Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Another year-Μια χρονιά ακόμα


Από την πρώτη την εισαγωγική σκηνή, ο Mike Leigh, κάνει ξεκάθαρο, που ακριβώς θέλει να καταλήξει. Σε κάτι πολύ απλό και ξεκάθαρο, αλλά ταυτόχρονα και τόσο δύσκολο να επιτευχθεί. Η ηλικιωμένη γυναίκα ζητά από την γιατρό υπνωτικά χάπια, για να μπορεί να κοιμάται τα βράδια και έπειτα, στο γραφείο της ψυχολόγου, καταλαβαίνουμε, ότι τα προβλήματα στην προσωπική της ζωή ευθύνονται για την κατάστασή της. Η αγάπη, λοιπόν, στις διαπροσωπικές σχέσεις, η ειλικρίνεια, η αίσθηση της συντροφικότητας, το να μοιραζόμαστε πράγματα, το να χρησιμοποιούμε τα καταναλωτικά αγαθά όσο και όποτε τα χρειαζόμαστε και όχι σαν μέσο επίδειξης και υποκατάστασης των πραγματικών μας αναγκών.
Ακούγονται, φυσικά, όλα αυτά κάπως διδακτικά, κάπως σαν τσιτάτα που προφέρονται μεταξύ τυρού και αχλαδιού. Στην ταινία όμως του Mike Leigh δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Πλάι στο κεντρικό δίδυμο της ψυχολόγου Gerri (Ruth Sheen) και του άντρα της Tom (Jim Broadbent), παρελαύνουν μια σειρά ανθρώπων-χαρακτήρων, έτοιμων, να μας επιτρέψουν να εισχωρήσουμε στον εσωτερικό τους κόσμο, μέσα από τις χαραμάδες-τομές που ανοίγει ο σκηνοθέτης με το …χειρουργικό του νυστέρι.
Η ταινία υπερβολικά στατική, με ένα είδος γραφής που θα ταίριαζε περισσότερο σε θεατρικό έργο. Χωρίς ξεκάθαρη υπόθεση, που να ξεκινάει και να τελειώνει κάπου. Με σκηνές φαινομενικά ξεκάρφωτες, όπως αυτές στο μποστάνι, που καλλιεργούν λίγο έξω από το Λονδίνο οι πρωταγωνιστές. Κι όμως όλα αυτά λειτουργούν, γιατί αφήνουν να αναδυθεί από μέσα τους ένα συγκλονιστικό σενάριο. Οι διάλογοι και τα βλέμματα των ηθοποιών, όποτε η κάμερα εστιάζει επάνω τους ή φευγαλέα κινείται προσπερνώντας τα, όσο ακριβώς χρειάζεται για να μας αφήσει να καταλάβουμε, τι «παίζει», αφηγούνται σε δεύτερα και τρίτα επίπεδα, όσα είναι απαραίτητα για την κατανόηση του έργου.
Κεντρική φιγούρα η Mary, που υποδύεται η εξαιρετική Lesley Manville. Φιλενάδα και συνάδελφος της Gerri, μια γυναίκα που έχει όλες τις προδιαγραφές για να είναι ευτυχισμένη, όμως πάσχει από μια τρομερή αρρώστια. Όχι μόνο δεν μπορεί να χαρεί με την χαρά των γύρω της, αλλά και κάθε προσπάθεια που κάνει για το κρύψει, αποτυγχάνει πλήρως. Δίπλα τους ο γιος του ζευγαριού, ο Joe (Oliver Maltman), ελεύθερος μέχρι τα μέσα της ταινίας και πηγή άγχους για την μητέρα του, που γνωρίζει (λόγω και του επαγγέλματός της), ότι η ευτυχία του ανθρώπου έρχεται μέσα από μια ουσιαστική σχέση αγάπης, ανάμεσα σε δυο άτομα, που έχουν την ικανότητα να χτίσουν την δική τους κιβωτό-νησίδα ολοκλήρωσης. Ακόμα ο Ken (Peter Wight), παλιόφιλος του Tom, ένας τύπος που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του κάνοντας απελπισμένες προσπάθειες, θύμα όμως της ίδιας του της μιζέριας που εκπέμπει.
Ο κύκλος του χρόνου, ο κύκλος των τεσσάρων εποχών. Μέσα σε όλα αυτά μια γυναίκα φέρνει στον κόσμο μια καινούργια ζωή και μια άλλη γυναίκα πεθαίνει. Τα λαχανικά φυτεύονται στο μποστάνι και όταν έρθει η ώρα, μαζεύονται σε καλάθια για το τραπέζι του σπιτιού. Οι άνθρωποι κουβεντιάζουν, πειράζουν ο ένας τον άλλον, αστειεύονται, μαλώνουν, γελάνε και κλαίνε. Αν δεν σκοτείνιαζε η οθόνη και δεν άρχιζαν να πέφτουν οι τίτλοι του τέλους, θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να βλέπουμε τις ζωές μας σε πραγματικό χρόνο.

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Que viva México


Από το ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης και τον κινηματογράφο Φιλίπ, στα πλαίσια του αφιερώματος στα 100 χρόνια της Μεξικάνικης επανάστασης-φεστιβάλ κινηματογράφου, αυτή η αριστουργηματική ταινία του μεγάλου σοβιετικού σκηνοθέτη Sergei Eisenstein. Ένα είδος ντοκιμαντέρ, που ξεπερνά κατά πολύ τον στόχο να αναδείξει την κουλτούρα του μεξικάνικου λαού. Με έντονο λυρισμό, με φωτογραφία γεμάτη συμβολισμό, με ξεκάθαρη αντίληψη και πολιτική άποψη, ο Eisenstein, συγκεντρώνει το υλικό του με εκπληκτική μαεστρία. Κάτω από την καθοδήγηση αριστερών καλλιτεχνών και ανθρώπων του πνεύματος, όπως ο Rivierra, σύζυγος της Frida Kalo και άλλων, καταφέρνει να διεισδύσει στην ουσία μιας χώρας με πλούσια πολιτισμική παράδοση και να εκφράσει την εξαιρετικά ταραγμένη περίοδο της επανάστασης.
Το υλικό που κινηματογράφησε ο Eisenstein το 1931 δεν γυρίστηκε σε ταινία, παρά το 1979, από τον τότε συνεργάτη του Grigori Alexandrov. Αυτός έκανε το μοντάζ και ανέθεσε στον Sergei Bondarchuk να διηγηθεί το κείμενο, ακριβώς με τον τρόπο που το είχε αρχικά συλλάβει ο ίδιος ο Eisenstein. Το αποτέλεσμα, αυτή η ταινία, που με την μορφή ενοτήτων δεμένων μεταξύ τους χαλαρά, αναδεικνύει αυτήν την ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στην γη του Μεξικό και των ανθρώπων του. Πρόσωπα σμιλεμένα πάνω στην πέτρα, σαν αγάλματα αρχαίων θεοτήτων. Κοινωνίες μητριαρχικές σε αρμονία με την φύση. Έθιμα, παραδόσεις , γιορτές, λατρευτικές συνήθειες. Έπειτα η εισβολή των Ισπανών κατακτητών. Η καινούργια θρησκεία, το βίαιο πάντρεμα, η ενσωμάτωση, η δημιουργία του καινούργιου. Η φεουδαρχία, η καταπίεση των αδύνατων από τους ιδιοκτήτες της γης. Η εξαθλίωση και ο αγώνας για την ελευθερία. Με φωτογραφία, φυσικά, ασπρόμαυρη κεντράρει πάντα σε αντιδιαστολή πάνω σε σύμβολα της Μεξικάνικης γης, στους σκληρούς βράχους, στο φωτεινό τοπίο, στους πανταχού παρόντες κάκτους και στα πρόσωπα των ανθρώπων. Κάθε κάδρο είναι από μόνο του μια ολοκληρωμένη διήγηση. Τα ταφικά έθιμα, η ιεροτελεστία της ερωτικής πράξης, η προετοιμασία του ταυρομάχου και οι ταυρομαχίες που ακολουθούν, το προσκύνημα στην Παναγία της Γουαδαλούπης, μια γιορτή, σαν τον δικό μας Δεκαπενταύγουστο στην Τήνο και το αποκορύφωμα, η περιγραφή της αυθαιρεσίας της φεουδαρχικής τάξης με τον βιασμό μιας νιόπαντρης γυναίκας, από την κλίκα του πλούσιου γαιοκτήμονα, που προκαλεί την έκρηξη του νεαρού συζύγου και των φίλων του. Η τιμωρία που τους επιβάλλεται, γίνεται η αφορμή για μια κινηματογραφική σκηνή γεμάτη ένταση, την μοναδική με ξεκάθαρα πολιτική αφετηρία σε ολόκληρη την ταινία. Ακολουθούν κάποιες φωτογραφίες για την «Στρατιωτίνα», την περίφημη “Soldadera”, μιας και στο σημείο αυτό, όπως εξηγεί ο Alexandrov, η έλλειψη χρημάτων δεν άφησε τον Eisenstein να προχωρήσει σε κινηματογράφηση. Η ταινία τελειώνει με την περιγραφή της ημέρας των νεκρών. Μια γιορτή, που οι άνθρωποι διακωμωδούν τον θάνατο, σε μια προσπάθεια να εκτρέψουν τον φόβο που αυτός προκαλεί, σε κανάλια περισσότερο γήινα, που είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμα. Μια συλλογική ψυχοθεραπεία, με χορούς, τραγούδια, γλέντια με μάσκες με νεκροκεφαλές φτιαγμένες με ζαχαρωτά, που βοηθούν στην ενσωμάτωση των μακάβριων σκέψεων.
Πρόκειται για μια ταινία ορόσημο, όχι μόνο για την θεματολογία της, αλλά και για τον τρόπο που δημιουργήθηκε.



και ολόκληρη η ταινία αρχίζοντας από εδώ.

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Bal-Μέλι


Πόσοι άνθρωποι μπορούν να μείνουν ακίνητοι μέσα στο δάσος; Να ακούσουν, όχι μηχανικά, αλλά με ένταση το τραγούδι των πουλιών; Να μυρίσουν τα αγριολούλουδα, να ακουμπήσουν πάνω στον κορμό του δένδρου και να αδειάσουν την σκέψη τους;
Πώς να μπορέσει να «μιλήσει» με ευκολία η ταινία του Semih Kaplanoglu, “Bal”, “Μέλι”, όταν ολόκληρη η ζωή κινείται με διαφορετικούς ρυθμούς; Όταν, για να μείνει κανείς ακίνητος για δυο ώρες στην κινηματογραφική αίθουσα, έχει ανάγκη από ένα υποκατάστατο καθημερινότητας;
Το «Μέλι» είναι ένα είδος παραμυθιού. Ενός τούρκικου παραμυθιού από την Ανατολή. Όχι, ότι περιέχει φανταστικά στοιχεία. Δεν υπάρχουν υπερβολές, ούτε πράγματα υπερφυσικά. Η κινηματογραφική του δομή παραπέμπει σε κάτι το υπερβατικό. Σε ένα χωριό περιτριγυρισμένο από ψηλά καταπράσινα βουνά. Εκεί, που ορίζοντας είναι κλειστός, η ματιά εμποδίζεται και οι άνθρωποι κοιτάζουν ο καθένας την δουλίτσα του. Ο μελισσοκόμος Γιακούμπ και ο μικρός του γιος ο Γιουσούφ έχουν δοκιμάσει λίγο από το «ιδιαίτερο» μέλι, αυτό που φτιάχνουν οι μέλισσες, όταν ρουφήξουν το νέκταρ από ένα συγκεκριμένο άνθος. Γι’ αυτό και δεν μιλάνε. Ψιθυρίζουν μονάχα. Αφουγκράζονται την βρεμένη γη, ακούνε την βροχή και τα πουλιά, νοιώθουν το γεράκι από το πέταγμα του. Ο μικρός Γιουσούφ στο σχολείο δεν είναι σαν τα άλλα παιδιά. Το διάβασμα του ακούγεται διαφορετικά. Στο διάλειμμα κάνει μόνο αυτό που ξέρει. Να παρατηρεί τα πάντα. Ο πατέρας του φεύγει. Πηγαίνει μακριά, θα σκαρφαλώσει ψηλά σε άλλα δένδρα, για να στήσει τα μελίσσια του. Και δεν θα ξαναγυρίσει γιατί… ποτέ δεν πρέπει να λέει κανείς τα όνειρά του και η μητέρα του Γιουσούφ, του διηγήθηκε το δικό της.
Αυτή είναι η δραματική ιστορία, που παρά το τραγικό της φινάλε, αφήνει στο τέλος μια γλύκα και μια αίσθηση πληρότητας. Παρά τον αργό ρυθμό και την πολλές φορές ακινησία του φακού, παρά την απουσία της μουσικής (με εξαίρεση την σκηνή στο πανηγύρι), η εικόνα πετυχαίνει να διηγηθεί χωρίς εξωτερικές βοήθειες. Οι διάλογοι στην αίθουσα του σχολείου, στο σπίτι, με τους συγχωριανούς, κινούνται σε ένα παράλληλο σύμπαν.
Θα μπορούσαμε με ευκολία να πούμε πως ο Semih Kaplanoglu κάνει κινηματογράφο για τους μυημένους. Και να ξεμπερδέψουμε από κάθε προσπάθεια ερμηνείας. Ακόμα και έτσι όμως, όταν ο θεατής βλέπει τον μικρό πρωταγωνιστή, να απλώνει τα χέρια του μέσα στο ακίνητο νερό της λεκάνης, για να φτάσει το φεγγάρι στον ουρανό, όταν βάζει το πρόσωπό του μέσα στο νερό, δεν μπορεί παρά να σταθεί με δέος. Μια, κατά την γνώμη μου, από τις καλύτερες κινηματογραφικές σκηνές όλων των εποχών.