματογράφο και στις ταινίες του Ζακ Τατί, κάτι λίγο από παραμύθι- όσο αφορά παραπομπές σε συμβολισμούς- και μια διάθεση καλωσορίσματος του καινούργιου, που πρόκειται να γεννηθεί. Μέσα στην κοιλιά της πρωταγωνίστριας έχει ήδη συλληφθεί ο μελλοντικός συγγραφέας του βιβλίου. Τα… εμβρυϊκά χρόνια της αθωότητας

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Infancia Clandestina-Με λένε Ερνέστο


Ένας πρώιμος εφηβικός έρωτας μέσα στα μαύρα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας στην Αργεντινή, είναι το θέμα της ταινίας “Infancia Cladestina”, του Benjamin Avila. Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα- όπως από την αρχή μας πληροφορεί -και με πολλές φωτογραφίες από την παιδική ηλικία του σκηνοθέτη- που «πέφτουν» μαζί με τους τίτλους του τέλους- μας μεταφέρει στο κλίμα της δεκαετίας του ’70. Γεγονότα, που έχουν χαραχτεί στην μνήμη του,  εικόνες τόσο έντονες- που πηγάζουν από το υποσυνείδητο του- και που σε καθοριστικές στιγμές της αφήγησης «σφυροκοπούν» την μεγάλη οθόνη με καρέ κόμικς, τύπου περιοδικού «Μάσκα», που σημάδεψε την εφηβεία και πολλών συνομηλίκων του- και λίγο πιο παλιών- και στην χώρα μας. Οι φωνές των παραστρατιωτικών και της μυστικής αστυνομίας, όταν επιτίθενται, οι πυροβολισμοί τους, γίνονται πάνω στο πανί, όπως και στο φτηνό χαρτί των παλιών περιοδικών, που φιλοξενούσε αυτά τα σκίτσα, ένας κώδικας επικοινωνίας ανάμεσα σε μυημένους, όπως για παράδειγμα η κλειστή τεθλασμένη γραμμή πάνω στο μαύρο φόντο, ο ήχος του όπλου που αφαιρεί ζωές αγαπημένων.

Ο δωδεκάχρονος Juan (Teo Gutiérrez Moreno), όταν επιστρέφει στην Αργεντινή λαθραία με τους γονείς του, από την Κούβα, αναγκάζεται να κυκλοφορεί με ψεύτικη ταυτότητα και με το όνομα Ernesto. Οι γονείς του, μέλη της αριστερής οργάνωσης των Περονιστών  Montoneros, αναλαμβάνουν αντιστασιακή δράση καλυμμένοι πίσω από μια επιχείρηση, που πουλούσε φιστίκια με σοκολάτα και που ανήκε στον θείο Beto (Ernesto Alterio).  Ο Juan αισθάνεται διαφορετικός από τα άλλα παιδιά. Οι δικές του παραστάσεις μεγαλώνοντας μέσα σε ένα σπίτι σε κατάσταση παρανομίας, με τους γονείς του να παίρνουν μέρος σε αντικαθεστωτικές δράσεις, έρχεται σε σύγκρουση με τον έξω κόσμο, τον κόσμο του σχολείου και της γειτονιάς. Όταν ερωτεύεται την συμμαθήτριά του την María (Violeta Palukas), αυτή η σύγκρουση σε συνδυασμό με την διάλυση της οργάνωσης των γονιών του, θα ανατρέψει για πάντα την παιδική του ματιά και θα τον οδηγήσει σε μια πρόωρη ωριμότητα.

Η ταινία παρά την σαφή αντιδικτατορική της στάση, δεν παραλείπει, να θέσει με σαφή τρόπο ζητήματα, που αφορούν την οργάνωση,  την στάση και τις διαφορετικές αντιλήψεις και πρακτικές ανάμεσα στα μέλη των ακτιβιστικών οργανώσεων. O Juan γίνεται μάρτυρας μιας έντονης αντιπαράθεσης, ανάμεσα στον πατέρα του και τον θείο του, όσο αφορά την πειθαρχία των μελών μιας παράνομης οργάνωσης.  Παραμερίζουμε την ευχαρίστηση; Παραιτούμαστε από κάθε απόλαυση, όσο διαρκεί ο ένοπλος αγώνας  τοποθετώντας την ευτυχία στο απώτερο μέλλον ή η πάλη για την αλλαγή της κοινωνίας γίνεται παράλληλα με την προσωπική συναισθηματική ολοκλήρωση; Και πάλι, σε μια άλλη συζήτηση ανάμεσα στους γονείς του και στην γιαγιά του, που ο μικρός πρωταγωνιστής ήταν παρών, μπαίνει το ζήτημα, του μέχρι ποιο σημείο ένας άνθρωπος μπορεί να αναλάβει τον κίνδυνο, για τον εαυτό του και για τους αγαπημένους του,  να παλέψει για τα ιδανικά του, απέναντι σε έναν αντίπαλο πάνοπλο και ανελέητο.

Σε δεύτερα και τρίτα επίπεδα βλέπουμε μια κοινωνία υποταγμένη στον φόβο. Η εκπαίδευση στην υπηρεσία του καθεστώτος, η πατριδοκαπηλία, η έπαρση της στρατιωτικής σημαίας της Αργεντινής με τον ήλιο, αυτής που τελικά επικράτησε.  Παρακολουθούμε όμως και εικόνες καθημερινότητας. Τα εφηβικά πάρτι, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, το δέος του αγγίγματος των σωμάτων στον πρώτο χορό. Η τελετουργία της λήψης μάτε, του τσαγιού που πίνουν στην Αργεντινή και που κατέχει μαζί με το κρέας στα κάρβουνα, το asado, ένα μέρος της κουλτούρας τους.

Ο Juan είχε την τύχη και  την ατυχία να είναι μέλος μιας οικογένειας ανθρώπων δοσμένων ολοκληρωτικά σε ένα σκοπό στην ζωή τους. Τύχη, γιατί από νωρίς εκτέθηκε και γαλουχήθηκε με τις ιδέες της Αριστεράς, γιατί μπόρεσε να ονειρευτεί μαζί με τους δικούς του ένα κόσμο διαφορετικό και ατυχία, γιατί είδε αυτόν τον κόσμο να γκρεμίζεται και γιατί ήταν κι αυτός μέσα στα ερείπιά του. Η τύχη της μικρής του αδελφής, που τόσο επιμελημένα αποσιωπάται στην ταινία,  είναι  η πιο εύγλωττη διαμαρτυρία για το έγκλημα της υιοθεσίας των μωρών των εκτελεσμένων αντιστασιακών, που τόσο πολύ απασχόλησε την κοινωνία της Αργεντινής, αρκετά χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

Πρόκειται για αμιγώς πολιτικό κινηματογράφο, ίσως όχι με την στιβαρότητα και την ιδεολογική ταυτότητα άλλων ταινιών, όμως η ευαισθησία του και η αισιοδοξία που αποπνέει, παρά την σε πρώτο πλάνο οικογενειακή τραγωδία, αφήνουν στον θεατή μια γλυκιά αίσθηση πολιτικής υπεροχής των ιδεών που πρεσβεύει.

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Blancanieves-Χιονάτη

Από τις φολκλορικές ιστορίες  των αδελφών Grimm του 19ου αιώνα, στην Ανδαλουσία της τρίτης δεκαετίας του 20ου και από εκεί μέχρι τις μέρες μας, ένα γοητευτικό γαϊτανάκι συμβολισμών, ένα παραμύθι που μεταφέρει αξίες διαχρονικές, ντυμένες στο άσπρο και το μαύρο του "σύγχρονου", δηλαδή, του ηθελημένα  βωβού κινηματογράφου, κάτω από την λυτρωτική μουσική του φλαμένκο. 
Η Blancanieves Carmen (Sofía Oria, ως κορίτσι και Macarena Garcia, ως γυναίκα), η Χιονάτη του Pablo Berger, κόρη μιας χορεύτριας του φλαμένκο της Carmen de Triana (Inma Cuesta) και ενός ταυρομάχου του Antonio Villalta (Daniel Jiménez Cacho), γέννημα θρέμμα της φτωχής λαϊκής τάξης, έρχεται σε σύγκρουση με την διαφθορά και την υποκρισία των αστών. Συνεχείς αναφορές στον Federico García Lorca και σε κάποια σημεία στον Luís Buñuel, Ένας ανελέητος βομβαρδισμός ανατρεπτικής, πρωτότυπης φωτογραφίας, με την κάμερα να τρυπώνει στα πιο απίθανα σημεία, για να αποτυπώσει την σχέση ανθρώπου-τοπίου. Το ζωώδες, το αυθεντικό, το αμόλυντο, έρχεται σε σύγκρουση με την αλαζονεία του δήθεν. Εδώ, η Χιονάτη δεν είναι η αθώα παιδούλα με την λευκή επιδερμίδα και τα εβένινα μαλλιά, ούτε οι νάνοι είναι τα ερμαφρόδιτα εργατόπαιδα του Ντίσνευ. Το κάρο με τα άλογα που μεταφέρει το μπουλούκι των θεατρίνων-ταυρομάχων είναι ο μπερντές των απόκληρων, που επάνω του αντανακλά η σαπίλα του κατεστημένου. Βασιλόπουλο, μπορεί να γίνει όποιος ή όποια έχει να ξοδέψει λίγες δεκάρες στην παράσταση του δρόμου, γιατί σε μια εμπορευματοποιημένη κοινωνία όλα αγοράζονται, εκτός από την αγάπη. Το προνόμιο να αγαπήσει το έχει μονάχα το άτομο με ειδικές ανάγκες ο πιο ταπεινός από τους νάνους ταυρομάχους και την τιμωρία της κακιάς μητριάς, της Encarna (Maribel Verdu), δεν θα την δούμε ποτέ, παρά μόνο σαν μια φευγαλέα σκιά, με τα κέρατα του ταύρου πάνω στον τοίχο των υπογείων της αρένας. Η Blancanieves αμφισβητεί τον μύθο του αρρενωπού torero και ταυτόχρονα σπάει τα δεσμά που την δένουν με την πατριαρχική κοινωνία. Την ώρα που ο πατέρας της, καθισμένος στην αναπηρική πολυθρόνα, της διαβάζει την Κοκκινοσκουφίτσα-συντρόφισσα στα ψυχαναλυτικά φροϋδικά ντιβάνια-  εκείνη έχει ήδη κάνει το άλμα από τις σελίδες του παραμυθιού, μέχρι την αιωνιότητα, μέσα από τις διασκευές και τους σχολιασμούς, που το ανθρώπινο πνεύμα επιφυλάσσει σε κάθε τι αυθεντικό, που έχει τις ρίζες του στην πρωταρχική ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ιδιαίτερη αναφορά στην μουσική του Alfonso Vilallonga,και στην εκκωφαντική, αν και βωβή, ερμηνεία της Maribel Verdu