Αυτά που κουβεντιάζουμε, όταν ανάψουν τα φώτα. Ούτε κριτικός κινηματογράφου, ούτε ειδικός. Ίσως κάπου να υπάρχει κάποια πενικιλίνη για αυτό το μικρόβιο. Αυτό ψάχνουμε
Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010
Ακαδημία Πλάτωνος
Μια προσπάθεια ηθογραφικής προσέγγισης της νέας ελληνικής πραγματικότητας, με κεντρικό άξονα τις ρατσιστικές αντιλήψεις μιας παρέας συνανθρώπων μας, απέναντι στους μετανάστες και πιο ειδικά στους Αλβανούς। Ο σκηνοθέτης Φίλιππος Τσίτος, στην ταινία «Ακαδημία Πλάτωνος», επιχειρεί να σχεδιάσει το περιβάλλον, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται μισαλλόδοξες απόψεις. Με όχημα αποκλειστικά την δύναμη της εικόνας, χωρίς καθόλου λεκτικούς επεξηγηματικούς προσδιορισμούς, ψάχνει την γενεσιουργό αιτία, πίσω από το ανόητο σύνθημα «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ…». Πολλές σκηνές έχουν να κάνουν με μια σειρά από φαινομενικά άσχετα με το θέμα γεγονότα, όπως ο πρόσφατος χωρισμός του ήρωα, του Σταύρου (Αντώνης Καφετζόπουλος) με την συμβία του, με την παρακολούθηση του ποδοσφαιρικού αγώνα Ελλάδα-Αλβανία και τις αντιδράσεις των οπαδών, με την επίσκεψη στον γιατρό δημόσιου νοσοκομείου για την άρρωστη μητέρα και άλλα πολλά. Κομμάτια, που αποκρυπτογραφούν το συναισθηματικό υπόστρωμα, πάνω στο οποίο φουντώνουν οι ιδέες, που βλέπουν το "διαφορετικό", σαν απειλή.
Σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε παρακμή οικονομική, πολιτισμική και περιβαλλοντική, σε μια κοινωνία που κυριαρχούν η διαφθορά, τα σκάνδαλα, ο μηδενισμός και η ατομική ανέλιξη, οι άνθρωποι, που για οποιοδήποτε λόγο θα βρεθούν στο περιθώριο ή αισθάνονται ότι είναι στο περιθώριο, είναι επιρρεπείς στο να πέσουν στην παγίδα ενός λαϊκίστικου εθνικισμού. Όλα αυτά καταγράφονται με σαφήνεια και επάρκεια.
Το μυθιστορηματικό εύρημα, ας το πούμε έτσι, της ταινίας είναι, ότι θέλει τον ελληναρά Σταύρο, να είναι και ο ίδιος αλβανικής καταγωγής, μιας και η γριούλα- πια- μητέρα του είχε πριν πολλά χρόνια έρθει στην Ελλάδα από την Αλβανία, αφήνοντας όμως εκεί τον μεγαλύτερο γιο της, που ήταν πολύ άρρωστος για να ταξιδέψει. Η γνωριμία με τον Αλβανό αδελφό, τον Μαρενγκλεν (Αναστάσης Κόζντινε) (από το Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν), που κατά μοιραία σύμπτωση εργάζεται στην γειτονιά του, είναι για τον πρωταγωνιστή μια βόμβα στα θεμέλια της ψυχοσωματικής και της εθνικής του συγκρότησης.
Η επιλογή του σκηνοθέτη, να χρησιμοποιήσει αυτήν την τραβηγμένη από τα μαλλιά ιστορία, σαν το κινηματογραφικό χαλί της υπόθεσης, ουσιαστικά τραβά αυτό το χαλί, από την κατά τα άλλα αξιέπαινη προσπάθειά του. Η άποψη, ότι το σαθρά στηριγμένο ιδεολόγημα της φυλετικής ανωτερότητας, μπορεί να ανατραπεί, όταν ο άνθρωπος έρθει αντιμέτωπος με μια προσωπική δοκιμασία, είναι ένα επιχείρημα, της ακριβώς απέναντι πλευράς. Στο επίπεδο, όχι του «επιστημονικού» ρατσισμού, αλλά του ρατσισμού που στηρίζεται στην άγνοια και στην ανάγκη του ανθρώπου να ανήκει στην πλειοψηφία, δηλαδή, να είναι στην μόδα, κάθε ανατροπή έχει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Έτσι, το υπεραισιόδοξο φινάλε φαντάζει μετέωρο και προβληματικό.
Η ταινία κερδίζει σε αφάνταστο βαθμό, χάρις την εξαιρετική εσωτερική ερμηνεία του Αντώνη Καφετζόπουλου. Χωρίς το παραμικρό ίχνος κίνησης στους μυς του πρόσωπου του, μεταφέρει στα κοντινά πλάνα, μια αίσθηση ματαιότητας, που θυμίζει αρχαία τραγωδία.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου