Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Σε λάθος χρόνο-Locke

Το,  «Σε λάθος χρόνο»  (Locke), την ταινία που σκηνοθετεί και υπογράφει το σενάριο της ο Steven Knight, αν δεν επρόκειτο για τον πρωταγωνιστή Ivan Locke (Tom Hardy), που επί μιάμιση ώρα κινηματογραφείται καθισμένος, «κλειδωμένος», εγκλωβισμένος στο πολυτελές πιλοτήριο μιας BMV, θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηρίσει κανείς «ραδιοφωνικό κινηματογράφο». Τόσο τέλεια είναι σχεδιασμένοι και έχουν αποδοθεί οι υπόλοιποι χαρακτήρες του έργου, με μόνη την φωνή τους να ακούγεται μέσα από το Bluetooth του εργοδηγού της μεγάλης κατασκευαστικής εταιρείας, που παραμονή της χύτευσης του σκυροδέματος μιας τεράστιας οικοδομικής εργασίας, αποφασίζει για προσωπικούς λόγους , για λόγους τιμής, να τινάξει στον αέρα, οικογένεια, καριέρα και οτιδήποτε στέρεο θα μπορούσε να διανοηθεί ένας μέσος δυτικός άνθρωπος.

Μην έχουμε καμιά παρεξήγηση, δεν πρόκειται ούτε κατά διάνοια για road movie, ούτε για καμιά κλειστοφοβική ταινία γυρισμένη σε περιορισμένο σκηνικό χώρο. Το αυτοκίνητο ταξιδεύει στην εθνική οδό, νύχτα,  δεν υπάρχουν τοπία, παρά μόνο ο πρωταγωνιστής και τα διαθλασμένα φώτα των φορτηγών και των άλλων αυτοκινήτων που ταξιδεύουν δίπλα του. Αυτό που «στενεύει» δεν είναι ο κλειστός χώρος, αλλά τα εσωτερικά όρια που βάζει ο άνθρωπος, όταν προσπαθεί να αντιπαλέψει τον ίδιο του τον  εαυτό, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να διατηρήσει ανέπαφο το δικό του αξιακό σύμπαν.  Ένας μοναχικός καβαλάρης που κουβαλάει το δικό του ασήκωτο φορτίο, δεν θέλει να το μοιραστεί με κανένα, σαν να πρόκειται για ένα αυτομαστίγωμα, απαραίτητο για να τον οδηγήσει σε αυτό που ο ίδιος θεωρεί κάθαρση της οικογενειακής του τραγωδίας.

Και τα θεριά που τον περιτριγυρίζουν αυτόν τον μοναδικό οδηγό-επιβάτη είναι πολλά, αλλά το χειρότερο απ’ όλα βρίσκεται πίσω του, το βλέπει στο άδειο κάθισμα, μέσα από  το κεντρικό καθρεφτάκι του παρμπρίζ.

Πρόκειται για ένα έργο πρωτότυπο και ώριμο, τόσο ως προς την σύλληψη του, όσο ως και προς την εκτέλεση, φθάνει στην κορύφωση σταδιακά και λίγο πριν αφήσει τον θεατή, μέσα από τον μονόλογο του γιου, του Ivan, που καταγράφεται στον αυτόματο τηλεφωνητή του κινητού του πατέρα του, φτάνουμε όχι σε μια λύτρωση κατασκευασμένη για σεναριακό φινάλε, αλλά σε μια φιλοσοφική πρόταση για ένα πάγωμα του ανελέητου χρόνου, που πρέπει να βιωθεί ξανά μια δεύτερη λυτρωτική φορά.

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Η σκύλα-La chienne

«Η σκύλα» (La Chienne), είναι η δεύτερη ομιλούσα ταινία του Jean Renoir και γυρίστηκε το 1931. Ένα μαυρόασπρο, μελαγχολικό φιλμ, με κάποιες πινελιές χιούμορ και αρκετές σκηνές στους δρόμους της Μονμάρτης.
Ένα αρκετά προσεγμένο και ενδιαφέρον σενάριο,  βασισμένο στο μυθιστόρημα και έπειτα θεατρικό έργο των Georges de La Fouchardiére και André Mouézy Éon, αλλά με μια σκηνοθεσία ρηχή, αναποτελεσματική στην ολοκληρωμένη περιγραφή των χαρακτήρων, που πολύ συχνά χρησιμοποιεί τις λέξεις αντί για τις εικόνες για να δηλώσει το πέρασμα του χρόνου και βρίθει ευκολιών, που κάνουν το αποτέλεσμα προβλέψιμο. Η πατίνα του χρόνου και ίσως αυτή η κοντινή χρονική απόσταση που την χωρίζει από τον βωβό, να δίνει στην ταινία μια ζωντάνια και να την κάνει ικανή να σταθεί ακόμα και στις μέρες μας.
Ο Maurice Legrand (Michel Simon), ταμίας σε μια εταιρεία και ερασιτέχνης ζωγράφος, είναι παντρεμένος με την Adéle (Magdeleine Bérubet), χήρα του Alexis Godard, που πέθανε πολεμώντας στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Ο Maurice, καταπιεσμένος από την γυναίκα του, βιώνει τα ειρωνικά σχόλια των συναδέλφων του για τον κλειστό και μονόχνοτο  χαρακτήρα του. Γνωρίζει τυχαία και ερωτεύεται την νεαρή Lulu (Janie Marése), χωρίς να γνωρίζει ότι αυτή είναι μια πεταλουδίτσα της νύχτας και ότι είναι ερωτευμένη με τον προστάτη της, τον Dedé (Georges Flamant).  O Maurice σπιτώνει την Lulu, η οποία μαζί με τον εραστή της πουλάνε τους ζωγραφικούς πίνακες του και κερδίζουν αρκετά χρήματα. Όλα έρχονται τα πάνω κάτω, όταν εμφανίζεται ο «πεθαμένος» πρώην άνδρας της Adéle, ο οποίος παρίστανε τον χαμένο ήρωα πολέμου, για να αποφύγει την μέγαιρα γυναίκα του.  Ο Maurice ανακαλύπτει την σχέση της Lulu με τον Dedé και την σκοτώνει άθελά του σε μια σκηνή ζήλειας. Από παρανόηση της θυρωρού, η αστυνομία συλλαμβάνει για τον φόνο τον Dedé.  Οι δυο πρώην σύζυγοι της Adéle, ο Maurice και ο Alexis,  γιορτάζουν σαν φιλαράκια την ελευθερία τους.

Η ταινία ξεκινάει σαν κουκλοθέατρο. Στην αυλαία εμφανίζονται κούκλες, οι οποίες κάνουν τις συστάσεις των πρωταγωνιστών του ερωτικού τριγώνου, έπειτα σηκώνεται η κουρτίνα και μεταφερόμαστε στην αίθουσα συνεστιάσεων της εταιρείας, όπου ο Maurice γίνεται δέκτης των πικρόχολων σχολίων των συναδέλφων του. Στην τελευταία σκηνή πάλι, όταν οι δυο απελευθερωμένοι σύζυγοι το γιορτάζουν, η κάμερα υποχωρεί και πίσω της κλείνει η αυλαία του κουκλοθέατρου.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Alpha

Πρεμιέρα του 6ου ΛΕΑ Λογοτεχνία εν Αθήναις  (Ιβηροαμερικάνικο φεστιβάλ), με την ταινία του Στάθη Αθανασίου και Pedro Olalla, “Alpha

Πρόκειται για μια πειραματική ταινία, όσο αφορά την μορφή της, αλλά και όσο αφορά την παραγωγή της. Όπως εξήγησαν οι δημιουργοί της ταινίας στο κοινό, πριν από την προβολή της, αλλά και στην συζήτηση που ακολούθησε μετά, ο τρόπος χρηματοδότησης της ήταν το crowdfunding.

Σύμφωνα με τα λόγια των ίδιων των δημιουργών της, αν και η ταινία παραπέμπει στην τραγωδία «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, δεν πρόκειται για κάποια εκδοχή της ή παρουσίασής της με μια διαφορετική ματιά, αλλά για μια «αντί-Αντιγόνη».

Η Άλφα, η Αντιγόνη της ταινίας,  παραιτείται του δικαιώματος, της υποχρέωσης της να θυσιαστεί, ενεργώντας αντίθετα με τις διαταγές της εξουσίας και έτσι χάνει το προνόμιο να γίνει το σύμβολο της διαχρονικής πολιτικής ανυπακοής και κατά την γνώμη των συντελεστών της ταινίας, ταυτίζεται με την σύγχρονη μεσαία τάξη, στην περίοδο της οικονομικής κρίσης που μαστίζει ολόκληρη την Ευρώπη αλλά και την χώρα μας, που κάτω από την επήρεια του φόβου, παραμένει αδρανής.

Σίγουρα, η τραγωδία του Σοφοκλή ήταν το έναυσμα για την δημιουργία αυτής της ταινίας, που φιλοδοξεί να αποτελέσει -αν ερμήνευσα σωστά τα λόγια των ομιλητών -έναν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο θέατρο και στον κινηματογράφο, αφού κάποια στιγμή μέσα στο καλοκαίρι θα προβληθεί σε χώρο θεάτρου και θα πάρει στην σκηνή, ακριβώς την θέση των ηθοποιών. Έτσι, η απόφαση να πάρει την θέση της Αντιγόνης (Σεραφίτα Γρηγοριάδου), μια γυναίκα της σύγχρονης αστικής τάξης, είναι αναφαίρετο δικαίωμα των ανθρώπων, που είχαν και την σύλληψη και την ευθύνη του όλου έργου. Μια όμως βασική παράμετρος της αρχαίας αυτής τραγωδίας, ήταν ακριβώς το γεγονός, ότι η Αντιγόνη δεν ήταν μια τυχαία γυναίκα των Θηβών, αλλά  ήταν βασιλοπούλα, η κόρη του Οιδίποδα και η αγαπημένη και η μέλλουσα σύζυγος του γιου του ίδιου του ηγεμόνα.

Η πολιτική ανυπακοή της Αντιγόνης εμπεριέχει μέσα της όλες τις ηθικές αξίες της κοινωνίας που εκπροσωπεί,  την ανιδιοτέλεια ενός ανθρώπου που πράττει έτσι χωρίς να έχει κανένα προσωπικό όφελος,  που όχι απλώς τα έχει όλα και δεν του λείπει τίποτα, αλλά ο ίδιος θα μπορούσε να εξουσιάζει τους άλλους. Η Αντιγόνη ήταν ακριβώς η πρωτοπορία της παθητικής αντίστασης ενάντια στην τυρρανία.

Κατά τα άλλα έχουμε να κάνουμε με μια ταινία κλειστοφοβική, με πολύ μεγάλη εσωτερική δύναμη, που πατάει σε μονοπάτια επιστημονικής φαντασίας, παρά την δηλωμένη πολιτική της πρόθεση. Η διήγηση βασίζεται, όχι τόσο στο σενάριο, όσο στην καταπληκτική μαυρόασπρη φωτογραφία και στην εξ ίσου υποβλητική μουσική. Το καμένο δάσος της Πάρνηθας λειτουργεί, σαν κόλαση σωμάτων και ψυχών, μέσα στην καταστροφή του, ένας τόπος τιμωρίας ή σωφρονισμού, για τους… εκτός των τειχών.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Ο καλός στρατιώτης Σβέικ

Τελευταία προβολή για την φετινή σεζόν 2013-2014, από την Κινηματογραφική Λέσχη Πεύκης, με το πρώτο μέρος της ταινίας «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ», γυρισμένο στην Τσεχοσλοβακία το 1957, από τον Karel Stelký. Μια από τις αρκετές κινηματογραφικές προσπάθειες να αποδοθεί στην μεγάλη οθόνη το κλασικό βιβλίο του Γιάροσλαβ Χάσεκ.


Πρόκειται για μια ηθογραφία της εποχής του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Η ταινία ξεκινάει με τις αντιδράσεις των ανθρώπων στην Πράγα, με την κυκλοφορία της είδησης για την δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου. Αν και ομιλών κινηματογράφος, το στυλ της σκηνοθεσίας και της ερμηνείας των ηθοποιών μοιάζει πολύ με αυτό του βωβού. Η κίνηση της κάμερας, το υπερβολικό παίξιμο των ηθοποιών, ίσως ένας καρικατουρίστικος χαρακτήρας στην απόδοση των καταστάσεων. Έντονες δόσεις χιούμορ, κοινωνική σάτιρα, σαρκασμός απέναντι στους πολεμοκάπηλους στρατοκράτες, στην υποκρισία της εκκλησίας και στην επίπλαστη αυθεντία της ιατρικής επιστήμης.



Δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε, αν ο πολίτης Σβέικ, που μετά θα κληθεί να υπηρετήσει την πατρίδα του ως στρατιώτης, είναι ένας απλός ελαφρόμυαλος άνθρωπος με ανικανότητα να συλλάβει το πόσο επικίνδυνο είναι να «παίζει» με την εξουσία ή πρόκειται για έναν «επικίνδυνο αναρχικό», που με μια επιτηδευμένη αφέλεια, ξεμπροστιάζει το οικοδόμημα της καθεστηκυίας τάξης.


Όταν τα σύννεφα των εθνικισμών πυκνώνουν πάλι στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, είναι τουλάχιστον παρήγορο να βλέπεις ακόμα και σε αυτήν την «παλιομοδίτικη» ταινία, τους απλούς ανθρώπους ντυμένους στρατιώτες, να παρελαύνουν με στρατιωτικές μπάντες, φανφάρες και ταρατατζούμ στους δρόμους της Πράγας, αγνοώντας βέβαια πως στην εξέλιξη των γεγονότων, θα ήταν οι ίδιοι τα θύματα ενός από τους αιματηρότερους πολέμους στην ιστορία. Εμείς δικαιούμαστε να το αγνοούμε;

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Μπουτίκ για αυτόχειρες-Le magasin des suicides

Η ταινία κινουμένων σχεδίων,  «Μπουτίκ για αυτόχειρες», του Patrice Leconte, είναι ένα πολύχρωμο μιούζικαλ.  Προσπαθεί με μια νότα αισιοδοξίας να διαλύσει ένα σύμπαν κατάθλιψης, παραίτησης, ψυχαναγκασμού και άρνησης της ζωής , όπως ακριβώς μια σταγόνα κόκκινης μπογιάς, μπορεί να χρωματίσει το νερό ενός ολόκληρου κουβά.

Σαν ιδέα πάρα πολύ έξυπνη, ακριβώς γιατί μέσα από την υπερβολή της υπαινίσσεται, ότι τα αδιέξοδα της ζωής στις μεγαλουπόλεις  οδηγούν σε μοναξιά και σε έλλειψη επικοινωνίας, που αυτά με την σειρά τους ωθούν τους ανθρώπους στην άρνηση της ζωής, για να έρθει έπειτα η λειτουργία «των νόμων της αγοράς», που για την κάλυψη αυτής της ζήτησης… θα οδηγήσει  στην δημιουργία μιας μπουτίκ για αποφασισμένους να αυτοκτονήσουν.

Φυσικά όλα αυτά υπάρχουν μονάχα  σαν νύξεις, εμείς μέσα στο μαγαζί βλέπουμε να μπαίνουν μόνο άτομα αποφασισμένα να αυτοκτονήσουν και κανέναν δεν ενδιαφέρει- πόσο μάλλον τους ίδιους τους ιδιοκτήτες του καταστήματος-  την οικογένεια Τιβάς, το πώς και το γιατί του απονενοημένου διαβήματος των πελατών τους.

Όλα θα έρθουν τα πάνω κάτω, όταν στην οικογένεια θα γεννηθεί ένα καινούργιο μωρό, ο Alan, με ένα ελάττωμα που το κάνει ανίκανο να συνδράμει στην εξέλιξη της οικογενειακής επιχείρησης. Είναι από την φύση του χαρούμενο και αισιόδοξο.

Το σκίτσο είναι πάρα πολύ λεπτομερειακό, έχει φινέτσα και μαζί με την εξαιρετική ιδέα καταφέρνει για αρκετή ώρα να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή. Όμως από ένα σημείο και μετά, όταν έχουν πια εξαντληθεί όλες οι  «εφεδρείες», πιάνουμε τον εαυτό μας να παρακαλάμε τον σκηνοθέτη να αρχίζει να το «μαζεύει», για να φτάσει στο τέλος. Τουλάχιστον μένει το βάλσαμο του έρωτα, που αποτελεί και το αντίδοτο στα θανατερά αξεσουάρ του καταστήματος, κρεμάλες, ξυραφάκια, δηλητήρια, κ.λ.π. που πρώτα αγγίζει την Matilyn, την κόρη των ιδιοκτητών, που ερωτεύεται έναν πελάτη, κάτω από την καθοδήγηση του «προδότη» αισιόδοξου αδελφού της. 

Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Camino

Μια ακόμη δυνατή δραματική ταινία από την Ισπανία, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, αλλά και με αρκετά στοιχεία μυθοπλασίας, από την Κινηματογραφική Λέσχη Πεύκης.
Η ταινία “Camino”, του Javier Fesser, παραγωγής 2008,  παρά το «δύσκολο» θέμα της, κατάφερε να αποσπάσει βραβεία Goya πολλών κατηγοριών, μεταξύ αυτών καλύτερης ταινίας, σεναρίου και ηθοποιών.
Ο τίτλος της ταινίας είναι το όνομα της μικρής πρωταγωνίστριας(Nerea Camacho), που διαγνώσθηκε με κακοήθη όγκο στην σπονδυλική στήλη και περιγράφει την ζωή της στους τελευταίους εφιαλτικούς μήνες και μαζί την προσπάθεια της μητέρας της(Carme Elías) και του θρησκευόμενου- στα όρια της θρησκοληψίας κύκλου της- να την αγιοποιήσουν μετά θάνατον. Το περιστατικό αυτό συνέβη το 1985 και φυσικά ο σκηνοθέτης άλλαξε το όνομα της αληθινής δεκατετράχρονης, δίνοντας στην ηρωίδα ένα όνομα που παραπέμπει στην αρρωστημένη θρησκευτικότητα μιας μερίδας της καθολικής εκκλησίας, που δραστηριοποιείται κάτω από την οργάνωση Opus Dei. Συμβολικά λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με τον «Δρόμο» τον γεμάτο δυσκολίες, πόνο και εμπόδια που… επιφυλάσσει η Θεία Χάρη, για τους περισσότερο αγνούς πιστούς και που ασυναίσθητα μας φέρνει στο μυαλό το Camino de Santiago de Compostela.
Ξεκινάει από το τέλος με την μητέρα, τους κληρικούς, τους γιατρούς και όλο το προσωπικό ενός νοσοκομείου στην Παμπλόνα, που ελέγχεται από την οργάνωση, να βρίσκονται δίπλα στο κρεβάτι της ετοιμοθάνατης, «εκβιάζοντας» τον θάνατό της και προσπαθώντας από τα ψελλίσματα της να εκμαιεύσουν, αυτό που θα προσκομίσει όφελος γι’ αυτούς, δηλαδή, κύρος και τα άμεσα οικονομικά ανταλλάγματα που αυτό συνεπάγεται. Η Camino θα τους κάνει την χάρη... μόνο που ο Jesús που ονειρεύεται ότι την φιλάει, δεν έχει καμιά σχέση με τον δικό τους Jesús.
Από εκεί και πέρα, η ταινία συνεχίζει με ένα συνεχόμενο γραμμικό flashback, που ξεκινάει 5 μήνες πριν και μόνο διακόπτεται από τους εφιάλτες της μικρής κοπέλας, από τους οποίους μαθαίνουμε όλο το οικογενειακό backround, που οδήγησε την κατάσταση μέχρι εκεί. Μια υπέρμετρα συντηρητική μητέρα, ένα πατέρα (Mariano Venancio) που σέρνεται από πίσω της, που διαφωνεί μεν, αλλά δεν έχει την δύναμη να αντισταθεί, μια μεγαλύτερη αδελφή (Manuela Vellés) που τόλμησε να ερωτευθεί και από τότε ζει σε ένα είδος θρησκευτικής φυλακής, ένα μικρότερο αδελφάκι που βρέφος ακόμα πέθανε και ο θάνατος του ερμηνεύτηκε με ανοησίες του στυλ, «ήταν το δώρο μας στον Θεό».
Η μικρή Camino παρά την αρρώστια της, θέλει να τρέξει, να χορέψει, να ερωτευτεί.  Στο πρόσωπο του συμμαθητή της βλέπει τον πρίγκιπα του παραμυθιού, όμως η οικογένεια της, της επιβάλει ένα άλλο παραμύθι, γεμάτο γλυκερά λόγια του αέρα, από τους επαγγελματίες της μεταφυσικής, που εκείνη δεν το καταλαβαίνει και που όμως, το αποδέχεται μόνο για να τους ευχαριστήσει.

Ένα θέμα που εύκολα θα μεταπηδούσε στο μελό, όμως χάρη στην στιβαρή του σκηνοθεσία, που δεν διστάζει να ενσωματώσει ακόμα και σκηνές κινουμένων σχεδίων, καταφέρνει να μπλέξει το πραγματικό με το φανταστικό ή καλύτερα να ακροβατήσει ανάμεσα χειροπιαστό και στο υπερβατικό και ταυτόχρονα, να διατηρήσει στο ακέραιο ένα λόγο καταγγελίας, απέναντι σε αυτές τις σκοτεινές εκφάνσεις της παραθρησκευτικής ζωής. Μια ουσιαστική ως προς τα θέμα ματιά και ένα σκηνοθετικά άρτιο αποτέλεσμα, που αναδεικνύει τον έρωτα, σαν την υπέρτατη δημιουργική αρχή στο Σύμπαν.

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Από τη γη στη σελήνη

Μια ελεύθερη απόδοση του μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας του Ιουλίου Βερν «Από τη γη στη σελήνη», από τον Άγγελο Σπάρταλη και τους συνεργάτες του.
Ένα κινούμενο σχέδιο για ενήλικες, διάρκειας 87 λεπτών, με μορφή κολάζ, συνοδευόμενο από καταπληκτικά τραγούδια, ερμηνευμένα από τον Διονύση Σαββόπουλο και τον Ψαραντώνη, δουλεμένο «στο χέρι» -όπως εξήγησε πριν την προβολή ο ίδιος ο σκηνοθέτης- μιας και η χρήση του υπολογιστή στις μέρες μας δεν ακυρώνει την χειρονακτική εργασία του δημιουργού.
Πέρα από τα στοιχεία της φαντασίας του κειμένου- για την εποχή που γράφτηκε- έχει και ένα χαρακτήρα πρωτίστως αντιμιλιταριστικό, ο οποίος αναδεικνύεται στο σκίτσο με έντονο και καταλυτικό τρόπο.  Το σενάριο έχει μια αμεσότητα που ακουμπά στην σύγχρονη πραγματικότητα και ίσως αυτό να αποτελεί ένα πρόβλημα, διότι πιθανή μετάφρασή του για να προβληθεί στο εξωτερικό, θα του στερούσε πολλά σημεία ουσιαστικά για την κατανόηση του. Κάποιοι διάλογοι στα αρχαία ελληνικά και στις ντοπιολαλιές της Κρήτης ή των Επτανήσων, το «Παπόρι απ’ την Περσία» του Τσιτσάνη …ασεβώς παραλλαγμένο, όλα ενταγμένα μέσα στον αφηγηματικό ιστό, λειτουργούν μαζί του πολλαπλασιαστικά, όσο αφορά την απόλαυση του έργου.
Η ματιά του σκηνοθέτη ακυρώνει την ύπαρξη του χρόνου. Ενώ διηγείται μια ιστορία του 1869, χρησιμοποιεί ένα πλήθος αναφορών σε πρόσωπα και καταστάσεις του 20ου αιώνα. Από τον Μικρό Πρίγκιπα του Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ, τον Γκαουντί και  το Σταρ Τρεκ μέχρι … και τον Νόαμ Τσόμσκι. Οι χαρακτήρες του είναι σχεδιασμένοι με λεπτομέρεια, αλλά έχουν αδρά χαρακτηριστικά και πρόσθετα στοιχεία, σαν να πρόκειται για τα cyborg του 19ου αιώνα.

Μια αξιόλογη προσπάθεια, στις μέρες μας είναι δύσκολο να πρωτοτυπήσεις- είναι τόσα τα ερεθίσματα … το διαδίκτυο-  το όμορφο αποτέλεσμα έρχεται όταν κατανοείς τον κόσμο γύρω, τον αφομοιώνεις και τον εκφράζεις δημιουργικά στο πνεύμα του σήμερα.

Για ακόμα 20 μέρες στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος και περιμένουμε να δούμε και την «Οδύσσεια» που μας υποσχέθηκε ο σκηνοθέτης.

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Midsummer Night's Tango

Μήπως… και το tango το ανακάλυψαν οι αρχαίοι Έλληνες;

Κάπως έτσι, μεταξύ σοβαρού και αστείου ο Φιλανδός σκηνοθέτης, Aki Kaurismaki, δήλωσε ότι το tango δεν είναι αργεντίνικο-ότι εξαπλώθηκε φυσικά στις φτωχογειτονιές του Buenos Aires (αυτό δεν το αρνείται)- όμως η προέλευση του είναι από την Φιλανδία... όπως άλλωστε και το waltz αν και αυτό … αρκετά χρόνια νωρίτερα.

Η καλύτερη αφορμή για την Viviane Blumenschein, για να φτιάξει ένα μουσικό ντοκιμαντέρ γεμάτο tango και να απαντήσει όπως ακριβώς πρέπει να απαντιούνται αυτές οι δηλώσεις. Ούτε με αδιαφορία, ούτε με ασχημοσύνες, αλλά με απόλυτη σοβαρότητα και πάνω απ’ όλα με τέχνη.

Τρεις επαγγελματίες μουσικοί, Αργεντινοί, ξεκινούν από το πολύβουο Buenos Aires για την Φιλανδία, περιδιαβαίνουν με αυτοκίνητο την χώρα των 180.000 λιμνών και νησιών, με σκοπό να έρθουν σε επαφή με την ντόπια εκδοχή αυτού που στην πατρίδα τους θεωρείται λαϊκός χορός.  Υπέροχα τοπία, ήρεμη φύση, ο ήλιος του μεσονυχτίου, συνομιλούν με ανθρώπους, μαθαίνουν την ιδιοσυγκρασία τους, ανταλλάσουν εμπειρίες, χορεύουν, τραγουδούν και παίζουν μαζί τους μουσικές.

Τα σπαστά αγγλικά και των δυο πλευρών δεν αποτελούν πρόβλημα στην επικοινωνία. Εδώ δεν αποτελεί πρόβλημα η ίδια η φύση τους. Οι παρορμητικοί, ευέξαπτοι, φωνακλάδες Αργεντίνοι δεν έχουν κανένα πρόβλημα να πλησιάσουν τους ντροπαλούς, διστακτικούς, συγκρατημένους Φιλανδούς, που για αυτούς το tango αποτελεί ένα τρόπο να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο, να σπάσουν το πάγο, να αγγιχτούν και να μιλήσουν μέσα από τα λόγια του τραγουδιού τις δικές τους σκέψεις.


Μια πανδαισία πολιτισμού, χρωμάτων, τοπίων και μουσικής από το CineDoc στον κινηματογράφο Δαναό.   

Mittsommernachtstango/A Midsummer Night's Tango/Una noche de verano from Viviane Blumenschein on Vimeo.

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Επιστροφή στην Χανσάλα-Retorno a Hansala

Θα μπορούσε να ήταν η ίδια χώρα, το κλίμα της, τα τοπία δεν έχουν μεγάλη διαφορά, αν δεν την χώριζε η θάλασσα... και οι άνθρωποι. Αυτό προσπαθεί να μας πει με τον φακό της η Chus Gutiérrez, στην ταινία του 2008, «Επιστροφή στην Χανσάλα» “Retorno a Hansala”, μια ακόμα από τις προβολές της Κινηματογραφικής Λέσχης Πεύκης.


Μια ομάδα νεαρών μαροκινών προσπαθεί να διασχίσει την Μεσόγειο για να φτάσει παράνομα στην Ισπανία. Τα πτώματα τους βρίσκονται πεταμένα σε μια παραλία . Η αδελφή ενός από αυτούς, που ήδη εργάζεται νόμιμα στην χώρα, με την βοήθεια του ιδιοκτήτη ενός γραφείου τελετών προσπαθεί να επαναπατρίσει το πτώμα στην γενέθλια γη, στην Χανσάλα του Μαρόκου.


Η ταινία δεν έχει ιδιαίτερες κινηματογραφικές αρετές, εκτός από το πολύ ενδιαφέρον θέμα με το οποίο καταπιάνεται και σε κάποια σημεία την, εκπληκτικής ακρίβειας, φωτογραφία της. Εστιάζει, πάνω στις πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους της Αφρικής και στους «πολιτισμένους» Ευρωπαίους. Το σενάριο της είναι «μπουκωμένο» και λείπει ο σαφής προσανατολισμός του ύφους. Αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην ρεαλιστική καταγραφή της πραγματικότητας,  το road movie και την φολκλορική αναπαράσταση της Μαροκινής ενδοχώρας.


Παρά τις σκηνοθετικές της ευκολίες και τις υποτυπώδεις ερμηνείες των ηθοποιών, τα τραγικά γεγονότα κάνουν την ταινία- δυστυχώς- επίκαιρη.


Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

The Selfish Giant-Ο εγωιστής γίγαντας

Μόνο σαν αφορμή χρησιμεύει  το παραμύθι του Oscar Wilde, για να περάσουμε από τον ρομαντισμό, στην πεζή πραγματικότητα των μετα-καπιταλιστικών μητροπόλεων της σύγχρονης εποχής. Ο κήπος του παραμυθιού είναι σήμερα μια μάντρα ανακύκλωσης μετάλλου, που κινείται στα όρια της νομιμότητας και τα δένδρα του, οι τσιμεντένιοι πυρηνικοί αντιδραστήρες και οι τεράστιοι πυλώνες μεταφοράς της «καθαρής» και «οικονομικής»  ενέργειας, που προσπαθούν να μας πείσουν ότι παράγουν. Και τα παιδιά, τίποτε άλλο παρά «μεταλλαγμένοι» ενήλικοι, υποδύονται ρόλους ξένους ως προς την φύση τους, ωθούνται στην μικρο-παραβατικότητα, εξαναγκάζονται για πενταροδεκάρες να αυξήσουν το κέρδος του μοντέρνου δράκου, που δεν είναι τίποτα άλλο εκτός από ένα γρανάζι της απρόσωπης, αλλά political correct κεντρικής εξουσίας.

Πρόκειται για μια σκληρή κοινωνική, αλλά στο βάθος πολιτική ταινία. Η Clio Barnard στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας- με εξαίρεση τα τελευταία λεπτά- καταγράφει με τον φακό της την ωμή πραγματικότητα της αγγλικής υπαίθρου. Από την μια μεριά ομιχλώδεις εκτάσεις, υγρασία, άλογα να βόσκουν στο γρασίδι και από την άλλη μια επαρχιακή πόλη, όπου η «φροντίδα» του κοινωνικού κράτους φτάνει αλλοιωμένη και μόνο κατ’ επίφαση. Μια διαρκής σύγκρουση ανάμεσα σε κοινωνικές παροχές, επιδόματα ανεργίας, δημόσια εκπαίδευση με ποιοτικούς όρους, μονάδες υποστήριξης, αστυνομία στην υπηρεσία του πολίτη και σε ένα κοινωνικό ιστό ανίκανο να τα αφομοιώσει, που τους γυρνά την πλάτη, όχι γιατί δεν τα έχει ανάγκη, αλλά γιατί διακρίνει σε αυτά την πλαστότητα και την παγίδα της ενσωμάτωσης.

Για να φτάσουμε στο τέλος, όπου η ταινία αλλάζει υφολογικά,  παίρνει μια στροφή 180 μοιρών και κινείται σε περισσότερο φιλοσοφικά μονοπάτια, καθώς περιγράφει τον βουβό πόνο του νεαρού Arbor (Conner Chapman) και την προσπάθεια του να συμφιλιωθεί με τον θάνατο του φίλου του Swifty ( Shaun Thomas). Η αντίδραση του, μια μορφή παραίτησης, καθώς αποζητά και απαιτεί με τον τρόπο του, την αποδοχή της μητέρας του νεκρού του φίλου, για να μπορέσει αυτός να συνεχίσει να υπάρχει μέσα του. Οι εικόνες του μικρού, καθισμένου έξω από το σπίτι του Swifty, τυλιγμένου με τα φτωχικά κουρέλια του, μέρα και νύχτα κάτω από την βροχή, εμπεριέχουν ένα δυνατό συμβολισμό που παραπέμπει σε σκηνές ασκητισμού, που συναντάμε μονάχα στην θρησκευτική σημειολογία.