Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Bal-Μέλι


Πόσοι άνθρωποι μπορούν να μείνουν ακίνητοι μέσα στο δάσος; Να ακούσουν, όχι μηχανικά, αλλά με ένταση το τραγούδι των πουλιών; Να μυρίσουν τα αγριολούλουδα, να ακουμπήσουν πάνω στον κορμό του δένδρου και να αδειάσουν την σκέψη τους;
Πώς να μπορέσει να «μιλήσει» με ευκολία η ταινία του Semih Kaplanoglu, “Bal”, “Μέλι”, όταν ολόκληρη η ζωή κινείται με διαφορετικούς ρυθμούς; Όταν, για να μείνει κανείς ακίνητος για δυο ώρες στην κινηματογραφική αίθουσα, έχει ανάγκη από ένα υποκατάστατο καθημερινότητας;
Το «Μέλι» είναι ένα είδος παραμυθιού. Ενός τούρκικου παραμυθιού από την Ανατολή. Όχι, ότι περιέχει φανταστικά στοιχεία. Δεν υπάρχουν υπερβολές, ούτε πράγματα υπερφυσικά. Η κινηματογραφική του δομή παραπέμπει σε κάτι το υπερβατικό. Σε ένα χωριό περιτριγυρισμένο από ψηλά καταπράσινα βουνά. Εκεί, που ορίζοντας είναι κλειστός, η ματιά εμποδίζεται και οι άνθρωποι κοιτάζουν ο καθένας την δουλίτσα του. Ο μελισσοκόμος Γιακούμπ και ο μικρός του γιος ο Γιουσούφ έχουν δοκιμάσει λίγο από το «ιδιαίτερο» μέλι, αυτό που φτιάχνουν οι μέλισσες, όταν ρουφήξουν το νέκταρ από ένα συγκεκριμένο άνθος. Γι’ αυτό και δεν μιλάνε. Ψιθυρίζουν μονάχα. Αφουγκράζονται την βρεμένη γη, ακούνε την βροχή και τα πουλιά, νοιώθουν το γεράκι από το πέταγμα του. Ο μικρός Γιουσούφ στο σχολείο δεν είναι σαν τα άλλα παιδιά. Το διάβασμα του ακούγεται διαφορετικά. Στο διάλειμμα κάνει μόνο αυτό που ξέρει. Να παρατηρεί τα πάντα. Ο πατέρας του φεύγει. Πηγαίνει μακριά, θα σκαρφαλώσει ψηλά σε άλλα δένδρα, για να στήσει τα μελίσσια του. Και δεν θα ξαναγυρίσει γιατί… ποτέ δεν πρέπει να λέει κανείς τα όνειρά του και η μητέρα του Γιουσούφ, του διηγήθηκε το δικό της.
Αυτή είναι η δραματική ιστορία, που παρά το τραγικό της φινάλε, αφήνει στο τέλος μια γλύκα και μια αίσθηση πληρότητας. Παρά τον αργό ρυθμό και την πολλές φορές ακινησία του φακού, παρά την απουσία της μουσικής (με εξαίρεση την σκηνή στο πανηγύρι), η εικόνα πετυχαίνει να διηγηθεί χωρίς εξωτερικές βοήθειες. Οι διάλογοι στην αίθουσα του σχολείου, στο σπίτι, με τους συγχωριανούς, κινούνται σε ένα παράλληλο σύμπαν.
Θα μπορούσαμε με ευκολία να πούμε πως ο Semih Kaplanoglu κάνει κινηματογράφο για τους μυημένους. Και να ξεμπερδέψουμε από κάθε προσπάθεια ερμηνείας. Ακόμα και έτσι όμως, όταν ο θεατής βλέπει τον μικρό πρωταγωνιστή, να απλώνει τα χέρια του μέσα στο ακίνητο νερό της λεκάνης, για να φτάσει το φεγγάρι στον ουρανό, όταν βάζει το πρόσωπό του μέσα στο νερό, δεν μπορεί παρά να σταθεί με δέος. Μια, κατά την γνώμη μου, από τις καλύτερες κινηματογραφικές σκηνές όλων των εποχών.

6 σχόλια:

navarino-s είπε...

Την είδα την ταινία και οι απόψεις μας λίγο διίστανται και ξέρεις επειδή αυτά είναι υποκειμενικά πράγματα δεν μου πολυαρέσει να κοντράρω τον άλλον. Είμαστε όμως μπλόγγερς πάσχοντς από την ίδια νόσο και νομίζω ότι καλό είναι, τελικά, να λέμε τη γνώμη μας. Λοιπόν:
Για μένα η ταινία είναι Κιαροστάμι με ταχύτητες Αγγελόπουλου. Απλό θέμα, δηλαδή, με κουραστικό κύλισμα του χρόνου. Πιστεύω ότι
η καλύτερη σκηνή της ταινίας είναι αυτή του πανηγυριού που αναφέρεις και συ στην ανάρτηση σου. Εγώ αυτό κράτησα. Όπως κράτησα και ένα μεγάλο λάθος, μάλλον άσκοπο πλεονασμό θα το έλεγα: Είναι η σκηνή που έχεις στο τρέϊλερ εκεί που πέφτει ο πατέρας στο χώμα και σφαδάζει και ενώ περιμένεις αυτό να αξιποιηθεί αργότερα σε κάτι, κάπου ξεχνιέται και ο θάνατος προέρχεται από σπάσιμο κλαδιού.
Μη μου θυμώσεις, χάρηκα που σε βρήκα και θα τα λέμε!

synephilidikos είπε...

Αλλοίμονο! Γιατί να θυμώσω; Μεγάλη μου χαρά, ο καθένας να εκφράζει την άποψή του και τιμή μου αυτή να εκτίθεται εδώ.
Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις σε αυτόν τον χώρο, δεν γράφω, αν μια ταινία μου άρεσε συνολικά ή όχι και ποτέ μα ποτέ δεν βαθμολογώ. Περιγράφω απλώς τα συναισθήματα, που γεννιόνται μέσα μου, κατά την διάρκεια της παρακολούθησης και τίποτα άλλο. Δεν είναι κριτικές με την έννοια, που έχουμε συνηθίσει από τις εφημερίδες ή τα περιοδικά.
Για την ταινία τώρα. Έχεις δίκαιο, πως ο θάνατος του πατέρα δεν προέρχεται από την κρίση επιληψίας, αλλά από σπάσιμο κλαδιού. Νομίζω όμως, πως δεν είναι πλεονασμός. Θέλει να δείξει, ότι και ο ίδιος ο πατέρας είναι "πειραγμένος" και αυτό έχει σχέση με τον τρόπο που προσεγγίζει τα πράγματα.
Καλωσόρισες και καλές προβολές!

kioy είπε...

Καλημέρα,

προσωπικά τη βρήκα παρομοίως εξαιρετική. Όπως και το προηγούμενό του "Αυγό". Εδώ ο Καπλάνογλου χτίζει με ακρίβεια σφυγμού το πορτραίτο ενός μελλοντικού καλλιτέχνη. Του Γιουσούφ, ενός παιδιού, που 'χει μετατρέψει την ψυχή του σ' ένα απλωμένο ορίζοντα όρασης να χωρέσει μέσα του κι ο Θεός και ο Διάβολος. Ξεχώρισα τη σεκάνς της απουσίας του πατέρα. Αν και οπτικά μοιά;ζει η λιγότερο ενδιαφέρουσα, νομίζω ότι είναι η πιο χρήζουσα μελέτης σεκάνς ως προς τον ψυχισμό του ήρωα: που μαραζώνει, σαν τη γύρη ενός άνθους που δεν "ερωτεύθηκε". Και ο μικρός δε μαρζώνει επιδή του λείπει ο πατέρας. Στην πραγματικότητα μαραζώνει "επειδή πρέπει να φροντίζει τη μητέρα" πράγμα που συνεπάγεται φρένο στις υπαίθριες περιπλανήσεις του, στην ορατική-βιωματική του πραγματικότητα, και κοπή στα ονειρικά δεσμά του με τη Φύση...

Καλημέρα!

synephilidikos είπε...

Καλημέρα και καλή εβδομάδα.
Πολύ ενδιαφέρουσα η προσέγγισή σου. Προσωπικά δεν βιάζομαι να μιλήσω για την γέννηση ενός καλλιτέχνη. Εστιάζω περισσότερο στην ιδιαίτερη σχέση του μικρού με το περιβάλλον του. Παρά τα όμορφα φυσικά τοπία καθ' όλη την διάρκεια της ταινίας είναι φανερή μια διάχυτη κλειστοφοβική κατάσταση.

Philip Winter είπε...

Καλησπερα.
Πολυ καλη ταινια με μινιμαλισμο, ποιηση και τρυφεροτητα.Με προσοχη στη λεπτομερεια και λυρισμο.Δυνατες εικονες και συμβολισμοι.Το μονο μειονεκτημα, πιστευω, πως ειναι ο αργος ρυθμος.

Αμα θελεις περνα μια βολτα απο το μπλογκ μου:
http://cinema-paradis143.blogspot.com/

synephilidikos είπε...

Συμφωνούμε σε όλα μόνο που δεν βρίσκω τον αργό ρυθμό μειονέκτημα ειδικά σε αυτήν την ταινία.
Φυσικά και θα σε επισκεφθώ.