Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Το πρόσωπο της ομίχλης


Το σκηνικό, τα δυτικά σύνορα της Ρωσίας το 1942. Ένα απομονωμένο χωριό και το δάσος που το περιβάλλει. Αυτό το δάσος που είναι και ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ταινίας του Sergei Loznitsa. Μια απλή ιστορία, από αυτές που διηγούνται καταστάσεις κατά την διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου, στις χώρες με γερμανική κατοχή. Τα στρατεύματα κατοχής, οι συνεργάτες των ναζί, και η αντίσταση, από την μια μεριά, δηλαδή, λίγο έως πολύ ένοπλα τμήματα και από την άλλη οι κάτοικοι της περιοχής, χωρίς όπλα, το ντεκόρ πάνω στο οποίο σχεδιάζουν οι παραπάνω συντελεστές.. Οι ήχοι της ταινίας είναι μονάχα ο άνεμος, οι φωνές των ανθρώπων και των πουλιών, τα βήματα πάνω στα ξερά φύλλα και οι εκπυρσοκροτήσεις από τα όπλα. Η ομίχλη, που τους καταπίνει όλους μέσα της.
Το τοπίο για τον σκηνοθέτη δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο μια φυλακή με κορμούς, αντί για κάγκελα. Ο φακός κεντράρει συνεχώς πάνω στα πρόσωπα, προσπαθώντας να αποκαλύψει τα συναισθήματα τους. Το κύριο συναίσθημα τους  είναι ο φόβος. Ένα παιγνίδι με τις σκιές, καθώς η ταινία παρακολουθεί κατά βάση την ζωή τριών ανδρών, σε ένα μικρό οδοιπορικό και παράλληλα με φλας μπακ διηγείται τα γεγονότα, που τους οδήγησαν ως εκεί.
Μια ψυχολογική προσέγγιση των διαφορετικών τρόπων αντιμετώπισης καταστάσεων κρίσης, ανάλογα με τις ηθικές αξίες του καθενός, ανάλογα με την ένταξη του στην κοινωνία και ανάλογα με τον βαθμό ενδοτικότητας, που εμφανίζει, όταν διακυβεύεται η ίδια του η ζωή.
Ο σκηνοθέτης προτείνει ένα σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στον άνθρωπο θύτη και στον άνθρωπο θύμα και κάνει ηθελημένες θρησκευτικές παραπομπές.
Σίγουρα, δεν συγκρίνεται με τo αριστούργημα  «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν» του Andrei Tarkovski, ούτε το «Η άλλη όχθη» του George Ovashvili. Όμως με δυνατό σημείο τις εκπληκτικές ερμηνείες των ηθοποιών και την προσεγμένη ανάλυση των κεντρικών χαρακτήρων, πετυχαίνει αυτό που είναι και το ζητούμενο στον κινηματογράφο. Να αφηγηθεί με άξονα την εικόνα. Η έλλειψη μουσικής υποδηλώνει και αναδεικνύει περισσότερο αυτήν την διάσταση.

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

La cámara oscura

Μια προβολή από την Κινηματογραφική Λέσχη Πεύκης


Η αργεντίνικη ταινία “La cámara oscura” της María Victoria Menis ξεκινάει με τον γιο της Gertrudis (Mirta Bogdasarian), να ψάχνει την μητέρα του μέσα σε ένα σπίτι ακατάστατο, με το τραπέζι γεμάτο από τα αποφάγια της προηγούμενης νύχτας και ξεκινάει ένα φλας μπακ στην ζωή της πρωταγωνίστριας, από την γέννησή της μέχρι το πρωινό που μόλις ξημέρωσε.

Μια τρυφερή αφήγηση με ωραία πλάνα, συνδυασμός ταινίας, κινούμενου σχεδίου και φωτογραφίας. Πολλές φορές η κοινωνική αποδοχή έχει να κάνει με αόρατους κανόνες και απαιτεί από το άτομο πολύπλοκες ασκήσεις ισορροπίας, μέχρι να μπορέσει να ενταχθεί στο σύνολο. Για κάποιους αυτό είναι τόσο δύσκολο, που τα παρατάνε και αφήνουν στους άλλους το επάνω χέρι, παίρνοντας τον ρόλο του «ανύπαρκτου», χτίζοντας ένα προσωπικό φράχτη ή ένα σκοτεινό θάλαμο, από την χαραμάδα του οποίου όμως, μπορεί κάποια στιγμή να εισχωρήσει μια αχτίδα ζωής.

Η «ασχήμια» της Γερτρούδης, αυτό το εκ γενετής μειονέκτημα, γίνεται η αιτία για μια φιλοσοφική αναζήτηση σχετικά με την πρόσληψη της εικόνας από το ανθρώπινο μάτι και την επεξεργασία της από τον εγκέφαλο. Το όμορφο, το άσχημο, το αποδεκτό, το απαράδεκτο δεν έχει σχέση με τον πομπό, αλλά με τον δέκτη.

Όταν ο κόσμος περνάει μέσα από την φρίκη των πολέμων, όταν η δύναμη του κακού συμπαρασύρει στον όλεθρο και ξεριζώνει όλες τις ανθρώπινες αξίες, η τέχνη είναι παρούσα, για να «ανασκευάσει» την αρμονία, την τάξη, την μελωδία και  την ομοιοκαταληξία, βάζοντας καινούργιους κανόνες, τους μη-κανόνες.

Η Γερτρούδη πέρασε, εξ’ αιτίας της ασχήμιας της, ολόκληρη την ζωή της στην σκιά των γονιών της, των αδελφών της, των συμμαθητών της, του άνδρα της και των παιδιών της. Χρειάστηκε η ματιά του Jean Baptiste (Patric Dell´Isola) για να «ξύσει» από πάνω της τις συμβάσεις της κατατρεγμένης της γενιάς και για να την παραδώσει γυμνή και ελεύθερη εκεί που ανήκει. Στον έρωτα!

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Το φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους ταξιδεύει


Το φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους ταξιδεύει…

Από την ΚινηματογραφικήΛέσχη Πεύκης με  2 ευρώ το εισιτήριο και μόνο για τα μέλη της δωρεάν, προβλήθηκαν την Κυριακή 4 Μαρτίου, δεκαέξι ταινίες μικρού μήκους, που συμμετείχαν στο 35ο φεστιβάλ ελληνικών ταινιών μικρού μήκους Δράμας (18ο διεθνές φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας), όλες με κάποιο βραβείο ή τιμητική διάκριση στις αποσκευές τους. Πρόκειται για ταινίες νέων και πολλά υποσχόμενων δημιουργών. Αυτές οι ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού δίνουν την ευκαιρία να «οπτικοποιηθεί» η σύλληψη της ιδέας του σκηνοθέτη και να περάσει με ταχύτητα στον θεατή. Είναι ένας δίαυλος άμεσης επικοινωνίας και είναι κρίμα που στις αίθουσες, σπανίως  αποφασίζουν να προβάλλουν μαζί με το πρόγραμμα της εβδομαδιαίας προβολής και τουλάχιστον μια ταινία μικρού μήκους.

Από το σύνολο και για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους, ξεχωρίσαμε:

Το “Evergreen” της Ιφιγένειας Κοτσώνη, μια αλληγορία επιστημονικής φαντασίας, που λαμβάνει χώρα σε ένα προϊστορικό χωριό…κάπου στο μέλλον.

Το “Nobody´s perfect” της Δέσποινας Καβύρη και του Γιώργου Μαντζουρανίδη, μια ασπρόμαυρη και πολύ στυλιζαρισμένη περιγραφή της διαπλοκής στα χωράφια της τέταρτης εξουσίας, με έντονα γυναικείο άρωμα.

Το «11:50» του Στυλιανού Κωνσταντίνου, μια φιλοσοφική προσέγγιση της σχετικότητας του χρόνου, με τον εξαιρετικό Αντώνη Κατσαρή, στον ρόλο του ταριχευτή.

Το “The mirror of lord Patschog” της Ελίνας Πάνικ, μια πραγματεία υπαρξιακή, για το πώς βλέπει κάποιος τον εαυτό του μέσα από τα μάτια των άλλων. Αριστοτεχνικός χειρισμός της κάμερας απέναντι από τους καθρέφτες και αριστουργηματική φωτογραφία.

Το «Καθαρό ραδιόφωνο» του Γιώργου Τελτζίδη, μόνο για το θέμα του, την προβολή της θεραπευτικής κοινότητας Στροφή.

Το “Eight minute deadline” της Ζίνας Παπαδοπούλου και του Πέτρου Παπαδόπουλου, μια μίξη κινούμενου σχεδίου και ηθοποιών, ένα θρίλερ χρόνου, με την συγκλονιστική μουσική του Γρηγόρη Γρηγορόπουλου.

Το «Τσέλσι-Μπαρτσελόνα» του Αλέξανδρου Χαντζή, μια καθημερινή αφήγηση για την μοναξιά, τα αδιέξοδα, την έλλειψη επικοινωνίας, μέσα σε ένα κόσμο που είναι δυνητικά φτιαγμένος για να τα παρέχει όλα ή τίποτα.

Το κινούμενο σχέδιο «Η πηγή της νιότης» του Παναγιώτη Ράππα, βασισμένο στο διήγημα του Λευκάδου Χερν-Κοϊζούμι Γιακούμο, γιατί πάντα μας συναρπάζει το γιαπωνέζικο παραμύθι με την αλληγορία του.

Και τέλος

Το “Ghost in the machine” του Oliver Krimpas με ήρωα ένα τρακτέρ που ερωτεύεται την παχύσαρκη κόρη του αφεντικού του.

Είναι πραγματικά λυπηρό γεγονός, η χαμηλή συμμετοχή θεατών σε τέτοιες προσπάθειες προβολής ποιοτικού κινηματογράφου.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Les nom des Gens-Πες μου τ' όνομά σου


Άλλο ένα διαμαντάκι από την Κινηματογραφική Λέσχη Πεύκης

Η ταινία του Michel LeclercLe nom des Gens” θα μπορούσε να ήταν μια ανάλαφρη, ρομαντική κομεντί. Όμορφη, νεαρά, ξεπεταγμένη πρωταγωνίστρια (Sara Forestier), ξεμυαλίζει συντηρητικό, ντροπαλό σαραντάρη (Jacques Gamblin), τον παντρεύεται, κάνουν και παιδάκια και εις άλλα με υγεία. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Πίσω από αυτό το επίχρισμα φλυαρίας και ελαφρότητας κρύβεται μια πετυχημένη αποκρυπτογράφηση της σύγχρονης Γαλλικής κοινωνικής πραγματικότητας. Πολιτικές αντιπαραθέσεις, στάσεις ζωής, μεταναστευτικό πρόβλημα, ενσωμάτωση μειονοτήτων, ρατσισμός της καθημερινότητας και όλα αυτά σε ένα σενάριο με γρήγορους, εύληπτους διαλόγους, μακριά από σοβαροφάνεια και διδακτισμούς. Έξυπνη διαχείριση του παρελθόντος των ηρώων, πάντρεμα του φαντασιακού με το υπαρξιακό, καθώς και μια απολαυστική και ανατρεπτική εξωστρέφεια και ζωντάνια, με την οποία εκθέτει τον συντηρητισμό οποιασδήποτε πολιτικής προέλευσης, από τα άκρα δεξιά έως τα άκρα αριστερά, των θρησκευτικών φονταμενταλιστών συμπεριλαμβανομένων.
Το ζήτημα της ταυτότητας των μειοψηφιών μέσα σε κοινωνίες κατ’ επίφαση κοσμικές και φιλελεύθερες, που κινούνται ανάμεσα στο φάσμα της συγκαταβατικής ανεκτικότητας έως την επιθετική μισαλλοδοξία, «γεννά» τόσες απαντήσεις, όσα και τα άτομα που αφορά. Η άρνηση με την μορφή της απόκρυψης και η προσπάθεια θολής ένταξης στην πλειοψηφία, όπου αυτό είναι εφικτό, η political correct αποδοχή, που όμως σε περιόδους έξαρσης του εθνικισμού αποτελεί επικίνδυνο παιχνίδι, μέχρι τον σεξουαλικό ακτιβισμό που προτείνει μέσα στα όρια της σκηνοθετικής «αδείας» ο Michel Leclerc.
Μια ταινία ευαίσθητη και ανατρεπτική, με εκπληκτικές ερμηνείες εκτός από το πρωταγωνιστικό δίδυμο και από τους δεύτερους ρόλους. 

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Anna Karenina


Η κινηματογραφική προσέγγιση του Joe Wright, στην Anna Karenina του Leo Tolstoy, είναι πρωτοποριακή και ιδιαίτερα πειστική. Πρόκειται για μια ταινία που δεν ενδιαφέρεται να εντυπωσιάσει  με την δραματουργική της εξέλιξη, άλλωστε θεωρεί δεδομένο ότι ο θεατής ακόμη και αν δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, τουλάχιστον είναι ενήμερος για τη υπόθεσή του. Το πάντρεμα της θεατρικής σκηνής με τα κινηματογραφικά πλάνα είναι το όχημα για να περάσει από την προεπαναστατική Ρωσία μέχρι τον 21ο αιώνα. Από την μια μεριά διατηρεί το άρωμα της εποχής, μέσω των κοστουμιών, των σκηνικών, του τρόπου στησίματος των ηθοποιών και από την άλλη το υπονομεύει συνεχώς, οδηγώντας τους πίσω από την αυλαία και  στα παρασκήνια του θεάτρου. Με αυτό το ευφυές τέχνασμα ο σκηνοθέτης πρωτοτυπεί, πράγμα αναγκαίο σε ένα έργο που έχει «αγγιχθεί» από πολλούς και σε διάφορες εποχές, αλλά ταυτόχρονα το εξελίσσει αντλώντας κέρδος από την αμεσότητα του θεατρικού λόγου, όταν αυτός κινηματογραφείται από αεικίνητες κάμερες, που τρυπώνουν στα πιο απίθανα σημεία. Οι χαρακτήρες του Tolstoy δεν είναι απλά οι ηθοποιοί του Wright, αλλά είναι επίσης και οι θεατές του ψυχισμού των συμπρωταγωνιστών τους και από αντανάκλαση θεατές των αντιδράσεων του ίδιου του κοινού. Αυτό ακριβώς το λειτουργικό κόλπο αντισταθμίζει το πομπώδες, φαραωνικό στυλ που υιοθετεί η ταινία σε όλη την διάρκειά της, με σκοπό προφανώς να συμπεριληφθεί στις κλασσικές του είδους. Πράγμα φυσικά απίθανο, διότι με εξαίρεση τον καταπληκτικό Jude Law στον ρόλο του Alexei Karenin, το πρωταγωνιστικό δίδυμο Keira Knightley και Aaron Johnson απέχει πολύ από το να πείσει, ότι αποτελεί την αφορμή για την προσωπική αδιέξοδη επανάσταση, που προηγήθηκε της επίσης αδιέξοδης συλλογικής. Η παράλληλη αφήγηση της  ιστορίας του Konstantin Levin (Domhnall Gleeson), αν και δεν καλύπτει επαρκώς τα στάδια των προεπαναστατικών ζυμώσεων που παραπέμπουν στην «αναρχική» ματιά του συγγραφέα, εντούτοις περιλαμβάνουν πλάνα εξαιρετικής αισθητικής. 

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

El Bola-Ο Μπάλας


Από την ΚινηματογραφικήΛέσχη Πεύκης προβλήθηκε η ισπανική ταινία του Achero Mañas, “El Bola” (Ο Μπάλας).
Θέμα της ταινίας το μείζον πρόβλημα της επαναλαμβανόμενης ενδοοικογενειακής βίας με θύματα τα παιδιά. Η κακοποίηση, λεκτική και σωματική, των πιο αδύναμων μελών της οικογένειας και τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί. Εκτός από το σοβαρότερο, την απειλή της σωματικής ακεραιότητας του παιδιού, παρουσιάζονται στην ταινία με τρόπο σαφή και οι υπόλοιπες παρενέργειες αυτού του φαινομένου. Το αίσθημα της μειωμένης αυτοεκτίμησης, η ενοχή ή η συνενοχή των μελών της οικογένειας που συμμετέχουν στην κακοποίηση ή που δεν συμμετέχουν ενεργά, αλλά αρνούνται να καταγγείλουν το γεγονός, η δημιουργία «στεγανών» που απομονώνουν την οικογένεια από την υπόλοιπη κοινωνία και ταυτόχρονα η παρεμπόδιση όσων προσπαθούν να εισχωρήσουν, για να διορθώσουν την κατάσταση, με την αποφυγή των κοινωνικών συναναστροφών, τα ψέματα κ.λ.π. Θίγεται ακόμα και η απροθυμία, σε κάποιες περιπτώσεις επίσημων φορέων, όπως το σχολείο και οι κοινωνικοί λειτουργοί, να παρέμβουν από την αρχή, με το σκεπτικό του σεβασμού απέναντι στην ιδιωτικότητα του οικογενειακού χώρου και της διακριτικότητας ή της έλλειψης χειροπιαστών αποδείξεων.
Ο 12χρονος Pablo, με το παρατσούκλι «Ο μπάλας», γιατί συνέχεια κρατάει στα χέρια του ένα μικρό βώλο, ζει μέσα σε μια φοβισμένη, συντηρητική οικογένεια. Ένας αυστηρός βίαιος πατέρας, μια μητέρα άβουλη και αμίλητη, μια γιαγιά ανάπηρη σχεδόν κατάκοιτη και το φάντασμα του χαμένου σε αυτοκινητιστικό ατύχημα αδελφού πριν αρκετά χρόνια. Ο ερχομός στο σχολείο ενός νέου συμμαθητή, του Alfredo, από ένα τελείως διαφορετικό κοινωνικό backround, θα φέρει τα πάνω κάτω, επηρεάζοντας σαν καταλύτης και φέρνοντας στην επιφάνεια το βαθιά κουκουλωμένο και ένοχο μυστικό της οικογένειας.
Ο σκηνοθέτης επιλέγει να στηρίξει την αφήγησή του πάνω στην αντιδιαστολή δυο εκ διαμέτρου αντίθετων, από άποψη κουλτούρας, οικογενειακών προτύπων. Η οικογένεια του Pablo ένα υπόδειγμα μικροαστισμού και φθηνού καθωσπρεπισμού, απέναντι στην οικογένεια του Alfredo, που οι γονείς του αποτελούν τις προεκτάσεις μιας γενιάς που μεγάλωσε με αντικομφορμιστικά πρότυπα, πλην όμως ενσωματώθηκε στο σύστημα διατηρώντας τους παλαιούς κώδικες συμπεριφοράς, τουλάχιστον σε επίπεδο εξωτερικό, ενδυμασίας, τρόπου ομιλίας, αποδοχής αξιακών προτύπων κ.λ.π.
Πρόκειται για μια ταινία λιτή, χωρίς έντονες σκηνοθετικές παρεμβάσεις, απλή ως προς την κατανόηση της, αλλά υπερβολικά σκληρή. Η αίσθηση είναι, ότι ακόμη και στα σημεία που υπερβάλλει το κάνει για καλό σκοπό, μιας και φωτίζει μια σκοτεινή πλευρά του κόσμου που μας περιβάλλει και που πολλές φορές ανακαλύπτουμε, ότι βρίσκεται ακριβώς μέσα μας. 

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Monsieur Lazhar-Ο εξαιρετικός κύριος Λαζάρ


Πρόκειται για μια εξαιρετική ταινία, που περιγράφει την ζωή ενός μη εξαιρετικού ήρωα, από τα μέσα μιας σχολικής χρονιάς, μέχρι λίγο πριν το τέλος της. «Ο εξαιρετικός κύριος Lazhar», του Philippe Falardeau, δεν έχει κάτι το χαρισματικό, ούτε το εξαιρετικό επάνω του. Μετανάστης από την Αλγερία, φθάνει στο Κεμπέκ του Καναδά, όπου ζητά πολιτικό άσυλο, γιατί στην χώρα του κινδυνεύει η ζωή του- έχει χάσει ολόκληρη την οικογένειά του μετά από στοχευμένη επίθεση των ισλαμιστών εναντίον της γυναίκας του- και προσλαμβάνεται, για να αναπληρώσει την θέση μιας δασκάλας που αυτοκτόνησε σε ένα δημοτικό σχολείο.

Ο Philipe Falardeau επικεντρώνει τα βέλη του στην παθογένεια της συμπεριφοράς ανάμεσα στους πολίτες των ανεπτυγμένων κοινωνιών, όταν οι κανόνες συμβίωσης που αντανακλούν στο κοινωνικό κράτος, στον αμοιβαίο σεβασμό, στα ανθρώπινα δικαιώματα ,«αποστεώνονται» και χάνουν εν μέρει την λειτουργικότητά τους, σαν χειρουργικά εργαλεία στα χέρια μαθητευόμενων γιατρών. Κατακτήσεις που κερδήθηκαν με κόπους και θυσίες και σκοπό έχουν να προστατεύσουν τους κάθε φορά πιο αδύναμους, όπως τα παιδιά,  οι μετανάστες κ.λ.π. συνεχίζουν να λειτουργούν με «κεκτημένη ταχύτητα», ομογενοποιώντας ιδιαιτερότητες και στο όνομα της ατομικότητας, στο τέλος να συνθλίβουν το ίδιο το άτομο.

Ο σκηνοθέτης φυσικά κάνει κριτική στην λάθος εφαρμογή και στην έλλειψη παραμετροποίησης αυτής της διαδικασίας, που αφορά βέβαια τις πιο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Ο Monsieur Lazhar (Mohamed Fellag) με τίποτα δεν θα άλλαζε την political correct ατμόσφαιρα του Κεμπέκ, για να γυρίσει πίσω στην μίζερη και επικίνδυνη πραγματικότητα της γενέτειράς του.

Το σενάριο, στιβαρό και υπαινικτικό, καταπιάνεται με αποτελεσματικότητα και θίγει ένα σωρό πτυχές της σύγχρονης ζωής, όπως ο ρατσισμός, η χορήγηση πολιτικού ασύλου, οι σχέσεις γονιού-παιδιού και γονιού με τον εκπαιδευτικό, το bullying στα πλαίσια του σχολικού περιβάλλοντος, η ζωή μέσα στην σχολική αίθουσα και ο τρόπος μετάδοσης της γνώσης, η ίδια η παιδική ηλικία  που ακροβατεί ανάμεσα στην τρυφερότητα και την ωριμότητα, που προκύπτει, όχι σαν αφομοίωση εμπειριών, αλλά σαν απορρόφηση τεράστιων ποσοτήτων πληροφοριακών gigabytes.

Η ταινία δεν δίνει λύσεις, δεν έχει τίποτα το διδακτικό. Δεν κάνει το λάθος να «δείξει» προς μια ιδανική κοινωνία ισορροπημένων και σωστά εκπαιδευμένων πολιτών, που θα διορθώσουν κάποια στιγμή όλα τα κακώς κείμενα. Ταυτόχρονα δεν δείχνει και που βρίσκεται το λάθος. Ο θεατής μπορεί να το αναγνωρίσει, συγκρίνοντας αυτό που βλέπει… με την δική του πραγματικότητα.

Οι ερμηνείες των ηθοποιών και ιδιαίτερα των μικρών παιδιών είναι συγκλονιστικές.  

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Las 13 rosas-Τα 13 τριαντάφυλλα


Συνέχεια στο μίνι αφιέρωμα στον Ισπανικό εμφύλιο στις προβολές της Κινηματογραφικής Λέσχης Πεύκης. Μετά τα αριστουργήματα «Η γλώσσα της πεταλούδας», του José Luís Cuerda και «ΟΝότος», του Victor Erice,  της προηγούμενης σεζόν και το «Μαύρο ψωμί», του Agustí Villaronga, ήρθε η σειρά της ταινίας «Τα 13 τριαντάφυλλα» (Las 13 rosas) του Emilio Martínez Lázaro. Όπως και οι προηγούμενες, έτσι και αυτή η ταινία δεν αναφέρονται στον Ισπανικό εμφύλιο, σαν ιστορικό γεγονός, αλλά κάνοντας αναφορά σε αυτόν, ξεδιπλώνουν την δραματουργική τους διάσταση.
Βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, που αναφέρονται στην παρακολούθηση, στην σύλληψη, στην ανάκριση, στον εγκλεισμό στην φυλακή και τελικά στην εκτέλεση μιας ομάδας νεαρών γυναικών, μελών της σοσιαλιστικής νεολαίας. Ένα μέρος του σεναρίου αποτελείται από πηγές, όπως τα γράμματα που αντάλλασαν οι φυλακισμένες με τους συγγενείς τους.
Αν και σκηνοθετικά η ταινία δεν διεκδικεί ιδιαίτερες δάφνες, έχοντας χαρακτήρα καθαρά αφηγηματικό, η ιστορική της αξία είναι σημαντική, μιας και μεταφέρει τον θεατή στην ταραγμένη δεκαετία του ’40.  Παρατηρούμε μια Μαδρίτη να έχει καταπληκτικές αναλογίες με το «Ρώμη ανοχύρωτη πόλη», του Roberto Rossellini, αλλά χωρίς να την διαπερνά η δύναμη του ιταλικού νεορεαλισμού.
 Μετά την επικράτηση των φασιστών του Φράνκο, η ηγεσία των δημοκρατικών, των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών και όσοι από αυτούς μπορούν, εγκαταλείπουν την Μαδρίτη. Μια ομάδα μελών της σοσιαλιστικής νεολαίας, ιδεολόγοι αγωνιστές για την κοινωνική δικαιοσύνη, βιώνουν την τρομοκρατία των φαλαγγιτών. Οι ίδιοι και οι οικογένειες τους γίνονται θύματα ενός άνευ προηγουμένου βίαιου εκφασισμού της κοινωνίας. Με όχημα την καραμέλα του «πατριωτισμού» την βία και τον φόβο της βίας, η κοινωνία υποτάσσεται να συμμετάσχει ενεργά στο πλευρό των νικητών του εμφύλιου. Ένας διάχυτος επιβαλλόμενος μιλιταριστικός τρόπος ζωής διαπερνά όλα τα επίπεδα της κοινωνικής οργάνωσης. Η δολοφονία από αριστερούς εξτρεμιστές ενός αξιωματούχου των φασιστών, της κόρης του και του οδηγού του, σε ενέδρα, θα τους οδηγήσει, σαν μια μορφή αντίποινων, στο στρατιωτικό δικαστήριο και από εκεί στο εκτελεστικό απόσπασμα 43 άνδρες και 13 γυναίκες.
Ο σκηνοθέτης χάνεται κάπου ανάμεσα στο συλλογικό και στο ατομικό. Η παράλληλη διήγηση των ιστοριών, των 13 πρωταγωνιστριών και ο τρόπος με τον οποίο κάθε μια συμμετέχει, ενεργεί, δρα και αντιδρά, με τον προσωπικό της μικρόκοσμο αλλά και το περιβάλλον της, αφήνει τεράστια κενά στην διαχείριση της υπόθεσης, που τονίζονται ακόμη περισσότερο από την αφελή σε αρκετές περιπτώσεις απόδοση των ηθοποιών. Αν και καταπιάνεται με πολλές πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού άλλωστε κάθε μια από τα 13 "τριαντάφυλλα" κινείται σε ιδιαίτερο επίπεδο συμπεριφοράς αυτό που λείπει είναι ένας ενιαίος "οδικός" χάρτης αφηγηματικής τεχνικής. Υπάρχουν ευτυχώς πολλές δυνατές εικόνες στην φωτογραφία του José Luís Alcaine, που πετυχαίνουν να κρατήσουν την ταινία σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Αν κάτι μένει από αυτήν την ταινία για τον θεατή του 21ου αιώνα είναι, ότι ο φασισμός δεν πολεμιέται με βία- που άλλωστε αποτελεί προνομιακό του πεδίο- αλλά με την εξάλειψη των αιτιών που δημιουργούν την εμφάνιση αυτού του νοσηρού φαινομένου και την απονομιμοποίηση του στις συνειδήσεις των ανθρώπων.  

Ξεχωρίζει για την δύναμη της και την λειτουργικότητά της η μουσική του Roque Baños

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Görünmeyen-Unseen-Αθέατες


Όπως μας εξήγησε ο σκηνοθέτης Ali Ozgenturk, λίγο πριν ξεκινήσει η προβολή της ταινίας στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος- στα πλαίσια του 25ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού κινηματογράφου -είχε αρχίσει να γράφει το σενάριο από το 1972. Περιγράφει πραγματικά περιστατικά από την ζωή του παππού του, κάπου στα βάθη της ανατολικής Τουρκίας,, λίγο πριν ξεκινήσει στην Ευρώπη ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.
Η ταινία είναι ένα συνεχές μπρος-πίσω. Σύγχρονη πραγματικότητα- ζωηρό έγχρωμο φίλμ. Γεγονότα του παρελθόντος- ασπρόμαυρο ελαφρώς πατιναρισμένο.
Ο αντίκτυπος του παρελθόντος φθάνει να επηρεάζει την ζωή δυο νέων ανθρώπων του Recep (Hakan Eratik) και της Ebru (Sezen Aray). Αν και είναι πολύ ερωτευμένοι δεν μπορούν να ζήσουν μαζί, γιατί τις οικογένειες τους τις στοιχειώνει ένα παλιό κρυμμένο μυστικό.
Το 1936, ο διάσημος Ούγγρος μουσικοσυνθέτης Bela Bartok φεύγει από την Ουγγαρία, για να ξεφύγει από τους Ναζί και φθάνει στην Τουρκία, όπου σκοπεύει να ηχογραφήσει μουσική και τραγούδια από λαϊκούς οργανοπαίχτες και τραγουδιστές στα τα απομακρυσμένα χωριά της Ανατολίας. Ο παππούς του Recep, o Ekrem Kiras (Muhammet Uzener), έχει σπουδάσει μουσική σε ωδείο στην Κωνσταντινούπολη και σε αντίθεση με το στρατοκρατικό καθεστώς του Κεμάλ έχει χαρακτήρα κοσμοπολίτη. Συνοδεύει τον Bela Bartok (Udo Kier) στην περιοδεία του, όμως μαζί τους ακολουθούν άνθρωποι του καθεστώτος με πολιτικά, που υποπτεύονται τους μουσικούς για αντεθνική δράση. Ο αρχηγός των αστυνομικών, ο Erol Soikan(Gurgen Oz), είναι και αυτός μουσικός. Σε όλη την διαδρομή αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο σωστό και στο λάθος, ανάμεσα στην οικουμενικότητα και την παγκοσμιότητα της μουσικής έκφρασης και στον επαρχιωτισμό της εθνικιστικής κυβέρνησης των προϊσταμένων του. Η απόφασή του θα επηρεάσει το μέλλον του ζευγαριού.
Πρόκειται για μια άνιση ταινία. Η ιστορία των δυο νέων δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις σύγχρονες τουρκικές σαπουνόπερες της τηλεόρασης. Η ερμηνεία των ηθοποιών επιεικώς απαράδεκτη. Όμως το κομμάτι που αναφέρεται στο παρελθόν εκτός από την στιβαρή αφήγηση, την ωραία φωτογραφία και γενικά μια αψεγάδιαστη αισθητική, περιλαμβάνει και μια εξαιρετική επιλογή μουσικών κομματιών και τραγουδιών, ενταγμένων απόλυτα στον φυσικό τους χώρο. 

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Pa negre-Μαύρο ψωμί


Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Emili Teixidor είναι τη ταινία του Agustí Villaronga, “Pa negre”, που σημαίνει στην καταλανική γλώσσα «Μαύρο ψωμί». Ένα εικαστικό κινηματογραφικό διαμάντι που προβλήθηκε από την Κινηματογραφική Λέσχη Πεύκης, στο δημοτικό θέατρο της πόλης.
Πρόκειται για μια ταινία δραματική, που αναφέρεται ιστορικά στα χρόνια αμέσως μετά την επικράτηση των φασιστών, φαλαγγιτών του Φράνκο και στην βίαιη κρατική καταστολή που ακολούθησε, σε βάρος των δημοκρατικών. Όμως αυτό είναι μονάχα το μοτίβο πάνω στο οποίο το μυθιστόρημα, αλλά και η ταινία ξεδιπλώνουν την πλοκή τους. Μια πλοκή που παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια του μικρού Andreu (Francesc Colomer), σαν μια μορφή διήγησης με στοιχεία μυστηρίου και φαντασίας σε αναλογίες ιδανικές. Ο τρόπος προσέγγισης των πραγμάτων, ενώ δεν αφήνει αμφιβολίες ως προς την οπτική γωνία του σκηνοθέτη, εστιάζει πάνω στις ανθρώπινες αδυναμίες. Η πολιτική διένεξη απλώς υποθάλπει, χωρίς να κατευθύνει τις πράξεις των πρωταγωνιστών. Τα μυστικά που αποκαλύπτονται στον σωστό χρόνο,  οι συμβολισμοί με τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης και τα «ζωγραφικά» πλάνα, απογειώνουν την προβολή και αναδεικνύουν ισάξια όλα τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται η ταινία.
Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με νικητές και ηττημένους, όπως συνήθως συμβαίνει μετά από έναν εμφύλιο πόλεμο. Τα χρόνια της αθωότητας, που αφήνει πίσω του ο Andreu, ο μικρός γιος του συμπαθούντος τους αριστερούς Farriol (Roger Casamajor) και της Florencia (Nora Navas), έχουν να κάνουν με τα μυστικά και τα ψέματα που η μικρή κοινωνία κρύβει σαν σκελετούς μέσα σε παλιά σεντούκια. O Andreu μεγαλώνει εμφορούμενος με τις ιδέες της  Αριστεράς, μαθαίνει να περπατάει με το κεφάλι ψηλά, να καταφρονεί τους προσκυνημένους, να σέβεται την ελευθερία, να ονειρεύεται ένα μέλλον δίκαιο, μέχρι που ανακαλύπτει ότι η βασική διάκριση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς εκμηδενίζεται μπροστά στις προκαταλήψεις και στον βαθιά ριζωμένο συντηρητισμό που διαπερνάει τον κοινωνικό ιστό οριζόντια. Το χρήμα μπορεί να αγοράσει τις συνειδήσεις που πουλιούνται. 
Η μικρή του φίλη η Nuria (Marina Comas) μια «μάγισσα» που τον μυεί στον κόσμο των ενηλίκων, ο αιθέριος φθισικός που ποθεί να πετάξει σαν πουλί με τα φτερά των αγγέλων, ο αλκοολικός δάσκαλος θύτης και θύμα μαζί, η θεία Enriqueta που αρνείται να παντρευτεί τον πλούσιο γείτονα και διατηρεί παράνομη σχέση με έναν φαλαγγίτη και πολλοί ακόμα χαρακτήρες δουλεμένοι με τρόπο αριστοτεχνικό μα πάνω από όλους Pitorliua κρυμμένος ψηλά στην σπηλιά να στοιχειώνει σαν φάντασμα, περισσότερο από όσο στοίχειωνε με την «διαφορετική» ζωή του, όσο ζούσε.
Για τον Villaronga δεν υπάρχουν γενναίοι και δειλοί. Μια ανάσα πάνω στο παγωμένο τζάμι αρκεί για να θολώσει το παρελθόν και να το καταδικάσει στην λήθη.