Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Las acacias


Όταν δυο σκουπίδια της ζωής συναντιόνται σε ένα αργό, κινηματογραφικό road movie, χωρίς δραματοποίηση, αλλά με εξαιρετικά εύστοχη σκηνοθετική ματιά, προκύπτει μια ταινία γεμάτη υπόγεια ένταση, ανθρωπιά και αισιοδοξία.
Ο φακός του Pablo Giorgeli στα μεγαλύτερα μέρη της ταινίας μετακινείται από την θέση του οδηγού στην θέση του συνοδηγού και πάλι πίσω, στην καμπίνα μιας τεράστιας ρυμουλκού νταλίκας, που κατεβαίνει στο Buenos Aires από τα σύνορα της Παραγουάης, στον Βορρά της Αργεντινής, γεμάτη κορμούς δένδρων. Σε δεύτερο πλάνο οι ατέλειωτες pampas μέσα από τα παράθυρα και τους πλαϊνούς καθρέφτες της νταλίκας. Οι διάλογοι ανάμεσα στον αργεντινό οδηγό Ruben (German de Silva) και την Jacinta (Hebe Duarte) μια Παραγουανή, που κρατά στην αγκαλιά της την μόλις τεσσάρων μηνών κορούλα της, δεν προσφέρουν σεναριακές βοήθειες αποκρυπτογράφησης. Την υπόθεση την διηγούνται οι εικόνες. Το πέρασμα από το φυλάκιο στα σύνορα, τα σταματήματα για ξεκούραση και φαγητό στα μοτέλ της εθνικής οδού και φυσικά τα βλέμματα των πρωταγωνιστών συμπεριλαμβανομένου και του βρέφους.
Η Jacinta, η ανύπαντρη φτωχή μητέρα, που παίρνει τον δρόμο της προσφυγιάς και πηγαίνει να συναντήσει τους συγγενείς της στην πρωτεύουσα της Αργεντινής και ο Ruben, ο μοναχικός οδηγός, πολίτης μιας χώρας που υποδέχεται μετανάστες, αλλά αισθάνεται και είναι το ίδιο ξένος μέσα στην πατρίδα του, θα λιώσουν τον πάγο που τους χωρίζει, όταν αισθανθούν ότι βρίσκονται από την ίδια πλευρά.
Η ασφάλεια, η αίσθηση ότι κάπου ανήκεις, η ελευθερία είναι έννοιες που πηγάζουν από τον ίδιο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Ο Pablo Giorgeli μέσα από αυτήν την μινιμαλιστική και ίσως για τα μάτια του Ευρωπαίου θεατή λιγάκι φολκλορική ταινία, δεν σταματά στην ανάλυση των χαρακτήρων, γιατί στην θέση τους θα μπορούσαν να ήταν εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι. Καταφέρνει να αναδείξει με επιτυχία το ζήτημα της «εσωτερικής σκλαβιάς», μετατρέποντας το ταξίδι προς τον Νότο σε ένα ταξίδι ψυχής ταυτόχρονα.

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

La lengua de las mariposas-Η γλώσσα της πεταλούδας













Όταν μιλάει η αλήθεια περιττεύουν τα υπόλοιπα. Η σαφήνεια με την οποία μας εξιστορεί ο ισπανός σκηνοθέτης José Luis Cuerda την ζωή σε ένα μικρό χωριό της Γαλικίας, την δύσκολη χρονιά του 1936, η δύναμη και η ειλικρίνεια της εικόνας του, καθώς περιγράφει τον στραγγαλισμό της δημοκρατίας από τις φρανκικές φασιστικές ορδές, του επιτρέπει ακόμα και κάποιες σκηνοθετικές ευκολίες, όπως αυτή που κατά την διάρκεια της υπαίθριας γιορτής, μαζεύονται τα σύννεφα και ξεσπάει η νεροποντή, την ώρα που οι άσπονδοι εχθροί της δημοκρατίας μαζεύουν τις δυνάμεις τους, για να της επιτεθούν. Η άγνοια και ο φόβος, τα διαχρονικά όπλα της αντίδρασης απέναντι στις υγιείς δυνάμεις της προόδου, έρχονται να αποτυπωθούν με όλη τους την σκληρότητα στην μεγαλειώδη τελική σκηνή της ταινίας.


Ο μικρός Moncho, το οκτάχρονο σπουργιτάκι, βλέπει να οδηγούν τον δάσκαλό του πάνω στο καμιόνι μαζί με τους υπόλοιπους δημοκρατικούς. Αυτόν τον δάσκαλο που τους διάβαζε στην τάξη ποίηση, τους δίδασκε τον Antonio Machado, αυτόν τον δάσκαλο που τους έλεγε πως «τα βιβλία είναι ο τόπος που δεν παγώνουν τα όνειρα». Όλος ο κόσμος δίπλα του φοβισμένος να βρίζει, ακόμα και η ίδια του η μάνα και ο πατέρας. Δεν μπορεί να καταλάβει, γιατί το «άθεος» και το «κομμούνι» είναι βρισιές και γιατί αν δεν φωνάξει και ο ίδιος, ο πατέρας του κινδυνεύει να συλληφθεί και αυτός μαζί με τους υπόλοιπους. Αρπάζει τις πέτρες και τρέχει ξωπίσω από το καμιόνι. Από το στόμα του θα βγουν οι λέξεις “tilonorrinco” και «προβοσκίδα» ένα μάντρα, ένας κώδικας επικοινωνίας που σφηνώθηκε βαθιά μέσα στο κεφάλι του μικρού, τις μέρες που η διδασκαλία γινόταν στην ύπαιθρο, τότε που ο δάσκαλος ο Don Gregorio (Fernando Fernán Gómez) προσπαθούσε να φτιάξει την πρώτη ελεύθερη γενιά που χρειάζεται, για να μην λείψει ποτέ από τον κόσμο η δημοκρατία.


Μέσα από την αθώα παιδική ματιά του καταπληκτικού Manuel Lozano καθρεφτίζονται οι ταραγμένες σελίδες της απαρχής του Ισπανικού εμφύλιου. Μια ταινία, που θα μπορούσε να είχε προβληθεί στα κυριακάτικα απογεύματα του κινηματογράφου Φιλίπ, στα πλαίσια των ταινιών για παιδιά και εφήβους, αν η κρίση αξιών που μάστιζε εδώ και πάρα πολλά χρόνια την πατρίδα μας δεν μετατρέπονταν σε οικονομική κρίση και όχι μόνο. Μια ταινία τρυφερή σε πρώτο επίπεδο με την αγωνία και την σκληρότητα να υποβόσκουν κάθε δευτερόλεπτο


Η ελεύθερη προβολή της ταινίας από την κινηματογραφική λέσχη του δήμου Πεύκης-Λυκόβρυσης, καθώς και όλο το πρόγραμμα των προβολών, είναι ένα από τα πολλά σημάδια αντίστασης που γεννιούνται και που αξίζει να υποστηριχθούν.
Το βίντεο που ακολουθεί είναι το 9ο και τελευταίο μέρος της ταινίας από το youtube με αγγλικούς υπότιτλους.

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Άδικος κόσμος


Από την αρχή ακόμα, καθώς οι τίτλοι της ταινίας πέφτουν πάνω στα κατεβασμένα ρολά της παρκαρισμένης καντίνας και ο ανακριτής Σωτήρης Αυγέρος (Αντώνης Καφετζόπουλος) κοιμάται καθιστός στο διπλανό παγκάκι της πλατείας, καταλαβαίνουμε ότι ο σκηνοθέτης Φίλιππος Τσίτος έχει κέφια να στήσει ένα καραγκιοζ-μπερντέ. Ένας τρόπος για να ειπωθούν όσα δεν λέγονται με λόγια- αναλαμβάνει να το πει αυτό το ασταθές, λυόμενο, χωρίς πατρίδα όχημα. Μια σάτιρα που γκρεμίζει κατεστημένους μύθους, γιατί πρώτα απ’ όλα διαλύει την ίδια της την ουσία. Τι μπορεί να μείνει όρθιο από ένα σαραβαλιασμένο, διεφθαρμένο και άδικο μέχρι τον πυρήνα του σύστημα, έξω από την φλόγα μιας ανθρώπινης ψυχής. Μην έχουμε καμιά παρεξήγηση. Ο σκηνοθέτης δεν έχει την διάθεση …να σώσει καμιά ψυχή σε λιβάδια χλοερά. Μια επανάσταση ζητάει ο άνθρωπος να κάνει, που να αποτελείται από εκατομμύρια πολλές, μικρές, ατομικές επαναστάσεις και γι’ αυτό θα παίξει την ζωή του κορώνα-γράμματα. Κι όταν πιστέψει ότι βρήκε τον πρώτο σύντροφο, θα χορέψει εκστασιασμένος, σαν μέσα σε ξέφρενη ερωτική παραζάλη, τον διασκευασμένο σε ροκ «καραγκιόζη» του Σαββόπουλου.
Πανταχού παρούσα η σκηνοθετική ματιά ακολουθεί το σενάριο, ευτυχώς όχι κατά πόδας και έτσι πετυχαίνει να αναπτύξει δεκάδες παράλληλα ζητήματα, θίγοντας, για παράδειγμα, από την σωματική βία κατά των γυναικών, μέχρι την ανάγκη για αποκέντρωση, με τρόπο επαρκή, πειστικό και κυρίως, ούτε κατά διάνοια διδακτικό.
Εξαιρετικές οι ερμηνείες των ηθοποιών και ιδιαίτερα του Αντώνη Καφετζόπουλου, εκπληκτικά ώριμη σε ένα ρόλο άκρως απαιτητικό. Η μουσική της Josepha José van der Schoot «κρύβεται» με λειτουργικό τρόπο, όσο ακριβώς χρειάζεται.

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

It's a free world-Ένας ελεύθερος κόσμος


Ένας Ken Loach κατώτερος των περιστάσεων σε αυτήν την ταινία. Δεν τίθεται σε αμφισβήτηση φυσικά η κινηματογραφική του αφήγηση, ούτε η ικανότητα του να καταγράφει την πραγματικότητα. Απλώς σε αυτήν την ταινία είναι ανύπαρκτη η αριστερή του ματιά. Μένει τόσο μετέωρο το κοίταγμα του, όσο αμήχανα βρίσκεται να κοιτάζει η σημερινή Αριστερά την εξέλιξη-μετάλλαξη του καπιταλισμού-καζίνο. Μια οπτική περιθωριακή, ικανή μόνο να μαζεύει τα κομμάτια της.
Στο πρόσωπο της λαϊκής κοπέλας Angie (Kierston Wareing) βλέπουμε την φιλοδοξία των μικρο-μεσαίων στρωμάτων να «πιάσουν την καλή», πατώντας στις πλάτες των πλέον ανήμπορων, των μεταναστών, που κατά χιλιάδες κατακλύζουν τα μητροπολιτικά κέντρα των δυτικών κοινωνιών. Θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης, απολύεται από την δουλειά της σε γραφείο ευρέσεως εργασίας και αποφασίζει με την φίλη της Rose (Juliet Ellis) να ανοίξει δικό της γραφείο. Ξεκινά με δυναμισμό, να στήσει την επιχείρησή της, αλλά γρήγορα ανακαλύπτει, ότι αυτό που γεμίζει τις τσέπες της με χρήμα είναι η εκμετάλλευση των συνανθρώπων της. Όσο μεγαλύτερη, τόσο μεγαλύτερα τα κέρδη. Όσο πιο παράνομος ο μετανάστης-εμπόρευμα, τόσο πιο προσοδοφόρο το αποτέλεσμα. Σταδιακά, μαζί με παντελή έλλειψη ταξικής συνείδησης χάνει και την ανθρωπιά της, πράγματα που συνήθως συμβαδίζουν, για να γίνει το ίδιο και περισσότερο ανελέητη από τα πρώην αφεντικά της. Μια ιδιότυπη «ανταρσία» από την πλευρά των θυμάτων της, θα την επαναφέρει υποτίθεται σε περισσότερο political correct επαγγελματικές πρακτικές. Ταυτόχρονα, οι σχέσεις της με τον μικρό γιο της, τον οποίο μεγαλώνουν οι γονείς της, ανοίγουν ένα νέο παράθυρο μελέτης σε ένα Λονδίνο παράλληλο, εφαπτόμενο, πολλαπλά εξαρτημένο από τα γκέτο της μισθωτής σκλαβιάς ή της άμισθης ληστείας, όπως αποδεικνύεται, που συμβιώνουν μαζί του.
Ένας ιδιότυπος κομφορμισμός, που δεν μένει σε επίπεδο απόκτησης υλικών αγαθών, αλλά κατατρώει συναισθήματα, καταπίνει ακόμα και τα πιο υγιή συστατικά της ανθρώπινης ύπαρξης, την αγάπη για τη ζωή και για τον έρωτα. Όταν όλα καταρρέουν μέσα στην παραζάλη της επίπλαστης μικρο-αστικής ευδαιμονίας έρχεται ο Παύλος Σιδηρόπουλος, πολλά χρόνια πριν για να τα πει καλύτερα από τον Ken Loach αυτή τη φορά:
Βρε έγινες σοβαρό παιδί
Μ' αφεντικού μουσούδα
Βαρύ πεπόνι δηλαδή
Και με χόντρη τη φλούδα

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

A Torinoi Lo-Το άλογο του Τορίνο


Όσα λόγια δεν αντάλλαξαν μεταξύ τους, στα 146 λεπτά της ταινίας του Bela Tarr, “Tο άλογο του Τορίνο”, ο πατέρας και η κόρη, τα διηγήθηκε όλα ο άνεμος. Ορμητικός, παγωμένος, υποβλητικός, πανταχού παρών ακόμα κι όταν η ξύλινη πόρτα του ερειπωμένου πέτρινου σπιτιού κλείνει, καταφέρνει να εισχωρήσει εντός, ακόμα και όταν τον κλείνουν απ’ έξω, η θυμωμένη, η λυσσασμένη ανάσα του προλαβαίνει να ιστορήσει, όσα τα ασπρόμαυρα κάδρα του σκηνοθέτη δεν προλαβαίνουν να πουν. Και στην τεράστια αχανή στέπα, όπου τα μόνα πράγματα που ξεπροβάλλουν είναι το σπίτι και το υποστατικό με τον στάβλο του, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα αέρινο κλειστοφοβικό περιβάλλον, μια ηχητική φυλακή απροσπέλαστη από όλες τις πλευρές.
Ο Bela Tarr έχει τον δικό του ρυθμό και τον δικό του τρόπο να αφηγείται και αυτό κάνει και σε αυτήν την ταινία. Δίνει όσο ακριβώς χρόνο χρειάζονται οι εικόνες, για να μιλήσουν μόνες τους. Με την επανάληψη των σκηνών, με τις διαφορετικές οπτικές γωνίες λήψης, ο λόγος προκύπτει μέσα από τα άψυχα αντικείμενα, το ίδιο σαφής, το ίδιο εύγλωττος, σαν να έβγαινε από τα ανθρώπινα χείλη. Ο τρόπος που φωτίζεται το δωμάτιο κάνει ένα τραπέζι, ένα σκαμνί, ένα πιάτο, ένα ποτήρι, να παίρνουν μια διαφορετική πρωτόγνωρη αξία.
Ένα άλογο χτυπημένο από το αφεντικό του. Ένας πατέρας και μια κόρη χτυπημένοι από την ζωή. Ένας άνθρωπος που έρχεται να δανειστεί ένα ποτό και μιλά για πράγματα που αφορούν τρίτους και έμμεσα και αυτούς τους ίδιους. Μια παρέα τσιγγάνων εμφανίζονται από το πουθενά και φεύγουν διωγμένοι κακήν κακώς. Ένα πηγάδι που ξαφνικά στερεύει το νερό του. Μια αποτυχημένη απόπειρα διαφυγής. Και ανάμεσα σε όλα αυτά η καθημερινότητα ντύνει και γδύνει τις ζωές τους. Δυο ποτήρια ποτό για πρωινό, μια πατάτα για μεσημεριανό. Κάθε μέρα ίδια όλα και απαράλλαχτα. Μπροστά και πίσω από το παράθυρο η ίδια θανατερή ακινησία. Έξη μέρες, όσο κρατάει μια δημιουργία, άλλο τόσο και η απαξίωσή της.
Ο Bela Tarr ερωτεύεται με τον μακρινό ουρανό και τα σύννεφα. Με την ομίχλη και τα μοναχικά δένδρα στο βάθος του ορίζοντα. Παίζει με το τριζοβόλημα του ξύλου όταν καίγεται, με τον ήχο που κάνει η τσίγκινη κούπα πάνω στο τραπέζι και ο σύρτης της πόρτας. Πολλές φορές ο φακός μένει ξεχασμένος σε ένα κάδρο, ενώ οι ηθοποιοί του έχουν ήδη αλλάξει θέση ή στέκεται πάλι ακίνητος και τους περιμένει να εμφανιστούν. Άλλοτε μιλάει με το σκοτάδι, γεμίζει μαύρο την οθόνη, αφήνει μόνο μια αδιόρατη φευγαλέα γρίλια από την ξυλόσομπα.
Εξαιρετική και υποβλητική η μινιμαλιστική μουσική του Mihály Vig.




Η ταινία προβλήθηκε στο Τριανόν στις 8 Ιανουαρίου 2012 στην θέση της ομιλίας «Πολιτική και σινεμά», που αναβλήθηκε λόγω αδυναμίας του σκηνοθέτη να παρευρεθεί.. Στις 7 Ιανουαρίου είχε προβληθεί η 7ωρης διάρκειας αριστουργηματική επική πολιτική-υπαρξιακή ταινία του Bela Tarr “Satantango”.

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Poulet aux Prunes-Κοτόπουλο με δαμάσκηνα


Ένα πολυεπίπεδο, αλληγορικό παραμύθι είναι αυτή τη ταινία της Marjane Satrapi και του Vincent Paronnaut. Σε δυο μόλις εικόνες συμπυκνώνεται ολόκληρη η αγωνία και ο πόνος της συγγραφέως για την πολύπαθη πατρίδα της. Όταν η νεαρή ηρωίδα, η (το ) Ιράν (Golshifteh Farahani), παντρεύεται παρά την θέλησή της τον στρατηγό, εκφραστή της αμερικανοκίνητης κοσμικής εξουσίας και όταν ίδια πάλι Ιράν ηλικιωμένη πλέον ντυμένη στα καταθλιπτικά ρούχα, που επιβάλλουν οι εκφραστές της ισλαμικής τρομοκρατίας -«δημοκρατίας» (με όσο πιο πολλά εισαγωγικά γίνεται), αρνείται τον νεανικό της έρωτα σε ένα έρημο παγερό σοκάκι, κρύβεται πίσω από μια γωνία και ξεσπά σε αναφιλητά.
Από κει και πέρα ο μουσικός Naser Ali Khan (Mathiu Amalric) χρειάζεται ακριβώς επτά ημέρες για λύσει τις διαφορές του με τα εγκόσμια και να μπορέσει να αφεθεί στα γαμψά νύχια του Azrael (Eduard Baer). Όχι πως δεν τον φοβάται. Υπάρχει όμως χειρότερος θάνατος από την ίδια την ζωή, όταν στο δικό σου παραμύθι δεν μπορούν να χωρέσουν οι γύρω σου; Ο αδελφός του ο Abdi (Eric Caravaca) μέλος του κομμουνιστικού κόμματος το καλό παιδί πρώτος στα μαθήματα πρώτος στον αγώνα, η γυναίκα του Faranguisse (Maria de Medeiros) με την κατακτητική της αγάπη σπάζει το μοναδικό βιολί που μπορεί να τραγουδήσει την ζωή, η κόρη του Lili (Enna Balland) μια παιδούλα που ρουφάει με τα μάτια της τον κόσμο θα αυτομολήσει στη Δύση μια κυνική εμιγκρέ μια γυναίκα αράχνη (Chiara Mastroyani), ο γιος του Cyrus (Mathis Bour) ένας ρηχός μπουλούκος, ένας μελλοντικός ανεγκέφαλος yanki (Cristian Friedel) αφομοιωμένος στην αμερικάνικη υποκουλτούρα της ΤV, του καναπέ και των humburgers. Η μάνα του, που σαν όλες τις μάνες θέλει το καλό του γιου της, μια μάγισσα που δένει με ξόρκια τη ζωή του με νήματα διάφανα, σαν τον καπνό του τσιγάρου.
Η καλή η συνταγή θέλει και τα άριστα υλικά για να μαγειρευτεί. Σε αυτό καζάνι εκτός από την φαντασία, την νοσταλγία και τον πόνο οι σκηνοθέτες έβαλαν πολύ αγάπη, μουσική, παραμύθι, κινούμενο σχέδιο από αυτό που φτιάχνει κάδρα- ζωγραφικούς πίνακες, μια πρέζα κουκλοθέατρο, όσο πιάνουν τα τρία δάχτυλα του χεριού βωβό κινηματογράφο και έλιωσαν τον χρόνο στο γουδοχέρι έτσι που να σκορπίσει παντού και επειδή η κριτική συνήθως κάθεται βαριά στο στομάχι, πασπάλισαν με άφθονο γλυκόπικρο χιούμορ.

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Kâbê-Καμπέι η μητέρα μας


Η ταινία Kabe, του γιαπωνέζου σκηνοθέτη Yoji Yamada, μας μεταφέρει στην Ιαπωνία του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Η εννιάχρονη Teruyo Nogami (Miku Sato) περιγράφει τα γεγονότα που σημάδεψαν την ζωή της και την ζωή της πατρίδας της.
Ο σκηνοθέτης σε αυτήν την μεγάλης διάρκειας ταινία- περίπου δυο ώρες και κάτι- προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο γενικό πολιτικό πλαίσιο της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας, με τον καλπάζοντα εθνικισμό να επικρατεί καταπνίγοντας κάθε διαφορετική φωνή και στην λεπτή, διάφανη σχεδόν αισθηματική ιστορία που προσπαθεί να αναπτυχθεί, ανάμεσα στην Kayo(Sayuri Yoshinaga)- μητέρα της Teryuo- και στον μαθητή του άντρα της, τον φοιτητή Yamazaki (Tadanobu Asano), καθώς ο πρώτος βρίσκεται στην φυλακή κατηγορούμενος, σαν «λόγιος» και κομμουνιστής.
Με κεντρικό σκηνικό την είσοδο του σπιτιού των Nogami και την εγγύς γειτονιά τους, παρακολουθούμε τις εποχές να εναλλάσσονται μέσα από πλάνα ορισμένα με ακρίβεια και λεπτομέρεια. Γραφή απλή, με «ανάσες» ανεπαίσθητου χιούμορ που κυρίως έχει να κάνει με το μεγάλωμα των παιδιών της οικογένειας της Teryuo δηλαδή και της λίγα χρόνια μεγαλύτερης της αδελφής, με πολλές πληροφορίες για την Ιαπωνική καθημερινότητα της εποχής, τροφή για σκέψη για τον δυτικό θεατή, που βρίσκεται μακριά από τον πολιτισμό αυτόν.
Η διήγηση της Teryuo έχει τα χαρακτηριστικά των κεφαλαίων ενός βιβλίου. Ξεκινά με την σύλληψη του πατέρα της από την αστυνομία, ως αντιστασιακός απέναντι στο καθεστώς και συνεχώς προσθέτει και αναλύει καινούργια πρόσωπα- χαρακτήρες αντιπροσωπευτικούς της εποχής αυτής. Με σχηματικό, αλλά αρκετά διεισδυτικό τρόπο ερχόμαστε σε επαφή με τις διαφορετικές στάσεις ζωής των ανθρώπων απέναντι στον φόβο της εξουσίας. Η πλειοψηφία που συμμορφώνεται και οι μειοψηφίες από τις οποίες άλλες αντιδρούν ανοιχτά και άλλες σηκώνουν ένα διάτρητο όπως αποδεικνύεται φράχτη προστασίας. Η πνευματική τάξη της εποχής, ουραγός του εθνικισμού προσφέρει νομιμοποίηση στο αυταρχικό καθεστώς. Το συνοικιακό συμβούλιο κάτω από τον φόβο της αστυνομίας κάνει τις δικές του μικρές επαναστάσεις, προωθώντας πράξεις αλληλεγγύης. Ο αδελφός της Kayo, μια φιγούρα πληθωρική και εξωστρεφής, έρχεται σε ρήξη με το «σύστημα», αλλά όχι από την πλευρά μιας προοδευτικής αντίληψης. Περισσότερο αντιδρά στον διάχυτο μιλιταρισμό, που επιχειρείται να επιβληθεί στην κοινωνία και θίγει το δικό του bon viveur μικρόκοσμο. Ο ιδεαλιστής φοιτητής Yamazaki ερωτευμένος σιωπηλά με την Kabe, η αδελφή του κρατούμενου, η Hatsuko, που σπουδάζει ζωγραφική και αντιμετωπίζει την κατάσταση με μια εσωτερική ψυχική δύναμη και αξιοπρέπεια.
Σε αυτό το ταραγμένο φόντο η οικογένεια μαθαίνει να ζει, χωρίς την παρουσία του πατέρα, να ξεπερνάει τις δυσκολίες την πείνα, την ανασφάλεια. Ζει ολόκληρη την μετάβαση από τις κορώνες του ψευτο-πατριωτισμού και της πολεμολαγνείας, ως το συλλογικό πένθος της κατάρρευσης και του πυρηνικού ολέθρου.
Μια ταινία αληθινή, ίσως λίγο ανισόρροπη στην προσπάθεια της να μιλήσει για πολλά πράγματα ταυτόχρονα και με αρκετές- ειδικά προς το τέλος όπου γυρίζει την αφήγηση σε ενεστώτα χρόνο- ακροβασίες σε στυλ μελό. Δυνατό της σημείο, πάνω από όλα, η «γιαπωνέζικη» ματιά της.

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Le gamin au velo-Το παιδί με το ποδήλατο


Ο 12χρονος Cyril είναι πολύ καλός ποδηλάτης, όμως πρέπει από πολύ νωρίς να καβαλήσει «μεγαλίστικο» ποδήλατο, για να μπορέσει να τρέξει γρήγορα και να αφήσει πίσω του την σκληρή πραγματικότητα.
Δυνατή η ταινία των αδελφών Dardenne, αρκετά διεισδυτική, χωρίς ίχνος μεγαλοστομίας ή εύκολων ηθικών διδαγμάτων. Διακινδυνεύει ακόμα να αφήσει αναπάντητα ερωτηματικά στον θεατή, που θα επιθυμήσει να σταθεί λεπτομερειακά στα κίνητρα των πράξεων των πρωταγωνιστών. Ακριβώς, γιατί η ιστορία του πιτσιρίκου Cyril (Thomas Doret) δεν έχει να κάνει τόσο με την δική του αναποδιά να είναι ένα ανεπιθύμητο παιδί μιας διαλυμένης οικογένειας, ούτε με την αντίδραση της καλής του «νεράιδας», της Samantha (Cecile de France).
Κινηματογραφημένη με ρεαλισμό λοιπόν, «πηδάει» μυθοπλαστικούς σκοπέλους και οδηγεί με σιγουριά στο συμπέρασμα. Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος, γέννημα θρέμμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, μπορεί και πρέπει να τον βοηθήσει να πάει παρακάτω. Ακόμα και αυτές τις δύσκολες ώρες της πολιτικής και οικονομικής φουρτούνας, που το κράτος πρόνοιας συρρικνώνεται, οι κατακτήσεις που απλώνουν δίχτυ προστασίας κάτω από τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα υποχωρούν, έως τείνουν να καταργηθούν, αυτό που προσλαμβάνουμε ως ελάχιστο political correct σύστημα κοινωνικής συμπεριφοράς συνεχίζει να παίζει τον σταθεροποιητικό του ρόλο, συνεπικουρούμενο από μια ατομική συμπεριφορά αλληλεγγύης, χωρίς μεγαλοστομίες και φανφάρες, που είναι αποτέλεσμα εσωτερικής καλλιέργειας και ακέραιου χαρακτήρα. Ο κόσμος της εργασίας λοιπόν, στο πρόσωπο της συνοικιακής κομμώτριας, έρχεται στο πλευρό του σύγχρονου «προλετάριου», του παραμελημένου παιδιού, του μετανάστη, του ηλικιωμένου, του άνεργου. Περασμένα όλα αυτά, σαν υποδόριες βελόνες στον αφηγηματικό ιστό, μαζί με την υπενθύμιση ότι κανείς δεν μπορεί μόνος του. Δεν υπάρχουν ατομικές λύσεις.
Ο φακός κεντράρει πάνω στην φιγούρα του μικρού πρωταγωνιστή. Από τους μεγάλους που τον περικυκλώνουν στις στιγμές της έντασης, βλέπουμε μονάχα τα σώματά τους, τα χέρια τους, τα πόδια τους. Η οργή δεν είναι πια βουβή. Ο θεατής θα πάρει στο τέλος θέση.
Η ζωή βρίσκει τελικά τον βηματισμό της. Απομονώνει αντικοινωνικές συμπεριφορές και έστω μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα, παίρνουμε μια γεύση αισιοδοξίας.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Midnight in Paris-Μεσάνυχτα στο Παρίσι


Αρκεί μονάχα αυτό το δίλεπτο-τρίλεπτο, με τον Gil, την αρραβωνιαστικιά του και τα πεθερικά του, στο τραπέζι του κυριλέ εστιατορίου, καθώς ο Woody Allen ξεμπερδεύει με συνοπτικές διαδικασίες με την Αμερική του tea party και των λοιπών νεοσυντηρητικών κρετίνων, για να του συγχωρήσω όλες τις σκηνοθετικές του ευκολίες. Μην παρεξηγηθούμε, η ταινία, «Μεσάνυχτα στο Παρίσι», μου άρεσε πολύ. Απλώς, είναι ότι ο σκηνοθέτης κάνει πια ταινίες για το «ευρύ» κοινό. Αυτή η τόλμη, που κάποτε χαρακτήριζε τις ταινίες του έχει γίνει light. Ίσως δε φταίει ο ίδιος. Ίσως η δυτική κοινωνία δέχεται χωρίς «ζόρι» κάποια ξεπερασμένα ταμπού. Το αποτέλεσμα… αυτό το υπόγειο, ανατρεπτικό, απελευθερωτικό χιούμορ να ξεκλειδώνει ήδη ορθάνοιχτες πόρτες.
Για τον νεοϋορκέζο συγγραφέα τηλεοπτικών σειρών, Gil (Owen Wilson), το Παρίσι αποτελεί την Μέκκα του πολιτισμού. Επίδοξος συγγραφέας ενός βιβλίου με περιεχόμενο τελείως διαφορετικό, από τα έως τώρα πονήματά του, θέλγεται από το στυλ, την φινέτσα και γενικά την τέχνη που παρήγαγε η Γαλλική πρωτεύουσα, τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Μέσα στο μυαλό του, ο κύκλος των διανοούμενων που έδρασε τα χρόνια εκείνα, όχι τόσο τα καλλιτεχνικά τους επιτεύγματα, αλλά το τρόπος ζωής τους, οι καθημερινότητα τους, ο μποέμικος χαρακτήρας τους, μυθοποιείται και παίρνει διαστάσεις ηρωικές. Δεν θέλει πολύ λοιπόν, καθώς η αρραβωνιαστικιά του, οι γονείς της και ο κύκλος τους κινούνται σε τελείως διαφορετικό μήκος κύματος και -ενώ βρίσκονται στο Παρίσι για κάποιο επαγγελματικό σκοπό του πεθερού- να πηδήξει από την πραγματικότητα… στο παρελθόν. Όταν το ρολόι κτυπά μεσάνυχτα, σαν σύγχρονος «σταχτοπούτος», ανεβαίνει στην δική του κολοκύθα- ένα Πεζό αντίκα των αρχών του 20ου αιώνα- και γνωρίζεται με τα ινδάλματά του.
Ο Ernest Hemingway, η Gertrude Stein, του δίνουν συμβουλές για το βιβλίο του, διασκεδάζει με τον Scott και την Zelda Fitzerald και φλερτάρει με την Adriana (Marion Cotillard) πρώην ερωμένη του Pablo Picaso.
Είναι ξεκάθαρο, ότι η αγάπη για το αυθεντικό είναι αυτή που οδηγεί τα βήματα του Gil, δηλαδή του ίδιου του Woody Allen, αφού για άλλη μια φορά ο πρωταγωνιστής του μιλά, κινείται και συμπεριφέρεται, σαν τον ίδιο τον σκηνοθέτη. Ότι φθάνει στο παρόν, σε κάθε παρόν, φθάνει αλλοιωμένο, έχοντας χάσει την αυθεντικότητά του. Η ανάγκη των ανθρώπων να φτιάχνουν μεγάλους ζωγράφους, μεγάλους συγγραφείς, μεγάλους μουσικούς, τόσο μεγάλους που να αποκόπτονται από την πραγματικότητά τους, ανοίγει τον δρόμο στον θρύλο.
Έτσι λοιπόν ο Woody Allen παίρνει θέση έξω από την «πολυκατοικία» του χρόνου. Ανεβοκατεβαίνει με το βλέμμα του τους ορόφους, τις δεκαετίες, συνδιαλέγεται με το παρόν και το παρελθόν, ανατέμνει την υπαρξιακή αυτάρκεια του ανθρώπου μετατρέποντάς την από κουκίδα, σε ευθύγραμμο χρονικό τμήμα.
Μια αισθηματική κωμωδία με happy end, με δυνατό σενάριο, αλλά με πολλά σκηνοθετικά κλισέ. Πάντα ενοχλούμαι, όταν ο σκηνοθέτης κλείνει συνωμοτικά το μάτι στον θεατή και αυτήν την φορά το παρακάνει, εκμεταλλευόμενος την γνώση του κοινού για τα ιστορικά πρόσωπα.
Εξαιρετική επιλογή του Owen Wilson για τον ρόλο του «φευγάτου Αμερικανού». Ο τρόπος που κινηματογραφεί το ελαφρά ασύμμετρο πρόσωπό του, παραπέμπει σε ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, ίσως μια ακόμα πινελιά-μουτζούρα στα μούτρα της αμερικάνικης showbiz.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Mataharis


Η ταινία της Iciar Bollain “Mataharis” έχει έντονα χαρακτηριστικά τηλεοπτικής σειράς. Δεν το λέω καθόλου σαν αρνητικό προσδιορισμό. Αντίθετα έχει μια αμεσότητα και μια ευκολία πρόσληψης, σε πρώτο επίπεδο, πραγματικά αξιοθαύμαστη, χωρίς να υστερεί σε ποιότητα, ενώ οι -σε δεύτερο στάδιο- αναγνώσεις μπορούν από την πλευρά του θεατή να καθυστερήσουν ή και να μην γίνουν.
Στην σύγχρονη Μαδρίτη, τρεις γυναίκες διαφορετικών ηλικιών, υπάλληλοι ενός γραφείου ιδιωτικών ντετέκτιβ, αναλαμβάνουν να διαλευκάνουν διάφορες υποθέσεις. Ενώ λοιπόν μυστικά και απρόσκλητα εισβάλλουν στις ιδιωτικές ζωές κάποιων ανθρώπων, προς όφελος των πελατών του γραφείου τους, στον ίδιο χρόνο βλέπουν τα προβλήματα της προσωπικής τους ζωής παραμορφωμένα από την μεγέθυνση της επαγγελματικής ματιάς.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης, η αδυναμία των ανθρώπων να κουβεντιάσουν πραγματικά, ο φόβος του να ανοίξει κάποιος τον εαυτό του, μήπως και πληγωθεί, η απομόνωση και οι επιφανειακές σχέσεις, η απώλεια της ικανότητας απόλαυσης του απλού, κάτω από το βάρος του εγωισμού, που δημιουργεί πολύπλοκα ετεροβαρή σύμπαντα. Στο φόντο μιας μεγαλούπολης απρόσωπης, μιας κοινωνίας που μαστίζεται από την ανεργία ή από το άγχος της επαγγελματικής καταξίωσης, οι ηρωίδες της Bollain ζυγίζονται ανάμεσα στις ατομικές λύσεις, που προκρίνει το «σύστημα» και στις απαντήσεις που αυτές οι ίδιες θέλουν να δώσουν για την ίδια τους την ζωή, μεγαλωμένες σε μια κοινωνία, όπου ο φεμινισμός κατάφερε να σπάσει κάποια πατροπαράδοτα ταμπού, χωρίς να αποφύγει την παγίδα να γίνει και ο ίδιος ένα από αυτά.
Οι αρσενικοί της ιστορίας- είτε σύζυγοι, είτε γκόμενοι, είτε εργοδότης, είτε πελάτες- κληρονόμοι πατριαρχικών κοινωνιών, που καταπίεσαν γενιές και γενιές γυναικών, περιφέρονται τώρα «ευνουχισμένοι» ανάμεσα σε σχέσεις ατελείς, υποκριτικές, χωρίς πυξίδα. Θύματα και οι ίδιοι μιας εναλλαγής ρόλων που βιώθηκε επιφανειακά, επιδερμικά και όπως όλα τελικά σήμερα «τεχνοκρατικά».