Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Σιωπηλές ψυχές-Ovsyanki


Αν ο σκηνοθέτης Aleksei Fedorchenco, στην ταινία «Σιωπηλές ψυχές» (Ovsyanki), δεν διάλεγε να χρησιμοποιήσει τους εκφραστικούς κανόνες του road movie, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε, για μια εξαιρετική ταινία. Εικόνες ανεπανάληπτης αισθητικής, περιεχόμενο γεμάτο χωρίς ευκολίες, μια προσέγγιση, με κάπως απόμακρη ματιά, αλλά ταυτόχρονα λυρική, καθώς επίσης και η προσθήκη στοιχείων συμβολισμού, δίνουν ένα τόνο ποιότητας. Αυτό που ξενίζει, είναι μια έλλειψη αυτοπεποίθησης, που προσπαθεί, ενώ δεν το έχει ανάγκη, να το καλύψει, επιλέγοντας να κεντράρει επάνω στην έννοια του «ταξιδιού».
Μετά τον θάνατο της κατά πολύ νεώτερης γυναίκας του, της Tanya (Yuliya Aug), ο Miron (Yuriy Churilo) αποφασίζει να ακολουθήσει όλα τα ταφικά έθιμα της φυλής τους των Merya, μιας φυλής Φινο-ουγγρικής καταγωγής, που όμως έχει ενσωματωθεί στην αχανή έκταση της Ρωσικής επικράτειας. Με την συνοδεία του φίλου του Aist (Igor Sergeev) και ενός ζευγαριού τσιχλονιών, μέσα στο κλουβί, ξεκινούν με το αυτοκίνητο διασχίζοντας από Βορρά προς Νότο την Ρωσία, για να αποτεφρώσουν την σορό και να σκορπίσουν την στάχτη στο υγρό στοιχείο- σύμφωνα με τα έθιμα- στον τόπο που το ζευγάρι είχε περάσει τον μήνα του μέλιτος του. Στην διαδρομή ο Miron εκμυστηρεύεται στον Aist στιγμές της συζυγικής του ζωής και μαθαίνει κάτι, που ο ίδιος αγνοούσε. Στην επιστροφή το δέσιμο των δυο ανδρών γίνεται μεγαλύτερο, μέχρι που η φυλακισμένη άγρια φύση παίρνει την εκδίκησή της, λυτρώνοντας τους από μια διάχυτη καταπιεσμένη εσωστρέφεια.
Αμέτρητα πλάνα της Ρωσικής υπαίθρου, με το κρύο και την υγρασία περασμένα μέσα από το παρ-μπριζ του αυτοκινήτου, να κάνουν την παρουσία τους διαρκώς αισθητή. Κουβέντες που έχουν να κάνουν με τις αντιλήψεις των ανθρώπων, για τον έρωτα, το σεξ, την σχέση τους με την φύση και ιδιαίτερα με το νερό, που αποτελεί γι’ αυτούς το σημείο συνάντησης της ζωής με τον θάνατο, της ύπαρξης με την ανυπαρξία, αυτό που ο δυτικός άνθρωπος έχει συνηθίσει να αποκαλεί «Θεό».
Ο ρυθμός της ταινίας, αργός και μελαγχολικός, προσπαθεί να υποβάλλει τον θεατή σε μια διαφορετική πραγματικότητα και κάποιες στιγμές, το μόνο που ακούγεται είναι τα κελαηδίσματα των δυο πουλιών μέσα στην καμπίνα του τετρακίνητου αυτοκινήτου.
Εκτός από την σκηνή του ολοκαυτώματος δίπλα στο ποτάμι, πολύ δυνατή είναι και η εικόνα, που προβάλει στο θαμπωμένο τζάμι του δωματίου του ξενοδοχείου, όπου ο πρωταγωνιστής κατέφυγε με μια εταίρα μετά την ολοκλήρωση της αποτέφρωσης.

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Volver


Τελικά και τα πιο σοβαρά πράγματα μπορούν να ειπωθούν με τον πιο χαριτωμένο τρόπο. Βιασμοί, δολοφονίες, ανεργία, μίζερη ζωή, καρκινοπαθείς στο τελευταίο στάδιο και όμως σηκώνεσαι από την καρέκλα με ένα χαμόγελο, γιατί ο δαιμόνιος Pedro Almodóvar φαίνεται να γνωρίζει τόσο καλά την γυναικεία ψυχολογία, που η κινηματογράφησή του γίνεται ένα χαλαρωτικό κολύμπι μέσα σε μια απελπιστικά δύσκολη πραγματικότητα. Σε αυτό το “Volver”, μπορεί ο θεατής να δει σχεδόν τα πάντα όσο αφορά το “What’s on a woman’s mind”. Και αυτό, χωρίς να ξαπλώσει καμιά γυναίκα σε ψυχαναλυτικά κρεβάτια. Αρκεί μονάχα να τις βλέπεις να περπατούν, να ντύνονται, να βάφουν τα μαλλιά τους, να βλέπεις από περίεργες οπτικές γωνίες τα πόδια τους μέχρι το ύψος του αστραγάλου, να υπόσχονται με το βλέμμα τους το σεξ, να απωθούν τον σύντροφό τους από το να κάνουν σεξ, να υποφέρουν και να τιμωρούν. Σε αυτήν την ταινία δεν θα εξετάσουμε το ποιος τελικά έχει δίκαιο, ούτε αν είναι σωστό να παίρνει κανείς τον νόμο στα χέρια του. Όποιος δεν το καταλάβει αυτό, ούτε μετά την σκηνή, που δείχνει την Penelope Cruz σε πρώτο πλάνο, προφίλ, να έχει κατεβάσει το βρακί της και να κάθεται προφίλ στην λεκάνη της τουαλέτας, για να ουρήσει, χάνει κάθε πιθανότητα κατανόησης της ταινίας.
Μυστήριο, απορίες, μισόλογα, παράξενες συμπεριφορές, σασπένς, όλα μαγειρεμένα και παρουσιασμένα σε ένα αμάλγαμα πειθαρχημένης «αναρχίας». Για τον άνδρα το σεξ είναι ένα παιχνίδι, σίγουρα με κάποιους κανόνες, ίσως κάτι παραπάνω από την απόλαυση ενός παγωτού. Τι είναι για την γυναίκα το σεξ; Εδώ ο σκηνοθέτης σηκώνει τα χέρια, δεν επιχειρεί να δώσει απάντηση. Απλώς ρωτάει στο τέλος-τέλος, αν μπορώ να ερμηνεύσω με δικά μου λόγια την ταινία: Αν εξαιρέσουμε, ότι η διασταύρωσή τους οδηγεί στην δημιουργία της ζωής, τελικά ο άνδρας και η γυναίκα υπάγονται στο ίδιο ζωικό είδος;
Στην ταινία ακούγεται η Estrella Morente, να δανείζει την φωνή της, σε ένα τμήμα από το πανέμορφο ομώνυμο τραγούδι σε μουσική του Carlos Gardel και στίχους του Alfredo le Pera.

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Hereafter-Η ζωή μετά


Βλέπω και ξαναβλέπω το αποπροσανατολιστικό τρέηλερ της ταινίας του Clint Eastwood, “Hereafter” και αισθάνομαι για άλλη μια φορά τον βαθμό ωριμότητας, στον οποίο έχει φθάσει αυτός ο σκηνοθέτης. Η ικανότητά του να καταπιάνεται με θέματα, όπως αυτό της μετά θάνατο ζωής και να μην φοβάται, να μην μασάει τα λόγια του. Είναι προφανές, ότι η υστεροφημία του δεν τον απασχολεί καθόλου. Πατά γερά στην πραγματικότητα, είναι τόσο σίγουρος για τον εαυτό του και για τον ορθολογισμό που εκφράζει, ώστε δεν διστάζει να βουτήξει μέσα στα χωράφια της παραψυχολογίας, για να ανασύρει μέσα από τον βούρκο της ανυποληψίας κάποια χαμένα και παρεξηγημένα διαμάντια. Φυσικά, για να το κάνει αυτό «λερώνεται», όμως ο προσεκτικός θεατής μπορεί, σε όλη την διάρκεια της μεγάλης αυτής ταινίας, να κρατήσει το νήμα που αφήνει ο σκηνοθέτης, έτσι ώστε να είναι συνεχώς σε επαφή με τον κόσμο των πέντε αισθήσεων.
Τρεις παράλληλες, δραματικές ιστορίες με διαρκώς κλιμακούμενη ένταση, που στο τέλος συγκλίνουν σε ένα φινάλε λυτρωτικό, έχοντας καταφέρει να απαντήσουν στις αρχικά διατυπωμένες ερωτήσεις, αποφεύγοντας ταυτόχρονα να εστιάσουν σε ότι φαντάζει απρόσιτο για το ανθρώπινο μυαλό. Μια γαλλίδα μεγαλοδημοσιογράφος, θύμα του μεγάλου τσουνάμι της νοτιοανατολικής Ασίας, στιγμιαία πεθαίνει (σταματά για ελάχιστα δευτερόλεπτα η καρδιά της και η αναπνοή της) και επανέρχεται στην ζωή με οράματα, για τα δευτερόλεπτα του «θανάτου» της. Ένας Αμερικάνος μέντιουμ, που προσπαθεί να απαλλαγεί από το- υποτίθεται- χάρισμα που έχει να επικοινωνεί με τους νεκρούς και ένα παιδάκι από την Αγγλία, που έχασε σε ατύχημα το δίδυμο αδελφάκι του και θέλει να συμφιλιωθεί με την ιδέα του χαμού του.
Η ταινία είναι μια κριτική στον κόσμο της εφήμερης απόλαυσης. Είναι ένα σκούντημα στον γήινο τρόπο ζωής, αυτόν που έχει να κάνει με το χρήμα, με την δόξα, με την καπατσοσύνη. Ένα τρόπο ζωής, που ενώ φαντάζει στέρεος είναι όμως ανασφαλής και μέσα από αυτή του την ανασφάλεια λειώνει, ότι ακούγεται διαφορετικό. Ο αγνός άνθρωπος, ο πραγματικός αναζητητής, έχει να παλέψει από την μια μεριά, ανάμεσα στις χονδροειδείς, χαμηλών κραδασμών αισθήσεις, που απαρτίζουν την καθημερινότητά του και από την άλλη, να αποφύγει τις παγίδες των επαγγελματιών μεταφυσικών ερμηνευτών, είτε αυτοί λέγονται θρησκευτικοί λειτουργοί, είτε ευκαιριακοί κομπογιαννίτες, έμποροι ελπίδας.
Το σενάριο είναι εκπληκτικό. Πραγματικά κυλάει τόσο ομαλά, καθώς καταφέρνει να ελίσσεται ανάμεσα σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους. Όποιες ακραίες συμπτώσεις ή υπερβολές θάβονται κάτω από το ενδιαφέρον, που προκαλούν η αφήγηση και η συνάρτηση με την ειδησεογραφική πραγματικότητα. Το τσουνάμι, για παράδειγμα ή οι βομβιστικές επιθέσεις στο μετρό του Λονδίνου, εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο την εξέλιξη της ταινίας.
Η σκηνοθεσία είναι ένα κόσμημα ακρίβειας, με ιδιαίτερη έμφαση στα κοντινά πλάνα, όπως αυτά στην σχολή μαγειρικής, όπου οι πρωταγωνιστές με κλειστά τα μάτια προσπαθούν να αναγνωρίσουν τις γεύσεις και διευκολύνονται στο πλησίασμα μεταξύ τους. Σε πολλά σημεία της ταινίας είναι ολοφάνερη αυτή η γοητευτική ικανότητα που έχει ο Eastwood, να αφήνει να εννοηθούν πολύ περισσότερα από αυτά που φαίνονται.
Πολύ όμορφη και λειτουργική επίσης η επιλογή των μουσικών κομματιών, ένα ιδανικό μουσικό χαλί.