Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

La jaula de oro-Κελί από χρυσάφι

Χρειάστηκε να περιμένουμε υπομονετικά ακούγοντας το υπέροχο τραγούδι  των τίτλων του τέλους, στον υπό διαμόρφωση ακόμα κινηματογράφο Στούντιο, της οδού Σπάρτης στην Πλατεία Αμερικής- που άνοιξε πριν λίγες εβδομάδες- για να δούμε γραμμένα στην οθόνη τα πάνω από 500 ονόματα των μεταναστών, που αψήφησαν τους κινδύνους και ταξίδεψαν από τις χώρες της Κεντρικής Αμερικής μέχρι το Λος Άντζελες, την γη της επαγγελίας της δικής τους ηπείρου.
Μια ταινία τρυφερή και σκληρή ταυτόχρονα, που περιλαμβάνει πολλά στοιχεία ντοκιμαντέρ και όσο αφορά το θέμα της, αλλά όσο αφορά και την απόδοση της.
Ο γεννημένος στο Μεξικό, ισπανός, Diego Quemada Díez, παρακολουθεί την ζωή των μεταναστών από την Γουατεμάλα, την Νικαράγουα, την Ονδούρας και το Σαν Σαλβαδόρ κατά την διάρκεια του ταξιδιού τους με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Πιο συγκεκριμένα και εν είδει μυθοπλασίας εστιάζει στο ταξίδι τριών εφήβων από την Γουατεμάλα, (δυο αγοριών και μιας κοπέλας) και ενός ινδιάνου που προσπαθεί να ενσωματωθεί στην παρέα τους, για να περάσει μαζί τους τα σύνορα. Η αντιζηλία για το κορίτσι, τα ερωτικά σκιρτήματα, η προσπάθεια επικοινωνίας αφού ο ινδιάνος δεν καταλαβαίνει ισπανικά, ο αγώνας για την επιβίωση, μπλέκουν το προσωπικό με το συλλογικό σε μια αφήγηση δυο επιπέδων.
Από τους φτωχούς καταυλισμούς-σκουπιδότοπους της πατρίδας τους μέχρι τα εργοστάσια συσκευασίας κρεάτων και ανθρώπινων ζωών, της χώρας προορισμού, τους χωρίζει ένας δρόμος μακρύς και επικίνδυνος. Χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα με μοναδικό όπλο το πείσμα στο ότι δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο εκτός από την ζωή τους και το ότι είναι τόσοι πολλοί που ποντάρουν στην κούραση των διωκτών τους, έρχονται αντιμέτωποι με την κρατική βία, την αυθαιρεσία των συνοριοφυλάκων, τις παραστρατιωτικές συμμορίες που καραδοκούν σε όλο το μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, για να τους ληστέψουν, να απαγάγουν τις κοπέλες, να πάρουν ομήρους, να σκοτώσουν.
Η ταινία ξεκινάει κάπως επίπεδα, η σκηνοθεσία απλώς διεκπεραιώνει την σεναριακή ιδέα. Το πέρασμα από το ποτάμι, τα πρώτα χιλιόμετρα με το τρένο στον νότο του Μεξικού. Από το δεύτερο όμως μέρος και μετά ο ρυθμός ανεβαίνει, με διαρκή εναλλαγή συναισθημάτων, έξυπνα πλάνα επάνω στα βαγόνια της μεταφορικής αμαξοστοιχίας, και πανοραμικά των εκτάσεων που διασχίζουν. Όμορφα συναισθήματα συντροφικότητας και αλληλεγγύης, σε συνδυασμό με το άκρως ρεαλιστικό σενάριο που δεν αφήνει περιθώρια για happy end, αποτυπώνει με σαφήνεια τον κυνισμό όλων όσων εμπλέκονται σε αυτό το ατελείωτο λαθρεμπόριο των απελπισμένων.

Οι ελεύθερες νιφάδες του χιονιού με φόντο τον νυχτερινό ουρανό ακόμα και για κάποιον που ποτέ στην ζωή του δεν έχει δει το χιόνι, φαίνεται ότι είναι ένα αξιόλογο κίνητρο για να αποφασίσει να διακινδυνεύσει την είσοδο στο χρυσαφένιο κλουβί του δυτικού καπιταλισμού.

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Ο κήπος του Γιάλομ-Yalom's cure

Ένα αξιοπρεπές, όμως άνευρο και επιφανειακό- παρά τον πλούτο και το βάθος των εννοιών που παρουσιάζει, αλλά δεν επεξεργάζεται- ντοκιμαντέρ για την ζωή και τις σκέψεις του διάσημου ψυχοθεραπευτή, συγγραφέα και καθηγητή ψυχιατρικής Irvin Yalom.
Ένας συγγραφέας και μάλιστα με την ειδίκευση του Irvin Yalom, θέλοντας και μη, μέσα από το συγγραφικό του έργο αφήνει στον αναγνώστη πολλά στοιχεία αυτοαναφορικά, όμως μια κινηματογραφική παρουσίαση-κακά τα ψέματα- έχει μεγαλύτερη ικανότητα διείσδυσης και μπορεί να αγγίξει μεγαλύτερο κοινό.
Με ένα σενάριο πυκνογραμμένο, με το μεγαλύτερο μέρος του να αφορά ένα είδος συνέντευξης-μονολόγου, η σκηνοθέτης Sabine Gisiger προσπαθεί να προσεγγίσει την φιλοσοφική θεώρηση του υποκειμένου της και το κάνει με τον ίδιο εκλαϊκευμένο τρόπο, που ακολουθεί και ο Irvin Yalom στο δικό του έργο.
Η σχέση του με τους γονείς του (Εβραίοι μετανάστες από την Πολωνία), έτσι όπως εκείνος την περιγράφει,  η γνωριμία του με την σύζυγό του Marilyn, ο γάμος του και η οικογένεια που δημιούργησε, τα παιδιά του και τα εγγόνια του (εδώ ο θεατής βλέπει τους συγγενείς του να μιλούν γι’ αυτόν) η ακαδημαϊκή του καριέρα, οι σχέσεις με τους ασθενείς του (αλλά πάντα από την δική του σκοπιά) αναδεικνύουν αυτό που φτάνει ως εμάς, τους αναγνώστες του, ένα άτομο σκεπτόμενο, ένας επιστήμονας που μέσα από τις μελέτες του καταλήγει να απαντάει πρώτα στις δικές του μεταφυσικές ανησυχίες και μετά σε αυτές, αυτών που τον εμπιστεύονται.
Πάρα πολλές οικογενειακές φωτογραφίες και βίντεο που απεικονίζουν τον κόσμο στον οποίο μεγάλωσε και λειτούργησε, καταστάσεις που τον επηρέασαν, βάζουν το κοινωνικό πλαίσιο της προσωπικότητάς του.

Με εμβόλιμα πλάνα που τον δείχνουν σε εξωεπιστημονικές δραστηριότητες, να μαγειρεύει, να κάνει ποδήλατο, να κάνει καταδύσεις- το αγαπημένο του χόμπυ- αλλά και άλλα περισσότερο αφηρημένα- όπως τα κύματα της θάλασσας να σκάνε επάνω στα βράχια ή μια ομάδα ανθρώπων σε μια ανοιχτή έκταση να παίζουν Frisbee- ενώ με voice over ακούγεται η δική του φωνή ή κάποιου άλλου συνεντευξιαζόμενου να προσπαθούν να εκφράσουν τον πυρήνα της κοσμοθεωρίας του. Στην πλειοψηφία τους οι άνθρωποι αγχώνονται και αγωνιούν σχεδόν για τα ίδια πράγματα. Στο φόντο, οι γκρίζες σκιές των ουρανοξυστών του τόπου που μεγάλωσε  και ένα βαρύ φορτηγό καράβι γεμάτο θολές ιδέες, οι αναπάντητες ερωτήσεις του ανθρώπινου είδους, να διασχίζει μια γαλάζια θάλασσα που λαμπυρίζει στις ακτίνες του ήλιου. Ίσως το μόνο αληθινό για να πιαστούμε σε αυτήν την εσωτερική αναζήτηση που μας προτείνει.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

From what is before-Mula sa kung ano ang noon

Ένα κοντσέρτο στην βροχή, η επική- και όχι μόνο λόγω διάρκειας -ταινία του Lav Diaz, “From what is before” (Απ’ ότι ήταν πριν)( Mula sa kung ano ang noon), ξεκινάει με ένα larghissimo,  ένα πολύ πολύ αργό πρώτο μέρος, όπου ο θεατής κατατοπίζεται για το περιβάλλον και τους χαρακτήρες, ακολουθεί ένα σχετικά γρήγορο δεύτερο μέρος που περιλαμβάνει, ότι τέλος πάντων μπορεί να θεωρηθεί ως δράση για μια τέτοιου είδους ταινία και τελειώνει με ένα andante moderato, εκεί όπου οι πολιτικές εξελίξεις, το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο αφήνουν τα ίχνη τους στους κατοίκους του απομονωμένου χωριού, που είναι χαμένο κάπου στο δάσος και στην λάσπη της Φιλιππινέζικης  επαρχίας.
Μια μουσική εισαγωγή για μια ταινία 338 λεπτών, όπου δεν υπάρχει soundtrack έξω από τον ήχο της βροχής, των κεραυνών, του αέρα, των ζώων και των πουλιών, τα βήματα των ανθρώπων πάνω στους νερόλακκους και στην λάσπη, τις άναρθρες κραυγές της διανοητικά ανάπηρης Joselina, τις βιαστικές, τρομαγμένες  κουβέντες των υπολοίπων, τα λόγια του παπά και τις διαταγές του επικεφαλής του στρατιωτικού αποσπάσματος, που έρχεται μαζί με τους παραστρατιωτικούς να εφαρμόσει τον στρατιωτικό νόμο, που επέβαλε στην χώρα ο Φερδινάνδο Μάρκος το 1972.
Μικρές καθημερινές ανθρώπινες ιστορίες ενταγμένες στο συνολικό κλίμα της εποχής. Μια σειρά από παράξενα γεγονότα διαταράσσουν την ζωή των χωρικών, που είναι ένας διαρκής αγώνας για την επιβίωση, μέσα σε  αντίξοες καιρικές συνθήκες. Μια ασταθής ισορροπία ανάμεσα στις παλιές θρησκευτικές λατρευτικές δοξασίες και στον εγκαθιδρυμένο χριστιανισμό, μια έρπουσα τρομοκρατία που κρατά μυαλά και στόματα σφραγισμένα.
Ο Lav Diaz επί πεντέμισι ώρες δεν βάζει την κάμερα ποτέ δεύτερη φορά στο ίδιο σημείο. Με εκατοντάδες διαφορετικά πλάνα ακολουθεί τους πρωταγωνιστές σε όλες τους τις δραστηριότητες, αλλά κάθε φορά από διαφορετική οπτική γωνία.   Δυνατή ασπρόμαυρη φωτογραφία, κάθε εικόνα είναι χτισμένη με απίστευτη λεπτομέρεια. Δεν υπάρχουν καθόλου κοντινά πλάνα. Οι χαρακτήρες ανήκουν αποκλειστικά στο περιβάλλον που βρίσκονται, δεν ενδιαφέρουν τα ατομικά χαρακτηριστικά τους. Μακρινά πλάνα, όπου οι άνθρωποι εμφανίζονται, πλησιάζουν και χάνονται χωρίς να φαίνεται  με λεπτομέρειες το πρόσωπο. Μεσαία πλάνα όταν κουβεντιάζουν, δουλεύουν ξεκουράζονται, περισσότερο ενδιαφέρει το πλαίσιο. Οι κορμοί των δένδρων, οι καλαμιές, οι βράχοι, ο αφρός των κυμάτων δομικά στοιχεία των τέλειων φωτογραφικών κάδρων.
Το πώς είναι φτιαγμένα τα σπίτια, η εργασία στην ύπαιθρο, η εκκλησία, τα φαγητά, οι συζητήσεις, οι δεισιδαιμονίες,  το μοιρολόι της μάνας,  θα μπορούσαν να είναι για τον δυτικό θεατή μια ευκαιρία εξοικείωσης με μια μακρινή κουλτούρα, όμως είναι τόσο υποβλητική η εικόνα και τόσο τραγικά τα γεγονότα που περιγράφονται,  που κάθε τέτοια σκέψη πέφτει στο κενό.

Όταν ένας δημιουργός έχει να αναπτύξει ένα ενδιαφέρον θέμα που χρειάζεται τον χρόνο του, η μεγάλη διάρκεια δεν αποτελεί κανένα πρόβλημα. Η ταινία βλέπεται ξεκούραστα με δυο δεκάλεπτα διαλείμματα. Ένα ακόμα αριστούργημα από το 8ο φεστιβάλ πρωτοποριακού κινηματογράφου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Ουίσκι με βότκα-Whisky mit Vodka

Ο Andreas Dresen δεν είναι άγνωστος στο πιστό κοινό της Κινηματογραφικής Λέσχης Πεύκης- που ξεκίνησε και φέτος τις προβολές, εμπλουτισμένες μάλιστα και με μουσική πριν την ταινία-αφού πέρσι είχαμε απολαύσει το «Καλοκαίρι στο Βερολίνο», μια σύγχρονη ταινία προβληματισμού πάνω στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων μέσα στις απρόσωπες μεγαλουπόλεις.
Το “Whisky mit Wodka” (Ουίσκι με Βότκα) κινείται σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια, διατηρεί όμως και αυτό την άρτια κινηματογραφική αφήγηση, όπως και το προηγούμενο. Χωρίς να είναι κωμωδία, διακωμωδεί τον κόσμο του κινηματογράφου μέσα από τον κινηματογράφο.
Όσοι έχουν ασχοληθεί, έστω και ελάχιστα με την παραγωγή ταινιών, θα γνωρίζουν ότι πολλές φορές τα backstage video και οι φωτογραφίες μπορούν να δώσουν ένα αποτέλεσμα, που αν όχι να ξεπερνά, τουλάχιστον να μπορεί να σταθεί ισότιμα με το τελικό αποτέλεσμα, την  ίδια την ταινία, ακριβώς γιατί διατηρεί τον αυθορμητισμό του ανεπεξέργαστου. Πόσο μάλλον εδώ, που έχουμε να κάνουμε με ένα επεξεργασμένο-ανεπεξέργαστο.
Η κινηματογραφική κάμερα κινηματογραφεί τον εαυτό της, να κινηματογραφεί μια ταινία του 1920, με τον τίτλο «Τάνγκο για τρεις», όπου ο  πρωταγωνιστής, ο βετεράνος  ηθοποιός Otto Kullberg (Henry Hübchen) έχει δεσμό με την μάνα, που υποδύεται η ηθοποιός Bettina Mall (Corinna Harfouch) και την κόρη της, που υποδύεται η ηθοποιός Heike Marten (Valery Tscheplanowa), ταυτόχρονα. Στο γύρισμα μιας σκηνής, ο Otto, καταρρέει από το μεθύσι και η παραγωγή αποφασίζει να προσλάβει ένα νέο ηθοποιό, τον Arno Runge (Markus Hering) για τον ίδιο ρόλο,  για να γυρίσει και δεύτερη φορά τις  ίδιες σκηνές, σε περίπτωση που το «αστέρι» δεν καταφέρει να ολοκληρώσει το έργο.
Πάνω σε αυτό το μυθιστορηματικό χαλί παρακολουθούμε την ζωή κατά την διάρκεια των γυρισμάτων στον κινηματογραφικό «καταυλισμό». Ο σκηνοθέτης της ταινίας που γυρίζεται, o Martin Telleck (Sylvester Groth), έχει δεσμό με την Bettina, την ηθοποιό που υποδύεται την μητέρα, η οποία με της σειρά της είχε δεσμό (και συνεχίζει να έχει περιστασιακά) με τον Otto, στον οποίο την πέφτει κάθε θηλυκό που τον πλησιάζει σε ακτίνα χιλιομέτρου. Ο Arno, ο αντικαταστάτης ηθοποιός, την πέφτει στην Bettina, στην κινηματογραφική της κόρη, την Heike,  και την βοηθό σκηνοθέτη, ενώ η βοηθός σκηνοθέτη την πέφτει στον κάμεραμαν, που όμως είναι ερωτευμένος με την Heike. Για να μην μακρηγορούμε κάτι, σαν το «Που βαδίζουμε κύριοι;» του Λουκιανού Κηλαηδόνη.
Η ταινία κυλάει, σαν ένα “bras de fer” ανάμεσα στον ηλικιωμένο και στον νέο ηθοποιό, μέχρι την τελευταία κρίσιμη στιγμή, όπου γίνεται ανακωχή πάνω από δυο μπουκάλια δυνατών αλκοολούχων ποτών. Ο Arno με καταγωγή από την πρώην Ανατολική Γερμανία επιλέγει να μεθύσει με ουίσκι, ενώ ο καταξιωμένος Otto (ίνδαλμα των δυτικών blockbusters) το κάνει με βότκα.
Ίσως ένα ασχολίαστο κλείσιμο του ματιού με πολιτικές προεκτάσεις, από τον Andreas Dresen, σε μια ταινία που δεν διεκδικεί φυσικά δάφνες πρωτοτυπίας, όμως χάρη στον πολύ καλό ρυθμό της και στην ικανοποιητική ανάπτυξη των χαρακτήρων της, κερδίζει τον θεατή.

Από τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνές η συνέντευξη τύπου του σκηνοθέτη Martin Telleck και του Otto Kullberg στους δημοσιογράφους και πως αυτοί ξεφεύγουν από τις σκληρές και δύσκολες ερωτήσεις τους, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τον "θαυμαστό" κόσμο της showbiz. Λίγο βαρετό το υπέροχο, αλλά χιλιοπαιγμένο tango Por una cabeza” το soundtrack της υπό κατασκευή ταινίας. 

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Ida

Η ταινία “Ida”, (2013) του Pawel Pawlikowski, έρχεται σε μια δύσκολη στιγμή, με την άνοδο του ακροδεξιού εξτρεμισμού να  απασχολεί το σύνολο της Ευρώπης, καθώς η καπιταλιστική κρίση βαθαίνει και το πολιτικό σύστημα- με την φύσει ανικανότητα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και την διαφθορά της σοσιαλδημοκρατίας- να μην μπορεί να προβάλλει αξιόπιστη αντίσταση.
Η ταινία πραγματεύεται ένα θέμα ταμπού,  το οποίο απωθήθηκε από όλες τις κοινωνίες που επέζησαν της ναζιστικής κατοχής, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Την συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών, κατά ένα μέρος, στην Τελική Λύση, στο πρόγραμμα βιομηχανικής εξόντωσης των- κατά τους ναζί –«κατώτερων» φυλετικά ανθρώπων.
Στην Πολωνία των αρχών της δεκαετίας του ’60, μια αλκοολική δικαστής, μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, ο φόβος και το τρόμος των αντικαθεστωτικών, με το ψευδώνυμο «η κόκκινη Wanda» (Agata Kulesza),  πληροφορεί την δεκαοκτάχρονη δόκιμη μοναχή και ανιψιά της, Anna (Agata  Trzebuchowska), την οποία βλέπει για πρώτη φορά, ότι το πραγματικό της όνομα είναι Ida, ότι είναι εβραία και ότι είναι κόρη της αδικοχαμένης αδελφής της.
Οι δυο γυναίκες, με αυτούς τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες, κινούνται παράλληλα στην ομιχλώδη Πολωνική επαρχία, γυρνώντας στο παρελθόν, μέσα από τις σκόρπιες αποκαλύψεις ένοχα κρυμμένων μυστικών, για να έρθουν αντιμέτωπες με μια πραγματικότητα, που θα αλλάξει και για τις δυο, τον τρόπο θέασης του κόσμου. Δυο ανθρώπινα ερείπια, που επέζησαν της φρίκης και συνεχίζουν να ζουν σε μια κοινωνία αποκλεισμένη, γεμάτη αδιέξοδα, με την ελπίδα της «Αλληλεγγύης» να αργεί ακόμα να χαράξει. Η καθεμιά έχει βρει το δικό της υποκατάστατο, το δικό της ψυχολογικό δεκανίκι.  Κινούνται παράλληλα στην εφαπτομένη γραμμή του παρόντος, η μια με ένα εφιαλτικό παρελθόν και ένα ανύπαρκτο μέλλον και η άλλη έχοντας απλώς επιβιώσει, να βλέπει το μέλλον να φαντάζει μπροστά της, σαν εφιάλτης.
Η ασπρόμαυρη, πεντακάθαρη, σχεδόν τετράγωνη, λεπτομερής φωτογραφία, αποτυπώνει το κλίμα της εποχής, σενάριο σύντομο και περιεκτικό, η αφήγηση γίνεται αποκλειστικά με σκηνοθετικά περάσματα.  Μεγαλειώδεις κινηματογραφικές στιγμές, με την κάμερα να «ανατέμνει» την μοναστηριακή ζωή, μέσα σε ελάχιστα πλάνα,  την «έξοδο» της θείας- της εκπληκτικής Agata Kulesza-  από το παράθυρο,  τις σκηνές στο λόμπυ του παρακμιακού ξενοδοχείου, σήμα κατατεθέν της- «σοσιαλιστικής» κοπής- μιζέριας.

Ώριμος, σύγχρονος, πολιτικός, Πολωνικός κινηματογράφος με άποψη. 

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Kosmos

Kosmos” του Reha Erdem, από την εβδομάδα Τουρκικού κινηματογράφου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.



Ένα μαγικό ταξίδι στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής με καταλύτη έναν ξένο που καταφτάνει απρόσκλητος, μια χειμωνιάτικη ημέρα σε ένα μεθοριακό χωρίο της Τουρκικής επικράτειας. Ένας απεσταλμένος του Θεού; Ένας άγγελος;  Ένας θαυματουργός; Τίποτα από αυτά,  παρά μόνο ένας άνθρωπος που καταφέρνει να βλέπει τα ανθρώπινα, από μια διαφορετική γωνία και γι’ αυτό είναι διαφορετικός από τους άλλους. Διαφορετικός. Ούτε καλύτερος, ούτε χειρότερος.
Μια σκηνοθετική εικαστική πανδαισία, μια φωτογραφία εφάμιλλη ζωγραφικών πινάκων, πλαισιωμένη με αποσπάσματα από τον Εκκλησιαστή και το Άσμα Ασμάτων, τα μόνα λόγια που ο Battal (Kosmos) (Sermet Yesil) χρησιμοποιεί για να απαντάει στις ερωτήσεις των χωριανών.

Ο πόλεμος μαίνεται στις παρυφές του χωριού. Ήχοι από κανόνια και οβίδες. Οι κάτοικοι απορροφημένοι στον δικό τους κόσμο, στις αντιπαραθέσεις τους, στην ασημαντότητα τους. Ο ξένος που έρχεται, στην αρχή θα τους δώσει ελπίδα, θα καταφέρει να γιάνει τις αρρώστιες τους, όμως θα φύγει κυνηγημένος, όπως ακριβώς έφτασε, γιατί δεν μπορεί να το κάνει με τους δικούς τους όρους.
Ένα αλληγορικό, φιλοσοφικό δοκίμιο επάνω στα βαρίδια που κρατάνε γαντζωμένο τον άνθρωπο επάνω στη γη. Βαρίδια, που χωρίς αυτά θα ήταν αδύνατη η ζωή έτσι όπως την γνωρίζουμε, αλλά που φυσικά έχουν το ακριβό τους τίμημα. Την απομάκρυνση από τον Εδεμικό κόσμο.

Πλάνα που θυμίζουν Andrei Tarkovsky, Béla Tarr και Θόδωρο Αγγελόπουλο, με την υπογραφή του σκηνοθέτη όμως πάντα παρούσα. Η μουσική επιβλητική και ιδιαίτερα το μινιμαλιστικό «Stumble  Then  Rise  On  Some  Awkward  Morning» από την μπάντα «A Silver Mt. Zion».

Ένα διαμάντι της έβδομης τέχνης. 

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Relatos Salvajes-Ιστορίες για αγρίους

Ο Pedro Almodóvar είναι ένας αμφιλεγόμενος σκηνοθέτης. Σε πολλούς αρέσει το στυλ του, σε άλλους φαντάζει υπερεκτιμημένος. Προσωπικά οι τελευταίες του ταινίες δεν μου άρεσαν και πολύ, αλλά κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι έχει δημιουργήσει την δική του σχολή και ότι το επώνυμό του έχει γίνει επίθετο.
Μια λοιπόν αλμοδοβαρική ταινία- και όχι μόνο γιατί είναι ο παραγωγός  της- είναι το “Relatos salvajes” «Άγριες Ιστορίες» και όχι «Ιστορίες για αγρίους», του Damián Szifrón. Εδώ ο αργεντινός σκηνοθέτης- γνωστός στην χώρα του από την τηλεοπτική σειρά “Los simuladores”, που αναγκάστηκε να διακόψει για οικονομικούς λόγους- ακολουθεί κατά γράμμα την παράδοση του Λατινοαμερικάνικου μικροδιηγήματος, με μια συρραφή έξι ταινιών μικρού μήκους, φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους ,που όμως έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Σε όλες κυριαρχεί η εκδίκηση και η αντεκδίκηση, όταν η πίεση είναι τόσο μεγάλη, που η ανθρώπινη συμπεριφορά ξεφεύγει από τα κοινωνικά επιτρεπτά όρια. Αν έχουμε το δικαίωμα να μιλάμε για όρια, αφού το ανθρώπινο είδος πολλές φορές έχει αποδείξει ότι ξέρει… να σπάει όλα τα ρεκόρ.
Πανέξυπνες ιστορίες, σεναριακά δομημένες άψογα, ηθελημένα προφανώς αφήνει τους κεντρικούς χαρακτήρες ανολοκλήρωτους, αφού το ενδιαφέρον βρίσκεται στην μέχρι τέλους αποδόμησή τους.

Η σκηνοθεσία ευρηματική, με συνεχόμενα σασπένς (π.χ. στο “Pasternak”) και ελεγχόμενο μαύρο χιούμορ διάσπαρτο σε όλη την διάρκεια και ιδιαίτερα στο “Hasta que la muerte nos separe” (Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος). Αυτό και το “Bombita” -στο οποίο βλέπουμε τον εξαιρετικό για άλλη μια φορά Ricardo Darín -είναι και τα αρτιότερα από σκηνοθετική άποψη. Στο “La propuesta” (Η πρόταση) έχουμε ένα ψυχολογικό σκληρό πόκερ για γερά νεύρα, ενώ στο “Las ratas” (Οι αρουραίοι) τον ρόλο του εκδικητή αναλαμβάνει, όχι ο παθών… αλλά ο «συνήθως ύποπτος». Τέλος, στο πιο βίαιο,  πιο ανατρεπτικό, αλλά και πιο «αλμοδοβαρικό»  από όλα, στο “El más fuerte” (Ο πιο δυνατός), ο Damián Szifrón καταφέρνει να βγάλει «πολύ ζουμί» από μια υποτυπώδη ιστορία.

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Το όνειρο της πεταλούδας (Kelebeğin Rüyası)-Με τα μάτια της ψυχής (Gözümün Nûru)

Από την εβδομάδα Τουρκικού Κινηματογράφου στην Αθήνα στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.

«Το όνειρο της πεταλούδας» ''Kelebeğin Rüyası'', μια ταινία του Yılmaz Erdoğan . Πρόκειται για μια ηθογραφία εποχής. Σε ένα τουρκικό χωριό της δεκαετίας του 1940, δυο νέοι ποιητές παλεύουν για να θεραπευτούν από την ανίατη, εκείνα τα χρόνια, φυματίωση, για να κερδίσουν την καρδιά μιας όμορφης κοπέλας και για να δουν δημοσιευμένη την ποίηση τους. Θα μπορούσε να ήταν μια καλή τηλεταινία. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του σκηνοθέτη, η ταινία δεν μπορεί να αποφύγει το μελό (οι γείτονες μας έχουν μεγάλη παράδοση σε αυτό) και σε αρκετά σημεία πλατιάζει. Μας αποζημιώνουν οι όμορφοι ερωτικοί στίχοι,  η πολύ καλή φωτογραφία και η πέρα από την ιστορία  καταγραφή της πραγματικότητας, όπως για παράδειγμα, τα τάγματα εργασίας στα ορυχεία, ο συντηρητικός επαρχιωτισμός, η εθνικιστική επιβολή των Κεμαλικών προτύπων σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής.










«Με τα μάτια της ψυχής» (Gözümün Nûru) μια ταινία των Hakki Curtulus και Melik Saraçoğlu, που μοιάζει πολύ με ντοκιμαντέρ και που όπως βλέπουμε στα credits, πρόκειται για οικογενειακή υπόθεση, αρκετοί συντελεστές είναι μέλη της οικογένειας Saraçoğlu  .

Εξαιρετικά ενδιαφέρον σενάριο η ταινία περιγράφει την ζωή του Melik (Melik Saraçoğlu) στις σαράντα εφιαλτικές μέρες που πέρασε μπρούμυτα στο κρεβάτι του και στον καναπέ του σπιτιού του, κατά την ανάρρωση μετά την εγχείρηση που έκανε για αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς.
Πανέμορφη σκηνοθεσία, γεμάτη άπειρα πολύ κοντινά πλάνα, «αναγκάζει» τον θεατή να δει τον κόσμο όπως ακριβώς προσπαθούσε να τον δει ο πρωταγωνιστής… και δεν μπορούσε. Αρκετές δόσεις πικρού χιούμορ (οι φίλες και οι συγγένισσες που επισκέπτονται τον άρρωστο, τα ξεματιάσματα παράλληλα με την επίσημη ιατρική θεραπεία). Έντονο φωτεινό κλειστοφοβικό περιβάλλον που καθηλώνει. Μεγάλη η συμμετοχή του ήχου στην αφήγηση της ιστορίας, ακούγεται σκληρός και έντονος, καθώς προσπαθεί να αντικαταστήσει την προβληματική όραση του Melik.

Μια Τουρκία που μέσα στις παραδόσεις της  (τουλάχιστον στην Κωνσταντινούπολη, όπου κάνει αναφορά η ταινία) έχει ενσωματώσει τον σύγχρονο δυτικό τρόπο ζωής.

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Το παιδί με την κουρδιστή καρδιά-Jack et la mécanique du coeur

«Το παιδί με την κουρδιστή καρδιά» (Jack et la mécanique du coeur), των  Stéphane Berla, Mathias Malzieu, είναι μια ταινία κινουμένων σχεδίων που προσπαθεί να προσεγγίσει το παιδικό και το ενήλικο κοινό, το καθένα για διαφορετικούς λόγους.
Μια παγωμένη μέρα στο Εδιμβούργο, στα τέλη του 19ου αιώνα, γεννιέται ένα μωρό με την καρδιά του παγωμένη. Μια μάγισσα αντικαθιστά την καρδιά του με ένα ρολόι κούκο, του χαρίζει την ζωή, υπό την προϋπόθεση ότι μεγαλώνοντας δεν θα ερωτευθεί. Το παιδί στο σχολείο βιώνει τον εκφοβισμό και την βία από ένα μεγαλύτερο συμμαθητή του, εξ’ αιτίας της διαφορετικότητας του και αργότερα, ως έφηβος, ερωτεύεται μια περιπλανώμενη μουσικό με προβλήματα όρασης, με την οποία επίσης είναι ερωτευμένος ο συμμαθητής του αυτός. Αψηφά την απαγόρευση της μάγισσας και ακολουθεί την αγαπημένη του ως την Ανδαλουσία, όπου αυτή δουλεύει σε ένα τσίρκο, ως τραγουδίστρια φλαμένκο. Ο αντίζηλος φτάνει και αυτός. Ο νεαρός χάνει την μάχη, αλλά κερδίζει έρωτα της αγαπημένης του. Με την καρδιά του έτοιμη να σπάσει, επιστρέφει στο Εδιμβούργο, όπου αποφασίζει σπάσει  και τον φαύλο κύκλο «έρωτας- απαγόρευση» που τον κρατάει δέσμιο σε μια ζωή χωρίς συγκινήσεις, διαλέγοντας… την νιρβάνα της ανυπαρξίας από τον πόνο της αγάπης.

Παράλληλα με αυτήν την απλοϊκή ιστορία, η ταινία κάνει συνεχείς αναφορές στον κινηματογράφο, στην μουσική και στην λογοτεχνία. Από τους αδελφούς Limiére και τον βωβό κινηματογράφο έως το The Artist, από τον Tom Waits και τον Nick Cave μέχρι τον Don Quijote de la Mancha του Miguel de Cervantes Saavedra, ο θεατής καλείται να κάνει συνεχώς τις συναρτήσεις εικόνας και ήχων με τις προηγούμενες εμπειρίες του.
Καταπληκτικά σχέδια που θυμίζουν Tim Burton, αλλά όχι τόσο «θανατερά», πολύ καλή μουσική και τραγούδια από το ροκ συγκρότημα Dionysos, σε κάποια σημεία η ταινία θυμίζει μιούζικαλ.


Ο έρωτας είναι πάντοτε επικίνδυνος ακόμα και για… τον καρδιακό μυ που έχει την ικανότητα να συστέλλεται, να διαστέλλεται και να μεταβάλλει την χωρητικότητα του όγκου του, πόσο μάλλον για ένα κουρδιστό επιτοίχιο ρολόι, που αντιδρά μονάχα δείχνοντας τις ώρες με το χτύπημα του κούκου.

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Η ζωή είναι ωραία με τα μάτια κλειστά-Vivir es fácil con los ojos cerrados.

Ένας δάσκαλος που διαβάζει κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, ένα ποίημα, για να καθαριστεί από τις βρωμιές της μέρας που πέρασε. Ένας δάσκαλος, που απαγγέλει Αντόνιο Ματσάδο στα παιδιά, για πράγματα που αφορούν την καθημερινότητά τους, γιατί η ποίηση είναι καθημερινότητα. Ένας δάσκαλος, που λέει στα παιδιά ότι η Ισπανία ζει μέσα στον φόβο, αλλά αυτά δεν πρέπει να ζούνε μέσα στον φόβο.
Δεν είναι κανένας σούπερ ήρωας. Δεν αλλάζει τον κόσμο. Αντιστέκεται παθητικά για ότι θεωρεί σπουδαίο. Διεκδικεί, το να μπορεί να ονομάζεται άνθρωπος, ακόμα και όταν τον χτυπούν. Ακόμα και όταν τον χτυπούν, έχει το ηθικό ανάστημα να βγαίνει νικητής.
Ένα road movie  με ένα σαραβαλάκι στην Ισπανική χερσόνησο από την Μαδρίτη ως την Αλμερία. Μια γλυκόπικρη αναπαράσταση της  δεκαετίας του 60. Μια κοινωνία που στενάζει κάτω από την φασιστική μπότα, αλλά δεν μπορεί να αντιδράσει συλλογικά. Η σκηνοθεσία του David Trueba καταγράφει αφήνοντας ασχολίαστο το πέπλο τρομοκρατίας, που έχει σκεπάσει ολόκληρη την χώρα. Ασχολίαστο, γιατί έτσι βγαίνει περισσότερο στην επιφάνεια. Διατρέχει κάθε σπιθαμή γης, γεμίζει όλα τα πλάνα. Επισκιάζει και κάποιες φορές κινείται παράλληλα με την ιστορία του Antonio (Javier Cámara), του δασκάλου των αγγλικών, που θέλει να διδάξει τους μαθητές του τα λόγια από τους στίχους του John Lenon.
Ο Antonio, μαθαίνει ότι ο John Lennon βρίσκεται στην Αλμερία για τις ανάγκες του γυρίσματος μια ταινίας και ξεκινάει  να τον συναντήσει, για να του ζητήσει να του λύσει τις απορίες του, σχετικά με τους στίχους κάποιων τραγουδιών του. Στον δρόμο, παίρνει μαζί του με οτοστόπ δυο ανθρώπους. Οι συνοδοί του σε αυτό το ταξίδι είναι δυο φυγάδες από τον κόσμο των υποταγμένων. Ένας έφηβος, που το σκάει από το σπίτι του και μια νεαρή κοπέλα με ένα «ένοχο» μυστικό. Η καμπίνα του παλιού αυτοκινήτου γίνεται ένα εργαστήρι αισιοδοξίας. Το μαιευτήριο μέσα από το οποίο θα γεννηθεί ένας καινούργιος κόσμος. Η στάση ζωής του δασκάλου, ο τρόπος που βλέπει και αντιδρά στα γεγονότα, η συνέπεια του, με ότι θεωρεί σημαντικό, παρασύρει τον κόσμο της υποκρισίας και της τρομοκρατίας που τον περιβάλλει. Κάνει μαθήματα ζωής με την ίδια την ζωή του.

Ίσως είναι ορατές κάποιες αδυναμίες στο σενάριο ή και κάποια προσπάθεια να πει περισσότερα πράγματα από όσα «χωράνε», που κάνουν την ταινία να διασπάται, όμως αυτά δεν είναι αρκετά για να εμποδίσουν την διαπεραστικότητα της και τον βαθμό που προσεγγίζει τον θεατή. Μαζί με την κορυφαία ερμηνεία του Javier Cámara, ξεχωρίζουμε τον καταπληκτικό Ramón Fontseré στον ρόλο του παροπλισμένου ναυτικού, ιδιοκτήτη της λυόμενης καντίνας-εστιατορίου.