Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Les enfans du paradis-Τα παιδιά του παραδείσου


Μια ταινία κλασσική με όλη τη σημασία της λέξης. Η διάρκεια της, σχεδόν τρεις ώρες, η δημιουργία της- κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής στο Παρίσι- το διαχρονικό της θέμα, το σενάριο του Jacque Prevert, η αρμονική και ταυτόχρονα αψεγάδιαστη σκηνοθετική ματιά του Marcel Carné, ο χειρισμός τόσων κομπάρσων- στις σκηνές του δρόμου- και η «παλαιότητα» που αποπνέει με την βοήθεια της ασπρόμαυρης φωτογραφίας της, βοηθούν στο να ξεπεραστεί το στυλιζαρισμένο παίξιμο των ηθοποιών, πιθανό κατάλοιπο του βωβού κινηματογράφου. Το θέατρο των σαλτιμπάγκων, με την χρήση της μιμικής τέχνης, έρχεται να γεφυρώσει ακριβώς αυτό το χάσμα και να αποδώσει στα παιδιά του «παραδείσου», στους θεατές δηλαδή του εξώστη, τους πιο απαιτητικούς από τους άλλους, αυτή τη μαγεία της τέχνης που γίνεται ζωή και που μόλις φθάσει στο κοινό, επιστρέφει πάλι πίσω πολλαπλασιασμένη από την αμφίδρομη σχέση των δυο πλευρών.
Ο έρωτας, αυτό το ανεκπλήρωτο, το εξιδανικευμένο, το άπιαστο, ακριβώς γιατί ο καθένας τον ερμηνεύει με τον δικό του τρόπο και γιατί καλύπτει διαφορετικές ανάγκες, διαφορετικών ανθρώπων, πρωταγωνιστεί σε όλες τις επιμέρους ιστορίες της ταινίας. Ο ονειροπόλος μίμος Baptiste (Jean Louis Barrault), θύμα της μοιραίας Garance (Arletty), που σπέρνει τον πόθο σε όλον τον αρσενικό πληθυσμό, αλλά και θύτης της συνεσταλμένης και σφόδρα ερωτευμένης Nathalie (Maria Casares). Ο πληθωρικός, εξωστρεφής ηθοποιός Frederick Lemaitre (Pierre Brasseur), που εκφράζει μέσα από μια καλά ελεγχόμενη κυνικότητα και μια γήινη ευαισθησία την συναισθηματική πληρότητα, που γεννά η αποδοχή του ανέφικτου. Έλκει και έλκεται από την ανίκανη να δοθεί στον ιδανικό έρωτα Garance. Ο διανοούμενος ημιπαράνομος Fil de Soie (Gaston Modot) προορισμένος να αποδώσει την δικαιοσύνη, ντύνει την ταπεινή καταγωγή του με τον μανδύα της γνώσης και εκδικείται την απαίδευτη μπουρζουαζία για λογαριασμό του … Shakespeare.
Και πάνω απ’ όλα το θέατρο. Καταλύτης στο καλό και στο κακό, σαν τον ρακένδυτο φτωχο-εμποράκο Jericho (Piere Renoir) που ανεβαίνει στο παλκοσένικο, για να παίξει τον ρόλο που παίζει και στην ίδια την ζωή. Σάρκα από την σάρκα τους, γιουχάρει και γιουχάρεται, η φωνή των παιδιών της γαλαρίας.

4 σχόλια:

Mike είπε...

Σιγουρα κλασικο, σιγουρα παρα πολυ καλο, ενω κουβαλαει κι ενα απιστευτο οδοιπορικο.
Οχι ομως και «καλυτερη γαλλοφωνη ταινια», οπως διαφημιζεται. Ουτε κατα διανοια!

ΥΓ: Ασε που αυτη η Γκαρανς μονο για μοιραιο θηλυκο δεν κανει!

synephilidikos είπε...

Εμένα δεν με ενδιαφέρει ποτέ τι γράφεται και τι λέγεται για μια ταινία. Σε κάθε άνθρωπο γεννιούνται διαφορετικά συναισθήματα και γι'αυτό τις κριτικές ποτέ δεν τις παίρνω τοις μετρητοίς.
Για την Arletty, από ότι διάβασα, αυτός ήταν ο τελευταίος της ρόλος. Προφανώς η ηθοποιός θα πρέπει να ενσάρκωνε και λίγο από τον μύθο της ζωής της, απευθυνόμενη σε ένα κοινό που ήδη την γνώριζε.

Ανώνυμος είπε...

Καλημέρα.

Θυμίσατε παλιά αγαπημενη ταινία!
Με αρκετες καταβολές από το θεατρο βεβαια, και απο τον βωβο κινηματογραφο όπως γράφετε.

Ψαχνοντας το ιστολόγιο βλέπω προσεγμένη επιλογή ταινιών.

Θα σας επισκέπτομαι!

Καλή συνεχεια..

synephilidikos είπε...

Την είδα πρόσφατα στην Ααβόρα.
Ευχαριστώ πολύ και εγώ θα σας επισκέπτομαι στο μπλογκ σας.