Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

The curious case of Benjamin Button

Ο Benjamin Button γεννιέται γέρος. Καθώς περνούν τα χρόνια γίνεται ολοένα και νεότερος και στο τέλος της ζωής του πεθαίνει, σαν ένα νεογέννητο μωράκι. Και όλα αυτά ενώ ο κόσμος γύρω του ακολουθεί τους γνώριμους και γι’ αυτό αδιάφορους ρυθμούς του.
Αυτό το πρωτότυπο εύρημα είναι ολόκληρη η ταινία του David Fincher. Από εκεί και πέρα το μόνο που παρακολουθούμε, είναι μια ανάλαφρη αισθηματική κομεντί, που εκτυλίσσεται με αναφορές στην ιστορία της Αμερικής, από το τέλος του Α’ παγκόσμιου πολέμου μέχρι και τον τυφώνα Κατρίνα το 2003.
Η ταινία είναι ολόκληρη ένα φλασμπακ από τα χειρόγραφα της ετοιμοθάνατης Daisy (Cate Blanchett), καθώς της τα διαβάζει η κόρη που απέκτησε από τον Benjamin Button, όταν συναντήθηκαν κάποια στιγμή στην μέση της ζωής τους, ο ένας οδεύοντας προς τα νιάτα και η άλλη προς τα γηρατιά και οι δυο όμως προς τον θάνατο.
Ένας τυφλός ωρολογοποιός, που έχασε τον γιο του στον πόλεμο, φτιάχνει ένα μεγάλο ρολόι, που οι δείκτες του γυρνάνε ανάποδα, έτσι ώστε να μπορέσει να τον φέρει πίσω στην ζωή. Την ίδια στιγμή στην Νέα Ορλεάνη γεννιέται ο Benjamin Button.
Μια ιστορία του F. Scott Fitzgerald για τον μεγάλο δυνάστη της ανθρώπινης ψυχής τον χρόνο. Η προδιαγεγραμμένη πορεία προς τον αφανισμό. Οι ανθρώπινες ζωές μαριονέττες στα χέρια μιας αδυσώπητης, απρόβλεπτης και χωρίς δυνατότητες επηρεασμού μοίρας. Αυτός ο ντετερμινιστικός τρόπος σκέψης διαπερνά το έργο σε όλη τη διάρκεια του και υπερτονίζεται και από επί μέρους περιστατικά, που εμβόλιμα διαπερνούν τον αφηγηματικό ιστό, όπως αυτό με τον τρόφιμο του γηροκομείου, που όποτε βλέπει τον Button, του υπενθυμίζει πως επτά φορές στην ζωή του γλύτωσε από πτώση κεραυνού.
Η ταινία σε αρκετά σημεία πλατειάζει και δεν δικαιολογεί τις δυόμιση ώρες της προβολής της, αλλά μας αποζημιώνει με μερικά ξεχωριστά πλάνα γεμάτα κινηματογραφική ομορφιά, σαν πίνακες ζωγραφικής, όπως αυτό που η νεαρή Daisy σε μια προβλήτα και με το φως του φεγγαριού χορεύει για τον μεσήλικα Benjamin, κάτω από τους ήχους του Summertime του Gershwin.

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

Diarios de Motocicleta


Ένα καλογυρισμένο, πλην όμως φαινομενικά συνηθισμένο, road-movie είναι η ταινία «Diarios de Motocicleta», του Walter Salles. Δυο νεαροί φίλοι, ο ένας τελειόφοιτος της ιατρικής και ο άλλος της βιοχημείας, ξεκινούν από την Αργεντινή, πάνω στην ημιθανή μοτοσικλέτα τους και περνώντας από την Χιλή και το Περού, θα καταλήξουν στο Καράκας της Βενεζουέλας. Μια πορεία από τον Νότο προς τον Βορρά, μέσα από τα εναλλασσόμενα τοπία της Λατινικής Αμερικής, που σημαίνει γνωριμία με τους κατοίκους της μεγάλης ηπείρου και τα προβλήματά τους, αλλά ταυτόχρονα και μια κοινωνική και πολιτική ωρίμανση για τους δυο νέους.
Όλο το μυστικό της ταινίας βρίσκεται ακριβώς εδώ. Ο θεατής γνωρίζει, ότι πρόκειται για την μοτοσικλέτα «Poderosa» και ότι οι δυο φίλοι είναι ο Ernesto Guevara de la Serna και ο Alberto Granados. Οι ίδιοι οι ήρωες φυσικά. . . δεν το γνωρίζουν. Πως θα μπορούσαν άλλωστε, αφού η διήγηση αφορά τα νεανικά τους χρόνια και η ιστορία, που επρόκειτο να γραφτεί, περιμένει στο μέλλον, μερικά χρόνια αργότερα.
Ο σκηνοθέτης βρίσκεται κάπου στην μέση. Φτιάχνει μια ταινία για τον Τσε, αλλά με την σύμφωνη γνώμη των θεατών, προσποιείται, ότι δεν το γνωρίζει. Βρίσκει έτσι την ευκαιρία να μας δείξει, από τι στόφα είναι και πως χτίζεται η προσωπικότητα ενός ιδεαλιστή επαναστάτη. Όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά, που συνθέτουν ένα χαρισματικό άτομο και που αναδύονται μέσα από ασήμαντες λεπτομέρειες της καθημερινότητας και των διαπροσωπικών σχέσεων. Ο Ernesto έχει τις κεραίες του τεντωμένες. Αφουγκράζεται τον πόνο των ανθρώπων γύρω του και την αδικία. Με εξαίρεση την θυμωμένη αντίδρασή του στον εργοδηγό του ορυχείου, για την προκατάληψη του απέναντι στους αριστερούς εργάτες και την ομιλία του στο προσωπικό της ιεραποστολικής ομάδας, που λειτουργεί το νοσοκομείο για τους λεπρούς στο Περού, δεν βλέπουμε καμιά άλλη πολιτική παρέμβαση. Αντίθετα, η ταινία είναι γεμάτη από ελαφρούς χιουμοριστικούς διαλόγους, από φλερτάκια των πρωταγωνιστών με όμορφες δυναμικές Λατινοαμερικάνες και από τις αγωνιώδεις προσπάθειες του Ernesto, να βγει νικητής από το άσθμα του, που τον ταλαιπωρεί και σωματικά και ψυχολογικά.
Ο σκηνοθέτης αποφεύγει να κάνει πολιτικούς υπαινιγμούς ή να πάρει θέση πάνω στην μετέπειτα επαναστατική στρατηγική του Τσε. Έχοντας σαν σύμμαχο το χρονικό παράθυρο του έτους 1952, αρκείται σε μια καταγραφή γεγονότων, που άλλωστε βασίζονται στο προσωπικό ημερολόγιο του Τσε και έτσι φτιάχνει μια ταινία περιγραφική, με τα μηνύματά της επιμελώς κρυμμένα.
Η μουσική του Gustavo Santaolalla, λειτουργική, ενώνει τους επιμέρους σταθμούς του μεγάλου ταξιδιού με ήχους πρωτότυπους.