Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Μηδαμινές αποστάσεις-Postřižiny


Με ένα μικρό αριστούργημα έκλεισε για φέτος τις προβολές της η Κινηματογραφική Λέσχη Πεύκης.




Η ταινία «Μηδαμινές αποστάσεις» (Cutting it short), του Τσέχου σκηνοθέτη Jiri Menzel, βασισμένη στο μυθιστόρημα, Postriziny
 του Bohumil Habral, περιγράφει την ζωή ενός νέου ζευγαριού σε ένα μικρό παραποτάμιο χωριό της Τσεχοσλοβακίας, λίγο μετά το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου.


Ένας παλιός κόσμος έχει καταρρεύσει μαζί με τα ερείπια της Αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας και αχνά αρχίζει να εμφανίζεται κάτι καινούργιο. Η Maryska (Magda Masaryova),μια πανέμορφη γυναίκα γεμάτη ρομαντισμό αλλά και δυναμισμό, μια νεράιδα του καλού, μαγεύει τον περίγυρό της. Ο άνδρας της Francin (Jiri Schmitzer) είναι ο διαχειριστής ενός δυναμικά ανερχόμενου ζυθοποιείου, ένας συγκρατημένος νεαρός που προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στα αυστηρά μέλη του διοικητικού συμβούλιου της επιχείρησης και στον αυθορμητισμό και στην ζωντάνια της γυναίκας του. Όλα αναστατώνονται, όταν καταφθάνει για να ζήσει μερικές μέρες μαζί τους ο αδελφός του ο Pepin (Jaromir Hanzlik), ένας τύπος παρορμητικός, φωνακλάς, με παντελή έλλειψη διακριτικότητας, που μαζί με την Maryska «επιβάλουν» στο περιβάλλον τους τον δικό τους εξωστρεφή τρόπο ζωής.


Φωτογραφία σπάνιας εικαστικής ομορφιάς, λεπτό χιούμορ και ένα πάντρεμα κινηματογραφικής τεχνικής, που παραπέμπει στον βωβό κινηματογράφο και στις ταινίες του Ζακ Τατί, κάτι λίγο από παραμύθι- όσο αφορά παραπομπές σε συμβολισμούς- και μια διάθεση καλωσορίσματος του καινούργιου, που πρόκειται να γεννηθεί. Μέσα στην κοιλιά της πρωταγωνίστριας έχει ήδη συλληφθεί ο μελλοντικός συγγραφέας του βιβλίου. Τα… εμβρυϊκά χρόνια της αθωότητας

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Infancia Clandestina-Με λένε Ερνέστο


Ένας πρώιμος εφηβικός έρωτας μέσα στα μαύρα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας στην Αργεντινή, είναι το θέμα της ταινίας “Infancia Cladestina”, του Benjamin Avila. Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα- όπως από την αρχή μας πληροφορεί -και με πολλές φωτογραφίες από την παιδική ηλικία του σκηνοθέτη- που «πέφτουν» μαζί με τους τίτλους του τέλους- μας μεταφέρει στο κλίμα της δεκαετίας του ’70. Γεγονότα, που έχουν χαραχτεί στην μνήμη του,  εικόνες τόσο έντονες- που πηγάζουν από το υποσυνείδητο του- και που σε καθοριστικές στιγμές της αφήγησης «σφυροκοπούν» την μεγάλη οθόνη με καρέ κόμικς, τύπου περιοδικού «Μάσκα», που σημάδεψε την εφηβεία και πολλών συνομηλίκων του- και λίγο πιο παλιών- και στην χώρα μας. Οι φωνές των παραστρατιωτικών και της μυστικής αστυνομίας, όταν επιτίθενται, οι πυροβολισμοί τους, γίνονται πάνω στο πανί, όπως και στο φτηνό χαρτί των παλιών περιοδικών, που φιλοξενούσε αυτά τα σκίτσα, ένας κώδικας επικοινωνίας ανάμεσα σε μυημένους, όπως για παράδειγμα η κλειστή τεθλασμένη γραμμή πάνω στο μαύρο φόντο, ο ήχος του όπλου που αφαιρεί ζωές αγαπημένων.

Ο δωδεκάχρονος Juan (Teo Gutiérrez Moreno), όταν επιστρέφει στην Αργεντινή λαθραία με τους γονείς του, από την Κούβα, αναγκάζεται να κυκλοφορεί με ψεύτικη ταυτότητα και με το όνομα Ernesto. Οι γονείς του, μέλη της αριστερής οργάνωσης των Περονιστών  Montoneros, αναλαμβάνουν αντιστασιακή δράση καλυμμένοι πίσω από μια επιχείρηση, που πουλούσε φιστίκια με σοκολάτα και που ανήκε στον θείο Beto (Ernesto Alterio).  Ο Juan αισθάνεται διαφορετικός από τα άλλα παιδιά. Οι δικές του παραστάσεις μεγαλώνοντας μέσα σε ένα σπίτι σε κατάσταση παρανομίας, με τους γονείς του να παίρνουν μέρος σε αντικαθεστωτικές δράσεις, έρχεται σε σύγκρουση με τον έξω κόσμο, τον κόσμο του σχολείου και της γειτονιάς. Όταν ερωτεύεται την συμμαθήτριά του την María (Violeta Palukas), αυτή η σύγκρουση σε συνδυασμό με την διάλυση της οργάνωσης των γονιών του, θα ανατρέψει για πάντα την παιδική του ματιά και θα τον οδηγήσει σε μια πρόωρη ωριμότητα.

Η ταινία παρά την σαφή αντιδικτατορική της στάση, δεν παραλείπει, να θέσει με σαφή τρόπο ζητήματα, που αφορούν την οργάνωση,  την στάση και τις διαφορετικές αντιλήψεις και πρακτικές ανάμεσα στα μέλη των ακτιβιστικών οργανώσεων. O Juan γίνεται μάρτυρας μιας έντονης αντιπαράθεσης, ανάμεσα στον πατέρα του και τον θείο του, όσο αφορά την πειθαρχία των μελών μιας παράνομης οργάνωσης.  Παραμερίζουμε την ευχαρίστηση; Παραιτούμαστε από κάθε απόλαυση, όσο διαρκεί ο ένοπλος αγώνας  τοποθετώντας την ευτυχία στο απώτερο μέλλον ή η πάλη για την αλλαγή της κοινωνίας γίνεται παράλληλα με την προσωπική συναισθηματική ολοκλήρωση; Και πάλι, σε μια άλλη συζήτηση ανάμεσα στους γονείς του και στην γιαγιά του, που ο μικρός πρωταγωνιστής ήταν παρών, μπαίνει το ζήτημα, του μέχρι ποιο σημείο ένας άνθρωπος μπορεί να αναλάβει τον κίνδυνο, για τον εαυτό του και για τους αγαπημένους του,  να παλέψει για τα ιδανικά του, απέναντι σε έναν αντίπαλο πάνοπλο και ανελέητο.

Σε δεύτερα και τρίτα επίπεδα βλέπουμε μια κοινωνία υποταγμένη στον φόβο. Η εκπαίδευση στην υπηρεσία του καθεστώτος, η πατριδοκαπηλία, η έπαρση της στρατιωτικής σημαίας της Αργεντινής με τον ήλιο, αυτής που τελικά επικράτησε.  Παρακολουθούμε όμως και εικόνες καθημερινότητας. Τα εφηβικά πάρτι, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, το δέος του αγγίγματος των σωμάτων στον πρώτο χορό. Η τελετουργία της λήψης μάτε, του τσαγιού που πίνουν στην Αργεντινή και που κατέχει μαζί με το κρέας στα κάρβουνα, το asado, ένα μέρος της κουλτούρας τους.

Ο Juan είχε την τύχη και  την ατυχία να είναι μέλος μιας οικογένειας ανθρώπων δοσμένων ολοκληρωτικά σε ένα σκοπό στην ζωή τους. Τύχη, γιατί από νωρίς εκτέθηκε και γαλουχήθηκε με τις ιδέες της Αριστεράς, γιατί μπόρεσε να ονειρευτεί μαζί με τους δικούς του ένα κόσμο διαφορετικό και ατυχία, γιατί είδε αυτόν τον κόσμο να γκρεμίζεται και γιατί ήταν κι αυτός μέσα στα ερείπιά του. Η τύχη της μικρής του αδελφής, που τόσο επιμελημένα αποσιωπάται στην ταινία,  είναι  η πιο εύγλωττη διαμαρτυρία για το έγκλημα της υιοθεσίας των μωρών των εκτελεσμένων αντιστασιακών, που τόσο πολύ απασχόλησε την κοινωνία της Αργεντινής, αρκετά χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

Πρόκειται για αμιγώς πολιτικό κινηματογράφο, ίσως όχι με την στιβαρότητα και την ιδεολογική ταυτότητα άλλων ταινιών, όμως η ευαισθησία του και η αισιοδοξία που αποπνέει, παρά την σε πρώτο πλάνο οικογενειακή τραγωδία, αφήνουν στον θεατή μια γλυκιά αίσθηση πολιτικής υπεροχής των ιδεών που πρεσβεύει.

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Blancanieves-Χιονάτη

Από τις φολκλορικές ιστορίες  των αδελφών Grimm του 19ου αιώνα, στην Ανδαλουσία της τρίτης δεκαετίας του 20ου και από εκεί μέχρι τις μέρες μας, ένα γοητευτικό γαϊτανάκι συμβολισμών, ένα παραμύθι που μεταφέρει αξίες διαχρονικές, ντυμένες στο άσπρο και το μαύρο του "σύγχρονου", δηλαδή, του ηθελημένα  βωβού κινηματογράφου, κάτω από την λυτρωτική μουσική του φλαμένκο. 
Η Blancanieves Carmen (Sofía Oria, ως κορίτσι και Macarena Garcia, ως γυναίκα), η Χιονάτη του Pablo Berger, κόρη μιας χορεύτριας του φλαμένκο της Carmen de Triana (Inma Cuesta) και ενός ταυρομάχου του Antonio Villalta (Daniel Jiménez Cacho), γέννημα θρέμμα της φτωχής λαϊκής τάξης, έρχεται σε σύγκρουση με την διαφθορά και την υποκρισία των αστών. Συνεχείς αναφορές στον Federico García Lorca και σε κάποια σημεία στον Luís Buñuel, Ένας ανελέητος βομβαρδισμός ανατρεπτικής, πρωτότυπης φωτογραφίας, με την κάμερα να τρυπώνει στα πιο απίθανα σημεία, για να αποτυπώσει την σχέση ανθρώπου-τοπίου. Το ζωώδες, το αυθεντικό, το αμόλυντο, έρχεται σε σύγκρουση με την αλαζονεία του δήθεν. Εδώ, η Χιονάτη δεν είναι η αθώα παιδούλα με την λευκή επιδερμίδα και τα εβένινα μαλλιά, ούτε οι νάνοι είναι τα ερμαφρόδιτα εργατόπαιδα του Ντίσνευ. Το κάρο με τα άλογα που μεταφέρει το μπουλούκι των θεατρίνων-ταυρομάχων είναι ο μπερντές των απόκληρων, που επάνω του αντανακλά η σαπίλα του κατεστημένου. Βασιλόπουλο, μπορεί να γίνει όποιος ή όποια έχει να ξοδέψει λίγες δεκάρες στην παράσταση του δρόμου, γιατί σε μια εμπορευματοποιημένη κοινωνία όλα αγοράζονται, εκτός από την αγάπη. Το προνόμιο να αγαπήσει το έχει μονάχα το άτομο με ειδικές ανάγκες ο πιο ταπεινός από τους νάνους ταυρομάχους και την τιμωρία της κακιάς μητριάς, της Encarna (Maribel Verdu), δεν θα την δούμε ποτέ, παρά μόνο σαν μια φευγαλέα σκιά, με τα κέρατα του ταύρου πάνω στον τοίχο των υπογείων της αρένας. Η Blancanieves αμφισβητεί τον μύθο του αρρενωπού torero και ταυτόχρονα σπάει τα δεσμά που την δένουν με την πατριαρχική κοινωνία. Την ώρα που ο πατέρας της, καθισμένος στην αναπηρική πολυθρόνα, της διαβάζει την Κοκκινοσκουφίτσα-συντρόφισσα στα ψυχαναλυτικά φροϋδικά ντιβάνια-  εκείνη έχει ήδη κάνει το άλμα από τις σελίδες του παραμυθιού, μέχρι την αιωνιότητα, μέσα από τις διασκευές και τους σχολιασμούς, που το ανθρώπινο πνεύμα επιφυλάσσει σε κάθε τι αυθεντικό, που έχει τις ρίζες του στην πρωταρχική ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ιδιαίτερη αναφορά στην μουσική του Alfonso Vilallonga,και στην εκκωφαντική, αν και βωβή, ερμηνεία της Maribel Verdu

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Το πρόσωπο της ομίχλης


Το σκηνικό, τα δυτικά σύνορα της Ρωσίας το 1942. Ένα απομονωμένο χωριό και το δάσος που το περιβάλλει. Αυτό το δάσος που είναι και ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ταινίας του Sergei Loznitsa. Μια απλή ιστορία, από αυτές που διηγούνται καταστάσεις κατά την διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου, στις χώρες με γερμανική κατοχή. Τα στρατεύματα κατοχής, οι συνεργάτες των ναζί, και η αντίσταση, από την μια μεριά, δηλαδή, λίγο έως πολύ ένοπλα τμήματα και από την άλλη οι κάτοικοι της περιοχής, χωρίς όπλα, το ντεκόρ πάνω στο οποίο σχεδιάζουν οι παραπάνω συντελεστές.. Οι ήχοι της ταινίας είναι μονάχα ο άνεμος, οι φωνές των ανθρώπων και των πουλιών, τα βήματα πάνω στα ξερά φύλλα και οι εκπυρσοκροτήσεις από τα όπλα. Η ομίχλη, που τους καταπίνει όλους μέσα της.
Το τοπίο για τον σκηνοθέτη δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο μια φυλακή με κορμούς, αντί για κάγκελα. Ο φακός κεντράρει συνεχώς πάνω στα πρόσωπα, προσπαθώντας να αποκαλύψει τα συναισθήματα τους. Το κύριο συναίσθημα τους  είναι ο φόβος. Ένα παιγνίδι με τις σκιές, καθώς η ταινία παρακολουθεί κατά βάση την ζωή τριών ανδρών, σε ένα μικρό οδοιπορικό και παράλληλα με φλας μπακ διηγείται τα γεγονότα, που τους οδήγησαν ως εκεί.
Μια ψυχολογική προσέγγιση των διαφορετικών τρόπων αντιμετώπισης καταστάσεων κρίσης, ανάλογα με τις ηθικές αξίες του καθενός, ανάλογα με την ένταξη του στην κοινωνία και ανάλογα με τον βαθμό ενδοτικότητας, που εμφανίζει, όταν διακυβεύεται η ίδια του η ζωή.
Ο σκηνοθέτης προτείνει ένα σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στον άνθρωπο θύτη και στον άνθρωπο θύμα και κάνει ηθελημένες θρησκευτικές παραπομπές.
Σίγουρα, δεν συγκρίνεται με τo αριστούργημα  «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν» του Andrei Tarkovski, ούτε το «Η άλλη όχθη» του George Ovashvili. Όμως με δυνατό σημείο τις εκπληκτικές ερμηνείες των ηθοποιών και την προσεγμένη ανάλυση των κεντρικών χαρακτήρων, πετυχαίνει αυτό που είναι και το ζητούμενο στον κινηματογράφο. Να αφηγηθεί με άξονα την εικόνα. Η έλλειψη μουσικής υποδηλώνει και αναδεικνύει περισσότερο αυτήν την διάσταση.

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

La cámara oscura

Μια προβολή από την Κινηματογραφική Λέσχη Πεύκης


Η αργεντίνικη ταινία “La cámara oscura” της María Victoria Menis ξεκινάει με τον γιο της Gertrudis (Mirta Bogdasarian), να ψάχνει την μητέρα του μέσα σε ένα σπίτι ακατάστατο, με το τραπέζι γεμάτο από τα αποφάγια της προηγούμενης νύχτας και ξεκινάει ένα φλας μπακ στην ζωή της πρωταγωνίστριας, από την γέννησή της μέχρι το πρωινό που μόλις ξημέρωσε.

Μια τρυφερή αφήγηση με ωραία πλάνα, συνδυασμός ταινίας, κινούμενου σχεδίου και φωτογραφίας. Πολλές φορές η κοινωνική αποδοχή έχει να κάνει με αόρατους κανόνες και απαιτεί από το άτομο πολύπλοκες ασκήσεις ισορροπίας, μέχρι να μπορέσει να ενταχθεί στο σύνολο. Για κάποιους αυτό είναι τόσο δύσκολο, που τα παρατάνε και αφήνουν στους άλλους το επάνω χέρι, παίρνοντας τον ρόλο του «ανύπαρκτου», χτίζοντας ένα προσωπικό φράχτη ή ένα σκοτεινό θάλαμο, από την χαραμάδα του οποίου όμως, μπορεί κάποια στιγμή να εισχωρήσει μια αχτίδα ζωής.

Η «ασχήμια» της Γερτρούδης, αυτό το εκ γενετής μειονέκτημα, γίνεται η αιτία για μια φιλοσοφική αναζήτηση σχετικά με την πρόσληψη της εικόνας από το ανθρώπινο μάτι και την επεξεργασία της από τον εγκέφαλο. Το όμορφο, το άσχημο, το αποδεκτό, το απαράδεκτο δεν έχει σχέση με τον πομπό, αλλά με τον δέκτη.

Όταν ο κόσμος περνάει μέσα από την φρίκη των πολέμων, όταν η δύναμη του κακού συμπαρασύρει στον όλεθρο και ξεριζώνει όλες τις ανθρώπινες αξίες, η τέχνη είναι παρούσα, για να «ανασκευάσει» την αρμονία, την τάξη, την μελωδία και  την ομοιοκαταληξία, βάζοντας καινούργιους κανόνες, τους μη-κανόνες.

Η Γερτρούδη πέρασε, εξ’ αιτίας της ασχήμιας της, ολόκληρη την ζωή της στην σκιά των γονιών της, των αδελφών της, των συμμαθητών της, του άνδρα της και των παιδιών της. Χρειάστηκε η ματιά του Jean Baptiste (Patric Dell´Isola) για να «ξύσει» από πάνω της τις συμβάσεις της κατατρεγμένης της γενιάς και για να την παραδώσει γυμνή και ελεύθερη εκεί που ανήκει. Στον έρωτα!

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Το φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους ταξιδεύει


Το φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους ταξιδεύει…

Από την ΚινηματογραφικήΛέσχη Πεύκης με  2 ευρώ το εισιτήριο και μόνο για τα μέλη της δωρεάν, προβλήθηκαν την Κυριακή 4 Μαρτίου, δεκαέξι ταινίες μικρού μήκους, που συμμετείχαν στο 35ο φεστιβάλ ελληνικών ταινιών μικρού μήκους Δράμας (18ο διεθνές φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας), όλες με κάποιο βραβείο ή τιμητική διάκριση στις αποσκευές τους. Πρόκειται για ταινίες νέων και πολλά υποσχόμενων δημιουργών. Αυτές οι ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού δίνουν την ευκαιρία να «οπτικοποιηθεί» η σύλληψη της ιδέας του σκηνοθέτη και να περάσει με ταχύτητα στον θεατή. Είναι ένας δίαυλος άμεσης επικοινωνίας και είναι κρίμα που στις αίθουσες, σπανίως  αποφασίζουν να προβάλλουν μαζί με το πρόγραμμα της εβδομαδιαίας προβολής και τουλάχιστον μια ταινία μικρού μήκους.

Από το σύνολο και για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους, ξεχωρίσαμε:

Το “Evergreen” της Ιφιγένειας Κοτσώνη, μια αλληγορία επιστημονικής φαντασίας, που λαμβάνει χώρα σε ένα προϊστορικό χωριό…κάπου στο μέλλον.

Το “Nobody´s perfect” της Δέσποινας Καβύρη και του Γιώργου Μαντζουρανίδη, μια ασπρόμαυρη και πολύ στυλιζαρισμένη περιγραφή της διαπλοκής στα χωράφια της τέταρτης εξουσίας, με έντονα γυναικείο άρωμα.

Το «11:50» του Στυλιανού Κωνσταντίνου, μια φιλοσοφική προσέγγιση της σχετικότητας του χρόνου, με τον εξαιρετικό Αντώνη Κατσαρή, στον ρόλο του ταριχευτή.

Το “The mirror of lord Patschog” της Ελίνας Πάνικ, μια πραγματεία υπαρξιακή, για το πώς βλέπει κάποιος τον εαυτό του μέσα από τα μάτια των άλλων. Αριστοτεχνικός χειρισμός της κάμερας απέναντι από τους καθρέφτες και αριστουργηματική φωτογραφία.

Το «Καθαρό ραδιόφωνο» του Γιώργου Τελτζίδη, μόνο για το θέμα του, την προβολή της θεραπευτικής κοινότητας Στροφή.

Το “Eight minute deadline” της Ζίνας Παπαδοπούλου και του Πέτρου Παπαδόπουλου, μια μίξη κινούμενου σχεδίου και ηθοποιών, ένα θρίλερ χρόνου, με την συγκλονιστική μουσική του Γρηγόρη Γρηγορόπουλου.

Το «Τσέλσι-Μπαρτσελόνα» του Αλέξανδρου Χαντζή, μια καθημερινή αφήγηση για την μοναξιά, τα αδιέξοδα, την έλλειψη επικοινωνίας, μέσα σε ένα κόσμο που είναι δυνητικά φτιαγμένος για να τα παρέχει όλα ή τίποτα.

Το κινούμενο σχέδιο «Η πηγή της νιότης» του Παναγιώτη Ράππα, βασισμένο στο διήγημα του Λευκάδου Χερν-Κοϊζούμι Γιακούμο, γιατί πάντα μας συναρπάζει το γιαπωνέζικο παραμύθι με την αλληγορία του.

Και τέλος

Το “Ghost in the machine” του Oliver Krimpas με ήρωα ένα τρακτέρ που ερωτεύεται την παχύσαρκη κόρη του αφεντικού του.

Είναι πραγματικά λυπηρό γεγονός, η χαμηλή συμμετοχή θεατών σε τέτοιες προσπάθειες προβολής ποιοτικού κινηματογράφου.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Les nom des Gens-Πες μου τ' όνομά σου


Άλλο ένα διαμαντάκι από την Κινηματογραφική Λέσχη Πεύκης

Η ταινία του Michel LeclercLe nom des Gens” θα μπορούσε να ήταν μια ανάλαφρη, ρομαντική κομεντί. Όμορφη, νεαρά, ξεπεταγμένη πρωταγωνίστρια (Sara Forestier), ξεμυαλίζει συντηρητικό, ντροπαλό σαραντάρη (Jacques Gamblin), τον παντρεύεται, κάνουν και παιδάκια και εις άλλα με υγεία. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Πίσω από αυτό το επίχρισμα φλυαρίας και ελαφρότητας κρύβεται μια πετυχημένη αποκρυπτογράφηση της σύγχρονης Γαλλικής κοινωνικής πραγματικότητας. Πολιτικές αντιπαραθέσεις, στάσεις ζωής, μεταναστευτικό πρόβλημα, ενσωμάτωση μειονοτήτων, ρατσισμός της καθημερινότητας και όλα αυτά σε ένα σενάριο με γρήγορους, εύληπτους διαλόγους, μακριά από σοβαροφάνεια και διδακτισμούς. Έξυπνη διαχείριση του παρελθόντος των ηρώων, πάντρεμα του φαντασιακού με το υπαρξιακό, καθώς και μια απολαυστική και ανατρεπτική εξωστρέφεια και ζωντάνια, με την οποία εκθέτει τον συντηρητισμό οποιασδήποτε πολιτικής προέλευσης, από τα άκρα δεξιά έως τα άκρα αριστερά, των θρησκευτικών φονταμενταλιστών συμπεριλαμβανομένων.
Το ζήτημα της ταυτότητας των μειοψηφιών μέσα σε κοινωνίες κατ’ επίφαση κοσμικές και φιλελεύθερες, που κινούνται ανάμεσα στο φάσμα της συγκαταβατικής ανεκτικότητας έως την επιθετική μισαλλοδοξία, «γεννά» τόσες απαντήσεις, όσα και τα άτομα που αφορά. Η άρνηση με την μορφή της απόκρυψης και η προσπάθεια θολής ένταξης στην πλειοψηφία, όπου αυτό είναι εφικτό, η political correct αποδοχή, που όμως σε περιόδους έξαρσης του εθνικισμού αποτελεί επικίνδυνο παιχνίδι, μέχρι τον σεξουαλικό ακτιβισμό που προτείνει μέσα στα όρια της σκηνοθετικής «αδείας» ο Michel Leclerc.
Μια ταινία ευαίσθητη και ανατρεπτική, με εκπληκτικές ερμηνείες εκτός από το πρωταγωνιστικό δίδυμο και από τους δεύτερους ρόλους. 

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Anna Karenina


Η κινηματογραφική προσέγγιση του Joe Wright, στην Anna Karenina του Leo Tolstoy, είναι πρωτοποριακή και ιδιαίτερα πειστική. Πρόκειται για μια ταινία που δεν ενδιαφέρεται να εντυπωσιάσει  με την δραματουργική της εξέλιξη, άλλωστε θεωρεί δεδομένο ότι ο θεατής ακόμη και αν δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, τουλάχιστον είναι ενήμερος για τη υπόθεσή του. Το πάντρεμα της θεατρικής σκηνής με τα κινηματογραφικά πλάνα είναι το όχημα για να περάσει από την προεπαναστατική Ρωσία μέχρι τον 21ο αιώνα. Από την μια μεριά διατηρεί το άρωμα της εποχής, μέσω των κοστουμιών, των σκηνικών, του τρόπου στησίματος των ηθοποιών και από την άλλη το υπονομεύει συνεχώς, οδηγώντας τους πίσω από την αυλαία και  στα παρασκήνια του θεάτρου. Με αυτό το ευφυές τέχνασμα ο σκηνοθέτης πρωτοτυπεί, πράγμα αναγκαίο σε ένα έργο που έχει «αγγιχθεί» από πολλούς και σε διάφορες εποχές, αλλά ταυτόχρονα το εξελίσσει αντλώντας κέρδος από την αμεσότητα του θεατρικού λόγου, όταν αυτός κινηματογραφείται από αεικίνητες κάμερες, που τρυπώνουν στα πιο απίθανα σημεία. Οι χαρακτήρες του Tolstoy δεν είναι απλά οι ηθοποιοί του Wright, αλλά είναι επίσης και οι θεατές του ψυχισμού των συμπρωταγωνιστών τους και από αντανάκλαση θεατές των αντιδράσεων του ίδιου του κοινού. Αυτό ακριβώς το λειτουργικό κόλπο αντισταθμίζει το πομπώδες, φαραωνικό στυλ που υιοθετεί η ταινία σε όλη την διάρκειά της, με σκοπό προφανώς να συμπεριληφθεί στις κλασσικές του είδους. Πράγμα φυσικά απίθανο, διότι με εξαίρεση τον καταπληκτικό Jude Law στον ρόλο του Alexei Karenin, το πρωταγωνιστικό δίδυμο Keira Knightley και Aaron Johnson απέχει πολύ από το να πείσει, ότι αποτελεί την αφορμή για την προσωπική αδιέξοδη επανάσταση, που προηγήθηκε της επίσης αδιέξοδης συλλογικής. Η παράλληλη αφήγηση της  ιστορίας του Konstantin Levin (Domhnall Gleeson), αν και δεν καλύπτει επαρκώς τα στάδια των προεπαναστατικών ζυμώσεων που παραπέμπουν στην «αναρχική» ματιά του συγγραφέα, εντούτοις περιλαμβάνουν πλάνα εξαιρετικής αισθητικής. 

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

El Bola-Ο Μπάλας


Από την ΚινηματογραφικήΛέσχη Πεύκης προβλήθηκε η ισπανική ταινία του Achero Mañas, “El Bola” (Ο Μπάλας).
Θέμα της ταινίας το μείζον πρόβλημα της επαναλαμβανόμενης ενδοοικογενειακής βίας με θύματα τα παιδιά. Η κακοποίηση, λεκτική και σωματική, των πιο αδύναμων μελών της οικογένειας και τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί. Εκτός από το σοβαρότερο, την απειλή της σωματικής ακεραιότητας του παιδιού, παρουσιάζονται στην ταινία με τρόπο σαφή και οι υπόλοιπες παρενέργειες αυτού του φαινομένου. Το αίσθημα της μειωμένης αυτοεκτίμησης, η ενοχή ή η συνενοχή των μελών της οικογένειας που συμμετέχουν στην κακοποίηση ή που δεν συμμετέχουν ενεργά, αλλά αρνούνται να καταγγείλουν το γεγονός, η δημιουργία «στεγανών» που απομονώνουν την οικογένεια από την υπόλοιπη κοινωνία και ταυτόχρονα η παρεμπόδιση όσων προσπαθούν να εισχωρήσουν, για να διορθώσουν την κατάσταση, με την αποφυγή των κοινωνικών συναναστροφών, τα ψέματα κ.λ.π. Θίγεται ακόμα και η απροθυμία, σε κάποιες περιπτώσεις επίσημων φορέων, όπως το σχολείο και οι κοινωνικοί λειτουργοί, να παρέμβουν από την αρχή, με το σκεπτικό του σεβασμού απέναντι στην ιδιωτικότητα του οικογενειακού χώρου και της διακριτικότητας ή της έλλειψης χειροπιαστών αποδείξεων.
Ο 12χρονος Pablo, με το παρατσούκλι «Ο μπάλας», γιατί συνέχεια κρατάει στα χέρια του ένα μικρό βώλο, ζει μέσα σε μια φοβισμένη, συντηρητική οικογένεια. Ένας αυστηρός βίαιος πατέρας, μια μητέρα άβουλη και αμίλητη, μια γιαγιά ανάπηρη σχεδόν κατάκοιτη και το φάντασμα του χαμένου σε αυτοκινητιστικό ατύχημα αδελφού πριν αρκετά χρόνια. Ο ερχομός στο σχολείο ενός νέου συμμαθητή, του Alfredo, από ένα τελείως διαφορετικό κοινωνικό backround, θα φέρει τα πάνω κάτω, επηρεάζοντας σαν καταλύτης και φέρνοντας στην επιφάνεια το βαθιά κουκουλωμένο και ένοχο μυστικό της οικογένειας.
Ο σκηνοθέτης επιλέγει να στηρίξει την αφήγησή του πάνω στην αντιδιαστολή δυο εκ διαμέτρου αντίθετων, από άποψη κουλτούρας, οικογενειακών προτύπων. Η οικογένεια του Pablo ένα υπόδειγμα μικροαστισμού και φθηνού καθωσπρεπισμού, απέναντι στην οικογένεια του Alfredo, που οι γονείς του αποτελούν τις προεκτάσεις μιας γενιάς που μεγάλωσε με αντικομφορμιστικά πρότυπα, πλην όμως ενσωματώθηκε στο σύστημα διατηρώντας τους παλαιούς κώδικες συμπεριφοράς, τουλάχιστον σε επίπεδο εξωτερικό, ενδυμασίας, τρόπου ομιλίας, αποδοχής αξιακών προτύπων κ.λ.π.
Πρόκειται για μια ταινία λιτή, χωρίς έντονες σκηνοθετικές παρεμβάσεις, απλή ως προς την κατανόηση της, αλλά υπερβολικά σκληρή. Η αίσθηση είναι, ότι ακόμη και στα σημεία που υπερβάλλει το κάνει για καλό σκοπό, μιας και φωτίζει μια σκοτεινή πλευρά του κόσμου που μας περιβάλλει και που πολλές φορές ανακαλύπτουμε, ότι βρίσκεται ακριβώς μέσα μας. 

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Monsieur Lazhar-Ο εξαιρετικός κύριος Λαζάρ


Πρόκειται για μια εξαιρετική ταινία, που περιγράφει την ζωή ενός μη εξαιρετικού ήρωα, από τα μέσα μιας σχολικής χρονιάς, μέχρι λίγο πριν το τέλος της. «Ο εξαιρετικός κύριος Lazhar», του Philippe Falardeau, δεν έχει κάτι το χαρισματικό, ούτε το εξαιρετικό επάνω του. Μετανάστης από την Αλγερία, φθάνει στο Κεμπέκ του Καναδά, όπου ζητά πολιτικό άσυλο, γιατί στην χώρα του κινδυνεύει η ζωή του- έχει χάσει ολόκληρη την οικογένειά του μετά από στοχευμένη επίθεση των ισλαμιστών εναντίον της γυναίκας του- και προσλαμβάνεται, για να αναπληρώσει την θέση μιας δασκάλας που αυτοκτόνησε σε ένα δημοτικό σχολείο.

Ο Philipe Falardeau επικεντρώνει τα βέλη του στην παθογένεια της συμπεριφοράς ανάμεσα στους πολίτες των ανεπτυγμένων κοινωνιών, όταν οι κανόνες συμβίωσης που αντανακλούν στο κοινωνικό κράτος, στον αμοιβαίο σεβασμό, στα ανθρώπινα δικαιώματα ,«αποστεώνονται» και χάνουν εν μέρει την λειτουργικότητά τους, σαν χειρουργικά εργαλεία στα χέρια μαθητευόμενων γιατρών. Κατακτήσεις που κερδήθηκαν με κόπους και θυσίες και σκοπό έχουν να προστατεύσουν τους κάθε φορά πιο αδύναμους, όπως τα παιδιά,  οι μετανάστες κ.λ.π. συνεχίζουν να λειτουργούν με «κεκτημένη ταχύτητα», ομογενοποιώντας ιδιαιτερότητες και στο όνομα της ατομικότητας, στο τέλος να συνθλίβουν το ίδιο το άτομο.

Ο σκηνοθέτης φυσικά κάνει κριτική στην λάθος εφαρμογή και στην έλλειψη παραμετροποίησης αυτής της διαδικασίας, που αφορά βέβαια τις πιο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Ο Monsieur Lazhar (Mohamed Fellag) με τίποτα δεν θα άλλαζε την political correct ατμόσφαιρα του Κεμπέκ, για να γυρίσει πίσω στην μίζερη και επικίνδυνη πραγματικότητα της γενέτειράς του.

Το σενάριο, στιβαρό και υπαινικτικό, καταπιάνεται με αποτελεσματικότητα και θίγει ένα σωρό πτυχές της σύγχρονης ζωής, όπως ο ρατσισμός, η χορήγηση πολιτικού ασύλου, οι σχέσεις γονιού-παιδιού και γονιού με τον εκπαιδευτικό, το bullying στα πλαίσια του σχολικού περιβάλλοντος, η ζωή μέσα στην σχολική αίθουσα και ο τρόπος μετάδοσης της γνώσης, η ίδια η παιδική ηλικία  που ακροβατεί ανάμεσα στην τρυφερότητα και την ωριμότητα, που προκύπτει, όχι σαν αφομοίωση εμπειριών, αλλά σαν απορρόφηση τεράστιων ποσοτήτων πληροφοριακών gigabytes.

Η ταινία δεν δίνει λύσεις, δεν έχει τίποτα το διδακτικό. Δεν κάνει το λάθος να «δείξει» προς μια ιδανική κοινωνία ισορροπημένων και σωστά εκπαιδευμένων πολιτών, που θα διορθώσουν κάποια στιγμή όλα τα κακώς κείμενα. Ταυτόχρονα δεν δείχνει και που βρίσκεται το λάθος. Ο θεατής μπορεί να το αναγνωρίσει, συγκρίνοντας αυτό που βλέπει… με την δική του πραγματικότητα.

Οι ερμηνείες των ηθοποιών και ιδιαίτερα των μικρών παιδιών είναι συγκλονιστικές.