Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Habemus Papam


Μια ταινία φτιαγμένη αποκλειστικά για να εξυπηρετήσει την αρχική ιδέα του Nanni Moretti. Η ψυχανάλυση, η εναλλακτική θεραπεία στην αδυναμία της θρησκευτικής πίστης να απαντήσει στις μεταφυσικές ανησυχίες του σύγχρονου «ποιμνίου», θα αποτύχει σε ένα αγώνα, εκτός έδρας, μέσα στα άδυτα του Βατικανού, ακριβώς, γιατί κατά την εφαρμογή της πάσχει και αυτή από το ίδιο ακριβώς «αλάθητο» των αντιπάλων της.
Από την στιγμή που η πρόθεση του σκηνοθέτη γίνεται αντιληπτή, η ταινία χάνει κάθε ενδιαφέρον, γιατί κάθε επί πλέον σκηνή που μπαίνει για να εκθέσει όλο και περισσότερο τους δυο αντίδικους, γίνεται επαναλαμβανόμενη έως τα όρια της καρικατούρας.
Ο νεοεκλεγείς πάπας Melville (Michel Piccoli) πάσχει από αγοραφοβία και αρνείται, πάνω στην κρίση του πανικού του, να απευθυνθεί στο πλήθος των πιστών, που έχουν συρρεύσει στην πλατεία του αγίου Πέτρου. Αναλαμβάνει να τον θεραπεύσει ο άθεος ψυχίατρος Brezzi (Nanni Morreti).
Στην ταινία γελοιοποιείται το θρησκευτικό κατεστημένο και το αυστηρό πρωτόκολλο της καθολικής εκκλησίας, μέσα από την απλοποιημένη ανάδειξη των ανθρώπινων αδυναμιών των καρδιναλίων. Αντιδράσεις και συμπεριφορές, υποτίθεται ξένες προς την «αγιότητα» των ταγών της εκκλησίας, γεμίζουν το σύνολο της μαζί με την σκευωρία του εκπροσώπου του τύπου του Βατικανού να κρατήσει αυτήν την αναταραχή μυστική από τα μέσα ενημέρωσης.
Φωτεινά σκηνοθετικά διαλείμματα σε αυτήν την, κατά τα άλλα, βαρετή ταινία, οι περιηγήσεις του Melville, incognito, ανάμεσα στους ανθρώπους στις γειτονιές της Ρώμης, καθώς ανακατεύεται μαζί τους σε πλατείες, μετρό, καφετέριες και εστιατόρια. Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα γίνεται η ταινία και συγκλονιστικότερη η ερμηνεία του Piccoli, όταν ο άγνωστος ακόμα πάπας, με πολιτική περιβολή, ανακαλύπτει την καταπιεσμένη του αγάπη για την ηθοποιία, καθώς συγχρωτίζεται με τους ηθοποιούς ενός θεατρικού θιάσου. Ίσως το «παπαδιλίκι» να εμπεριέχει μέσα από τα δικά του κοστούμια, τα ράσα και τα άμφια, την αλληλουχία των τελετουργικών πράξεων, το σενάριο των ιερών κειμένων και τον συμβολισμό των μυστηρίων, ένα δικό του ύφος υποκριτικής τέχνης, που όταν γίνεται αισθητό από κάποιους φωτισμένους κληρικούς, να καταντά ανυπόφορο.
Αντί για βίντεο από την ταινία ακολουθεί το τραγούδι “Todo cambia” με την μαγική φωνή της Mercedes Sosa που κάποια στιγμή ακούγεται μέσα στην ταινία.

y así como todo cambia
que yo cambie no es extraño




Δευτέρα 8 Αυγούστου 2011

Ο τρίτος άνθρωπος-The third man


Πως γίνεται μια ταινία τόσο στυλιζαρισμένη, τόσο ακαδημαϊκή, τόσο αψεγάδιαστη, να είναι ταυτόχρονα τόσο εύπλαστη, λειτουργική, ζεστή και σε τελική ανάλυση τόσο «ανθρώπινη»; Πως γίνεται από την μια να βουτάει, κυριολεκτικά, μέσα σε υπάρχοντα κλισέ και ταυτόχρονα να είναι αυθεντική, καινοτόμα, ακόμα και ριζοσπαστική; Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, ότι το πάντρεμα του αστυνομικού μυθιστορήματος με τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, είναι το κλειδί του γρίφου. Ο Carol Reed αφήνει το σενάριο να κυλάει στα χείλη των πρωταγωνιστών και σκηνοθετεί την δική του ιστορία. Πίσω από τα λόγια, ο φακός αυτοσχεδιάζει στα δικά του μονοπάτια. Αυτό που βλέπουμε έχει να κάνει με μικρούς και μεγάλους απατεώνες που εκμεταλλεύονται την απουσία του κράτους και των θεσμών, για να κερδοσκοπήσουν σε βάρος της κοινωνίας. Η κατεστραμμένη Βιέννη, του τέλους του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η Αθήνα του 2010-2011. Μια κοινωνία διαλυμένη, με ανθρώπους φοβισμένους, χωρίς κανένα σημείο αναφοράς. Αυτό ακριβώς το διαμελισμένο και υπό αποσύνθεση πτώμα κινηματογραφεί ο Carol Reed. Μέσα από τους περίεργους φωτισμούς, που σχίζουν σαν μαχαιριές το σκοτάδι, μέσα από τις τεράστιες σκιές πάνω στα επιβλητικά κτίρια που κρύβουν τον ορίζοντα, μέσα από την αντανάκλαση της ασημένιας λευκότητας πάνω στα λιθόστρωτα και τα στραβά διαγώνια κάδρα, μας δίνει την δική του εκδοχή για την ιστορία. Δεν μένει πάνω στο τελετουργικό άναμμα του τσιγάρου από τον Joseph Cotten, ούτε στα θλιμμένα μάτια της ερωτευμένης Alida Vali. Δεν είναι εύκολο να ξεμπροστιάσεις τον εγκληματία, είτε αυτός είναι άνθρωπος, είτε είναι οι «αγορές», απλώς κατηγορώντας τον για τυχοδιώκτη. Τον φυλάει για το τέλος τον Orson Welles. Για το δεύτερο μισό, του δεύτερου μέρους. Όταν η γάτα θα του γλύφει τα λουστραρισμένα παπούτσια και όταν το παιδικά αυτάρεσκο πρόσωπό του θα κοιτάζει παγωμένα τον φακό, πάνω στην ρόδα του λούνα-παρκ. Και όταν φυσικά με την βοήθεια της αγάπης, της αλληλεγγύης και της «έξυπνης επιλογής συμμαχιών(!)» θα καταφέρει να τον στριμώξει μέσα στους βρώμικους υπονόμους της πόλης μακριά από το φως της μέρας.
Η ταινία αυτή δεν μπορεί να περιγραφεί. Κάθε πλάνο της αποτελεί από μόνο του την αιτία για ανάλυση σελίδων. Κάθε νότα από το τσιτάρ του Anton Karas ξεπερνάει την δύναμη της ανθρώπινης φωνής και γραφής.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Copie Conforme-Γνήσιο Αντίγραφο


Λιγάκι έξω από τα νερά του ο Abbas Kiarostami στην ταινία “Copie Conforme” θα χρειαστεί περίπου το μισό πρώτο μέρος, ίσως κα μέχρι το διάλλειμα, για να μπορέσει να «πάρει μπροστά» και να αναδείξει το πραγματικά αξιόλογο θέμα που έχει στο μυαλό του από την αρχή. Θα πελαγοδρομήσει ανάμεσα σε ανούσιους μονολόγους, για την αξία της αυθεντικότητας των έργων τέχνης, θα κινηθεί ανάμεσα τους επιλέγοντας κλειστά πλάνα πάνω σε αντικείμενα και πρόσωπα, θα παίξει το παιχνίδι της ερωτικής πρόκλησης, που γεννιέται στο μυαλό της ηρωίδας του και αφού κάνει ένα μεγάλο κύκλο και μια ημερήσια εκδρομή, κάπου στην Τοσκάνη, θα καταλήξει να «ενσαρκώσει» την αρχική του ιδέα, πλάθοντας ένα ομοίωμα ενός ζευγαριού χαμένου στην μονοτονία της καθημερινότητας, τόσο ...virtual, που θα το ζήλευαν πολλά αληθινά.
Ο άγγλος συγγραφέας (William Shimell) που επισκέπτεται την Φλωρεντία για να προωθήσει το βιβλίο του είναι αλήθεια ότι αργεί ανταποκριθεί στο παιχνίδι ρόλων, που τον προσκαλεί να παίξει η καινούργια του γνωριμία, η ιδιοκτήτρια οίκου αντίγραφων έργων τέχνης (Julliete Binoche). Ίσως γιατί φοβάται, ότι σε αυτό το παιχνίδι κινδυνεύει να αποκαλυφθεί και να ακυρωθεί, ότι με επιχειρήματα υποστηρίζει στο βιβλίο του. Αρκούν μονάχα μερικές στιγμές, για να δημιουργηθεί μια σχέση χτισμένη πάνω στην βάση αρσενικού-θηλυκού, που στηρίζεται σε υλικά όπως ο λόγος, η συναίνεση και η προηγούμενες ανάλογες εμπειρίες, που κουβαλούν οι δυο τους. Επειδή όμως κάθε φορά για να υπάρξει κάτι, είτε αυθεντικό είτε αντίγραφο, πρέπει να υπάρχει ο θεατής για να του δώσει ζωή με το βλέμμα του, όλα σταματούν στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Όταν παύουν να πέφτουν επάνω τους τα μάτια του κόσμου, όπως όταν κλείνουν οι πόρτες των μουσείων και με την έξοδο του κοινού οι πίνακες και τα γλυπτά «εξαφανίζονται».
Λίγο ενοχλητικό, που οι διάλογοι εναλλάσσονται ανάμεσα στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα ιταλικά.

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

También la lluvia-Ακόμα η βροχή


Η ισπανίδα σκηνοθέτης Icíar Bollain, πάνω στο σενάριο του γνωστού για την συνεργασία του με τον Ken Loach σεναριογράφου Paul Laverty, φτιάχνει μια ταινία πολιτική, υψηλών προσδοκιών, που όμως χάνονται κατά την διάρκεια της, μιας και για κάποιον ανεξήγητο λόγο αποφασίζει να στρέψει τον κινηματογραφικό της φακό, από το «συνολικό» στο «προσωπικό». Φυσικά στα θετικά της προσπάθειας είναι, ότι η ταινία, χρησιμοποιώντας την τεχνική της παράλληλης αφήγησης, προλαβαίνει να αφήσει ένα ξεκάθαρο πολιτικό αποτύπωμα. Μια παράλληλη αφήγηση, που δεν έχει να κάνει με χωροχρονικές αποστάσεις, όπως έχουμε συνηθίσει να συμβαίνει κατά κόρον στις κινηματογραφικές προβολές, αλλά μια ταυτόχρονη εξιστόρηση γεγονότων που συμβαίνουν σε πρώτο επίπεδο, με αυτά που πραγματεύεται το γύρισμα μιας ταινίας, με θέμα την κατάκτηση της Νέας Γης, από τους ισπανούς κατακτητές στις αρχές του 16ου αιώνα.
Ο Sebastian (Gael García Bernal) συγκλονίζεται, όταν διαβάζει από ιστορικές πηγές για την στάση που κρατά ένας καθολικός ιερέας, που βρίσκεται μαζί με τον στρατό του Χριστόφορου Κολόμβου στην κατάκτηση της Βολιβίας, απέναντι στην βία που ασκούν οι στρατιώτες στους ιθαγενείς. Μαζί με τον παραγωγό Costa (Luis Tosar), τους ηθοποιούς και ολόκληρο το κινηματογραφικό συνεργείο φτάνουν στους φυσικούς χώρους της περιοχής Cochambaba, για να βρει κομπάρσους από τους κατοίκους και να ξεκινήσει τα γυρίσματα. Ο πιο σημαντικός κομπάρσος o βολιβιανός Hatuey(Juán Carlos Aduriri), που κατά το σενάριο θα αντισταθεί στην λεηλασία του φυσικού πλούτου της χώρας του, αλλά και στον εξευτελισμό της φυλής του από τους conquistadores, είναι και ο φυσικός ηγέτης ενός αγώνα που διεξάγεται από τον ντόπιο πληθυσμό, ενάντια σε μια αμερικάνικη πολυεθνική που έχει σκοπό να «επενδύσει» στην εκμετάλλευση του νερού της περιοχής, καταδικάζοντας τους κατοίκους σε μεγαλύτερη φτώχεια. Στα βίαια επεισόδια που θα ξεσπάσουν ανάμεσα στις δυνάμεις καταστολής του καθεστώτος και στους διαδηλωτές, θα δούμε να ενώνεται το χαμένο νήμα μιας διαρκούς ταξικής πάλης.
Ο μανδύας, ο φερετζές της εποχής των ισπανικών κατακτήσεων, που άκουγε στο όνομα εκπολιτισμός και εκχριστιανισμός των άγριων ιθαγενών, κρύβοντας το αποκρουστικό πρόσωπο της λεηλασίας του χρυσού και του φυσικού πλούτου της Αμερικανικής ηπείρου, έχει στις μέρες μας αλλάξει μορφή. Κάτω από τις κούφιες λέξεις «ανάπτυξη» ή «ορθολογική» διαχείριση, μια ομάδα άπληστων τεχνοκρατών σε συνεργασία με μια μερίδα διεφθαρμένων πολιτικών, εφορμά για να ληστέψει τον δημόσιο πλούτο. Η βία το ίδιο απεχθής περιγράφεται στην ταινία με αρκετά ρεαλιστικό τρόπο. Το διακύβευμα στις μέρες μας πολύ μεγαλύτερο, μιας και έχουν τελειώσει οι εφεδρείες του παγκόσμιου οικοσυστήματος.
Η Icíar Bollain θέλει να πάει λίγο παρακάτω την υπόθεση και εκεί ακριβώς τα χαλάει, γιατί η ματιά της χαρακτηρίζεται από μια ευκολία και μια φανερή επιδερμικότητα. Κεντράρει πάνω στα μέλη του κινηματογραφικού συνεργείου για να εκμαιεύσει τις ατομικές αντιδράσεις απέναντι σε αυτές τις καταστάσεις. Ο φόβος για την προσωπική ασφάλεια απέναντι στην βία των ισχυρών, το ίδιο το αποτέλεσμα της παραγωγής της ταινίας που κινδυνεύει να ματαιωθεί, ο ωχαδελφισμός του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στον «τριτοκοσμικό» Βολιβιανό, αλλά και κάποια στιγμή η προσωπική υπέρβαση, που οδηγεί σε αξιέπαινες, αλλά δυστυχώς ατομικές λύσεις.
Στα παραπάνω ακόμα κι αν προσθέσουμε κάποιες σκηνοθετικές αδυναμίες, κυρίως όσο αφορά την ροή της ταινίας και την σκιαγράφηση των χαρακτήρων, έχουμε ένα αποτέλεσμα αξιοπρόσεκτο και ενδιαφέρον, που υποβοηθείται σημαντικά από την μουσική του Alberto Iglesias.

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Mariken


Με ένα μεσαιωνικό παραμύθι από το Βέλγιο τελείωσαν για φέτος τα κυριακάτικα απογεύματα στο Φιλίπ. Ο ολλανδός σκηνοθέτης André van Duren σκορπά κατά την διάρκεια της ταινίας μερικά εξωπραγματικά, φανταστικά και ανορθολογικά στοιχεία, για να είναι συνεπής με το γνωστό παραμύθι, ενώ ταυτόχρονα μέσω του σεναρίου διηγείται τις απόλυτες διαχρονικές αλήθειες, που καθορίζουν την ανθρώπινη ζωή. Μιλά για τους ανθρώπους τους «εντός» και «εκτός» των τειχών, για την αρρώστια που κάποτε ονόμαζαν «μαύρο» θάνατο, την μαγεία, την απόλυτη εξουσία του μονάρχη, την υποκρισία, την αμάθεια, τον αναλφαβητισμό, τις δεισιδαιμονίες και ενώ τα ντύνει μέσα στο δικό τους ιστορικό πλαίσιο, αυτό που έχουμε συνηθίσει από ανάλογες ταινίες εποχής, εμφανίζονται τόσο σύγχρονα, που τα αισθανόμαστε σημερινά. Άλλωστε, τι άλλο είναι η ιστορία πέρα από ένα ατελείωτο μπρος-πίσω με τους ανθρώπους να κρατούν την ανάσα τους, να βουλιάζουν, για να βγουν ξανά στην επιφάνεια.
Ο πρακτικός γιατρός και φυσιοδίφης Archibald (Jan Decleir) διώχνεται κακήν κακώς από την πoλιτεία-κάστρο, γιατί έδωσε σαν φάρμακο για τον πονοκέφαλο της κοντέσας ...ποντικοκούραδα. Βρίσκει στους αγρούς ένα μωρό παρατημένο την Mariken (Laurien Van der Broek) και το μεγαλώνει στο δάσος με τους δικούς του, «αιρετικούς», κανόνες. Η «διδασκαλία» του περιλαμβάνει μια αλληλουχία πράξεων που συνίστανται στα εξής: «Κάθε πρωί θα πλένεις τα πόδια σου με κρύο νερό, θα τρως τον χυλό σου και το γάλα της κατσίκας και θα διαβάζεις ένα βιβλίο». Η Mariken μεγαλώνει σαν αγρίμι. Όταν σκοτώνεται η κατσίκα τους, η Mariken, φεύγει από τον θετό της πατέρα, για να βρει να αγοράσει μια άλλη. Η ελευθερία στην οποία έχει μεγαλώσει και ο αυθορμητισμός της την μπλέκουν σε περιπέτειες, από τις οποίες θα τα καταφέρει να επιβιώσει, χάρη σε ένα μπουλούκι θεατρίνων, ανθρώπων που κινούνται στα όρια της εξουσίας της πυργοδέσποινας Οι αλήθειες, που ξεστομίζει η μικρή Mariken, μαλακώνουν την αλαζονική πριγκίπισσα και φέρνουν στην επιφάνεια τα μοναχικά στερημένα από αγάπη παιδικά της χρόνια, μέσα στο παλάτι. Η Mariken βλέπει την Isabella (Kim van Kooten) να ερωτεύεται με τον αγαπημένο της Joachim (Ramsey Nasr), αποκρυπτογραφεί το μυστήριο της ζωής στην στιγμή της δημιουργίας, αισθάνεται μέρος του σύμπαντος που την περιβάλλει και αποφασίζει να ακολουθήσει το καραβάνι των παλιάτσων στην ελεύθερη ζωή τους.
Πρόκειται για μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού, που όμως δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από άλλες παραγωγές περισσότερο ακριβές. Χτίζει με λεπτομέρεια αυτό που έχουμε στο μυαλό μας για τις μεσαιωνικές πόλεις. Τα ρούχα που φορούν οι απλοί άνθρωποι και οι αυλικοί, οι πανοπλίες των φρουρών του πύργου, τα βρώμικα δρομάκια μέσα στο κάστρο, η υπαίθρια αγορά, τα κάρα με τα άλογα, η σκυθρωπή ζωή πίσω από τα τείχη και η ελεύθερη, αλλά εξ’ ίσου σκληρή ζωή μέσα στο δάσος και στην εξοχή. Και αυτό που φθάνει μέχρι εμάς είναι τα βρόμικα απόνερα κοινωνιών, που ζουν στηριγμένες στον φόβο για το διαφορετικό και στην προκατάληψη.

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

The Mill and the Cross- Ο μύλος και ο σταυρός


«…η διαδικασία για την ολοκλήρωση της ταινίας πήρε σχεδόν 3 χρόνια.! Τόσο χρειάστηκε για να υφάνει το τεράστιο ψηφιακό καμβά, που αποτελείται από συνεχόμενες στρώσεις προοπτικής, ατμοσφαιρικών γεγονότων και ανθρώπων…» διαβάζουμε στο πρόγραμμα της ταινίας «Ο μύλος και ο σταυρός» (The Mill and the Cross), του Πολωνού σκηνοθέτη Lech Majewski.
Είναι πολύ συχνό, στον κινηματογράφο, να παρακολουθούμε μεταφορές λογοτεχνικών βιβλίων. Όχι όμως τόσο συχνά πινάκων ζωγραφικής, με τον τρόπο που το κάνει σε αυτήν την ταινία ο σκηνοθέτης και εικαστικός Lech Majewski. Ο θεατής αισθάνεται, σαν να βρίσκεται μέσα στον πίνακα, να αποτελεί μέρος του και να ακούει την ανάλυση του από τον ίδιο τον ζωγράφο. Να ακούει τις σκέψεις του, τον τρόπο με τον οποίο θέλει να τις εκφράσει, να βλέπει τα προσχέδια του, τις σημειώσεις του. Και μάλιστα, σαν ο ζωγράφος αυτός, ο Pieter Bruegel, της φλαμανδικής σχολής να είναι σύγχρονος του. Είτε γιατί η ματιά του φαντάζει τόσο σημερινή, είτε γιατί ο σκηνοθέτης κρίνει και όχι άδικα, ότι η θεματολογία ταιριάζει γάντι σε μια Ευρώπη, που η μισαλλοδοξία φουντώνει, σαν παρακλάδι τυφλών εθνικισμών.
Φλάνδρα 1564, υπό Ισπανική κατοχή. Ο στρατός σε μια επίδειξη ισχύος προσπαθεί να εξαλείψει κάθε ίχνος θρησκευτικής μεταρρύθμισης. Ο καθολικισμός, σαν κυρίαρχη θρησκεία της αυτοκρατορίας, επιβάλλεται δια της βίας. Μια βία τόσο ωμή και αποτρόπαιη, όσο μπορεί να είναι ο συνδυασμός της άγνοιας και της αλαζονείας. Ο ζωγράφος βλέπει τους απλούς ανθρώπους να σταυρώνονται κάθε μέρα από την εξουσία και αποφασίζει να βάλει στο κέντρο του τεράστιου πίνακά του, ένα σύγχρονό του Ιησού να κουβαλά τον δικό του σταυρό, με τους Ισπανούς στρατιώτες στον ρόλο των Ρωμαίων λεγεωνάριων. Στο κέντρο του πίνακα μεν, αλλά σχεδόν αόρατο από το επιπόλαιο βλέμμα. Γιατί ο πίνακας που θέλει να φτιάξει, εκτός από ένα κοινωνικό σχόλιο μια μορφή παθητικής αντίστασης στους κατακτητές της πατρίδας του, είναι και μια στιγμιαία φωτογραφική απεικόνιση της ιστορίας. Έτσι κάθε τετραγωνικό εκατοστό του πίνακα ζωντανεύει, για να μας διηγηθεί με ένα πρωτότυπο τρόπο, πως ζούσαν, αλλά και πως συνεχίζουν να ζούνε οι άνθρωποι. Τα ρούχα που φορούν, το φαγητό τους, τα τραγούδια τους και τους χορούς τους. Τον τρόπο που ερωτεύονται, τα βλέμματα που ανταλλάσουν, τα παιχνίδια των παιδιών, τα σπίτια τους με τις αυλές τους, τα τοπία που αντίκριζαν και ο τρόπος που πέθαιναν. Μια προσπάθεια να κατανοηθεί η Ιστορία, όχι σαν το σύνολο των γεγονότων που καταγράφουν τα ιστορικά βιβλία, αλλά η αποτύπωση μιας χωροχρονικής χαραμάδας, διαρκώς παρούσας και ανατροφοδοτούμενης. Βάζει λοιπόν ο σκηνοθέτης τον ίδιο τον ζωγράφο (Rutger Hauer), να μας αποκαλύπτει τον συμβολισμό του έργου που κατασκευάζει, με ένα Θεό- μυλωνά απομακρυσμένο στην κορυφή του βράχου, μέσα στον μύλο του, που έχει σαν μοναδικό του μέλημα την διατήρηση της ροής του χρόνου, αμέτοχο στα ανθρώπινα, αλλά τόσο σημαντικά συμμετοχικό, όσο ο καμβάς του ζωγραφικού πίνακα. Δεσπόζει χωρίς να φαίνεται. Χωρίς Αυτόν(ην) δεν θα υπήρχε τίποτα.
Ο φακός εστιάζει διαδοχικά πάνω στον ζωγράφο και στο πρόσωπό του, προβάλλοντας τον τρόπο που δέχεται τα ερεθίσματα από το περιβάλλον του και μετά πάνω σε διάφορα σημεία του πίνακα, όπου δραματοποιούνται οι σκέψεις του ζωγράφου. Έτσι κάθε φορά κινείται μόνο το μέρος του πίνακα που μας ενδιαφέρει την συγκεκριμένη στιγμή, ενώ όλος ο υπόλοιπος παραμένει ακίνητος, όπως είναι στην πραγματικότητα. Μετά από 90 λεπτά διαβίωσης στην πλαστή τρίτη διάσταση, που μας χαρίζει η προοπτική της ζωγραφικής τέχνης, ο φακός υποχωρεί και αποκαλύπτει το κάδρο και την αίθουσα του μουσείου Ιστορίας την Τέχνης, στην Βιέννη, όπου εκτίθεται ο συγκεκριμένος πίνακας.

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Mammuth


Παρ’ όλο που ο φακός γράφει πολλά χιλιόμετρα πάνω στην Munch Mammuth, μοντέλο 73, η ταινία των Gustave de Kervern και Benoit Delepine, “Mammuth”, αφήνει κατά πολύ πίσω της τα road movies και κινείται σε περισσότερο εσωτερικά- σε δεύτερο επίπεδο- αλλά κατά βάση αμιγώς πολιτικο-κοινωνικά ταξίδια. Όσο διαρκεί ο εργασιακός βίος ενός ανθρώπου και ίσως και λιγότερο, τόσο χρειάζεται για να έρθουν τα πάνω κάτω στα αξιακά δεδομένα μιας ολόκληρης κοινωνίας. Μια βουτιά στο παρελθόν με έναν «τρύπιο αναπνευστήρα» και μια μηχανή ανίχνευσης μεταλλικών αντικειμένων και κοινωνικών μεταβλητών, που δεν έχουν αφομοιωθεί ομαλά και γεννούν αντιδράσεις αφύσικες, για ανθρώπους χωρίς οράματα ζωής, που παραδέρνουν από την αυτοκαταστροφική μοναχικότητα, έως την απέλπιδα προσπάθεια μιας εγωιστικής προσωπικής επιβίωσης.
Με λεπτό χιούμορ, αφαιρετική σκηνοθετική αφήγηση, φωτογραφία που αποτυπώνει σελίδες ολόκληρες αναλύσεων, οι Gustave de Kervern και Benoit Delepine ανατέμνουν τα «αποκαΐδια» των μετα-καπιταλιστικών δυτικών κοινωνιών. Μέσα στην αφθονία των καταναλωτικών αγαθών, στο «μπούκωμα» των αισθήσεων από την υπερπροσφορά πλαστικών απολαύσεων, από τους απαξιωμένους τόνους ορμονούχων βοδινών, που κοσμούν τις βιτρίνες των ψυγείων των σούπερ-μάρκετ, αναδύεται ο σύγχρονος μετα-τεχνολογικός άνθρωπος. Μια φιγούρα που αποδίδεται αριστουργηματικά, από την πληθωρική, στα όρια της χαυνώδους παχυσαρκίας, ερμηνεία του Gerard Depardieu.
Το ταξίδι που κάνει στο παρελθόν, για να συγκεντρώσει τα ένσημα που χρειάζονται για να βγει στην σύνταξη, παράλληλα με το ταξίδι της συμφιλίωσης με το φάντασμα του παρελθόντος, που τον στοιχειώνει, είναι η αφορμή για να έρθουν στην επιφάνεια και να αναδειχθούν οι καινούργιες μορφές επίθεσης των δυνάμεων του χρηματο-πιστωτικού καπιταλισμού, εναντίον των δυνάμεων της εργασίας. Η σύνδεση της με την παραγωγικότητα, οι ελαστικές σχέσεις, η ανασφάλιστη εργασία, η μετανάστευση, σαν πηγή φτηνού εργατικού δυναμικού, η αποξένωση των ανθρώπων και η στροφή της κοινωνίας σε μια virtual πραγματικότητα, οι ατομικές λύσεις που προκύπτουν, σαν σπασμωδική απάντηση από μια όλο και μεγαλύτερη μερίδα ανθρώπων, είναι μερικά μόνο από τα ζητήματα που καταπιάνεται η ταινία.
Μια καταπληκτικά καταγεγραμμένη, «βουβή» κραυγή αγωνίας.

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

True grit-Αληθινό θράσος


Παρά τους μακρόσυρτους και κάποιες φορές βαρετούς διαλόγους η ταινία των αδερφών Κοέν, «Αληθινό θράσος», “True grit”, είναι αρκετά ευχάριστη. Έχει όλα εκείνα τα σκηνοθετικά χαρακτηριστικά, που επιτρέπουν στον θεατή να παρακολουθήσει την εξέλιξη μιας υπόθεσης, ενώ ταυτόχρονα δέχεται καταιγισμό πληροφοριών ιστορικών, κοινωνιολογικών, ανθρωπολογικών μέχρι και …γαστρονομικών. Αυτό που δεν έχει, είναι μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Η μυρωδιά παρωδίας, που την διαπερνά σε όλο της το μήκος, δεν είναι αρκετή για να την διαχωρίσει από το είδος του γουέστερν, αλλά την ίδια στιγμή δεν είναι με κανένα τρόπο ένα καθαρόαιμο γουέστερν. Όντας λοιπόν υβρίδιο, θα έπρεπε να ήταν περισσότερο «περιχαρακωμένη», να απέφευγε να πλατιάζει και πάνω απ’ όλα να έδινε στον θεατή τα κατάλληλα εργαλεία, για να μπορέσει να την παρακολουθήσει. Αυτή η διάχυτη αυτοαναίρεση, το πέρασμα από το κρύο στην ζέστη, από την χιονοθύελλα στην ξαστεριά, στερεί τον κώδικα ερμηνείας- αν αυτός υπήρχε ποτέ- και καταδικάζει σε μια προβολή παθητική ή τουλάχιστον μη συμμετοχική.
Η δεκατετράχρονη Mattie Ross (Hailee Steinfeld)είναι το κορίτσι που καλιγώνει τον ψύλλο. Είναι ικανή από το να βοηθά την μητέρα της στις δουλειές του σπιτιού και να αλλάζει πάνες στα αδέλφια της, μέχρι να κάνει σκληρά εμπορικά παζάρια, να διασχίζει ιππεύοντας ποτάμια χωρίς να φεύγει το καπέλο από το κεφάλι της και να πυροβολεί με πιστόλι και καραμπίνα κατάστηθα τους κακούς. Την παρακολουθούμε να ζητά την συνεργασία του αλκοολικού, μονόφθαλμου και κυνικού πιστολέρο Rooster Cogburn (Jeff Bridges), για να βρει και να εκδικηθεί τον δολοφόνο του πατέρα της. Μαζί τους, για τον ίδιο σκοπό, αλλά με διαφορετικό κίνητρο, ακολουθεί και ο τεξανός αστυνομικός La Boeuf (Matt Damon). Μια περιήγηση στους γνώριμους- από πολλές ταινίες- χώρους της Αμερικής του προ-προηγούμενου αιώνα. Λευκοί-Ινδιάνοι, υπαίθριες- "ψυχαγωγικές" για τα ήθη τις εποχής- κρεμάλες, καβαλαρίες με φόντο τα κόκκινα δειλινά της άγριας Δύσης, κατασκήνωση το βράδυ δίπλα στην φωτιά, ενέδρες στους κακούς, άφθονο πιστολίδι και δηλητηριώδη φίδια. Και βεβαίως για να μην φύγουμε και δυσαρεστημένοι ένα σερβιρισμένο γλυκόπικρο φινάλε, που εκτυλίσσεται αρκετά χρόνια μετά τα γεγονότα, που περιγράφει η ταινία.
Αν μέσα στην ακατάσχετη φλυαρία, υπήρχαν κάποια λειτουργικά παράλληλα επίπεδα, περισσότερο ορατά, αν το «στήσιμο» ήταν λιγότερο επιτηδευμένο, αν οι ηθοποιοί με εξαίρεση τον Bridges ήταν περισσότερο πειστικοί, η ταινία, λόγω των σκηνοθετικών αρετών της, θα ήταν απείρως καλύτερη.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Το βουνό μπροστά


Πρέπει να προσπαθήσουμε αρκετά για να βρούμε κάποιο θετικό στοιχείο στην ταινία «Το βουνό μπροστά», του Βασίλη Ντούρου, που είδαμε στα Κυριακάτικα απογεύματα στον κινηματογράφο Φιλίπ, μια παραγωγή του Νεανικού πλάνου. Όλα αρχίζουν και σταματούν στην ιδέα, να αποδώσει τον ρατσισμό που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία στην επαρχία. Όμως η περιγραφή, εκτός από μονοσήμαντη ήταν και εξαιρετικά περιπτωσιακή. Ο «κακός» της υπόθεσης εκδηλώνει τον ρατσισμό του, όχι τόσο σαν ξενοφοβία, αλλά περισσότερο σαν αντιπαλότητα. Μια αντίδραση που πηγάζει από την ίδια την δική του οικογενειακή κατάσταση, που στερείται τις απαραίτητες ψυχικές εφεδρείες, με αποτέλεσμα να επιτίθεται στον θεωρητικά αδύναμο σε μια προσπάθεια αναπλήρωσης.
Από εκεί και πέρα παρακολουθούμε μια ιστορία με παιδαριώδες σενάριο, να συναγωνίζεται μια εξίσου επιπόλαιη σκηνοθετική στρατηγική, παράθεσης των γεγονότων. Σε όποια περίπτωση επιχειρείται κάποιο «καλλιτεχνικό» πλάνο, φαντάζει τόσο ξεκομμένο από το σύνολο, που αυτοακυρώνεται. Η λήψη με την κάμερα τοποθετημένη μέσα στο ερειπωμένο σπίτι, καθώς το βαν πλησιάζει το χωριό ή η σταγόνα από την βρύση, που στάζει μέσα στην τσίγκινη λεκάνη, για να οδηγήσει στην κορύφωση της αγωνίας, μιλούν από μόνα τους. Οι ηθοποιοί, που πολύ συχνά στέκονται όλοι σε ημικύκλιο και κοιτάζουν τον φακό, αποδίδουν ελαφρώς καλύτερα από τους «συναδέλφους» τους στις παραστάσεις των σχολείων της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου.
Το σενάριο δεν είναι μόνο ότι φορτώνεται αδικαιολόγητα με παράλληλες υποιστορίες, αλλά ουσιαστικά τις αφήνει όλες ανεπεξέργαστες και ατελείωτες. Κάποιες φράσεις που ακούγονται, με βαθιά ανθρωπιστική αξία, είναι η αλήθεια, σβήνουν στιγμιαία, σαν τις πασχαλιάτικες φωτοβολίδες της υπόθεσης, καθώς μένουν ανυποστήρικτες με το περιεχόμενό τους, να το παίρνει… ο καθαρός άνεμος των ελληνικών βουνών.
Το τραγούδι των τίτλων ένα χιλιοακουσμένο μουσικό μοτίβο και μοναδική ευχάριστη έκπληξη, το μοιρολόι που τραγουδούν a capella... στο πασχαλιάτικο τραπέζι την μέρα της Λαμπρής.

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Ο λόγος του βασιλιά-The king´s speech


Μια αρκετά ευχάριστη ταινία, «Ο λόγος του βασιλιά», που χάρις στο απολαυστικό πρωταγωνιστικό της δίδυμο, των Colin Firth και Geofrey Rush, καταφέρνει να ζυγιστεί με αξιοπρέπεια ανάμεσα στην ιστορική καταγραφή της πραγματικότητας και στο οικογενειακό δράμα. Με όμορφη αναπαράσταση περιβάλλοντος, με πολύ καλό ρυθμό και εξαιρετικό σενάριο, πλάθει, με αληθοφανή και αξιόπιστο τρόπο, πραγματικούς χαρακτήρες, ενώ ταυτόχρονα κάνει συνεχείς νύξεις για καταστάσεις, που αφορούν γνωστά ιστορικά πρόσωπα και καταφέρνει να τα προσεγγίσει με τρόπο άμεσο και προσιτό, δίνοντας μια ματιά διαφορετική από αυτήν, την δημοσιογραφική, που το κοινό έχει συνηθίσει να προσλαμβάνει σε τέτοιες καταστάσεις.
Καθώς η νέα τεχνολογία της εποχής, το ραδιόφωνο, έχει εισχωρήσει στην καθημερινότητα, οι αξίες μεταβάλλονται και η ζωή του διαδόχου και μετ’ έπειτα βασιλιά της Αγγλίας, του Γεωργίου του ΣΤ’, γίνεται δύσκολη, στην προσπάθεια του να επικοινωνήσει με τους λαούς της αυτοκρατορίας του, εξ’ αιτίας μιας καθυστέρησης στην ικανότητα του να μιλά. Ο αγώνας να ξεπεράσει αυτό το πρόβλημα με την βοήθεια ενός λογοθεραπευτή, του Lionel Logue, είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο ξετυλίγεται η υπόθεση, η οποία ποτέ δεν χάνει την ευκαιρία να ακουμπήσει θέματα παράπλευρα, όπως αυτό του αυστηρού πρωτοκόλλου της βασιλικής αυλής, τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της βασιλικής οικογένειας, την επιρροή της θρησκευτικής εξουσίας στην πολιτειακή, το τυπικό που ακολουθεί την σχέση του μονάρχη με τους υπηκόους του, την παροχή «πρωτοβάθμιας ψυχολογικής υποστήριξης», χωρίς τίτλους σπουδών και μεταπτυχιακά, όπως στην περίπτωση του Lionel Logue και άλλων πολλών σημείων, που με έξυπνο και αρκετές φορές χιουμοριστικό τρόπο, αισθανόμαστε, πως ο σκηνοθέτης Tom Hooper έρχεται … επιθυμώντας να μας «κλείσει το μάτι».
Το «πάντρεμα» της ιστορικής αλήθειας με την δραματουργία γίνεται με εξαιρετικά ομαλό τρόπο, με κορυφαία στιγμή την σκηνή κατά την οποία τα μέλη της βασιλικής οικογένειας παρακολουθούν στο παλάτι, μέσα από μαυρόασπρα επίκαιρα της εποχής, τους ίδιους, τους πραγματικούς τους εαυτούς να πρωταγωνιστούν επάνω στο πανί.
Μια βιαστική καταγραφή στο βαρύ προπολεμικό περιβάλλον της εποχής, σε αντιδιαστολή με το προσωπικό ελάττωμα του βασιλιά και η αναγωγή του σε μείζον εθνικό ζήτημα για την αυτοκρατορία, την στιγμή που η ιστορία συνεχίζει να γράφεται ερήμην του. Η ως ένα σημείο παθολογική εμμονή των Βρετανών στον θεσμό της βασιλείας, που αν και ποτέ δεν λέγεται, όπως άλλωστε και στην πραγματικότητα, εν τούτοις πλανάται διαρκώς στον αέρα.
Λίγο υπερβολικά τονισμένη η αμηχανία ανάμεσα στα μέλη της βασιλικής οικογένειας και στους κοινούς θνητούς, στα όρια της αναληθοφάνειας, καθώς οι επισκέψεις που κάνουν στο «ιατρείο» είναι διανθισμένες από ένα σωρό σκηνές τραβηγμένες από τα μαλλιά, για να προσδώσουν στο βασιλικό ζεύγος ιδιότητες φυσιολογικών ανθρώπων, που «πέφτουν» στο δικό μας επίπεδο, χωρίς ταυτόχρονα να χάνουν τον αέρα της τάξης τους. Σε αυτό συμβάλλουν και οι μουσικές φράσεις, που τις συνοδεύουν, που δημιουργούν συναισθήματα παραμυθιού, από αυτά που ο πρίγκιπας … φοράει το ρούχο του ζητιάνου και κατεβαίνει κοντά στον λαό του.
Πάντως είναι γεγονός ότι ο Tom Hooper ελίσσεται πανέξυπνα και καταφέρει να ακουμπήσει δύσκολες καταστάσεις, χωρίς να δυσαρεστήσει κανένα. Ίσως αυτό να είναι και η μεγάλη επιτυχία του εγχειρήματός του.