Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Gloria

Πρόκειται για μια ταινία, με σαφή έλλειψη προσανατολισμού. Ενώ έχει να πει κάποια πράγματα, αποτυγχάνει σε όλα τα επίπεδα, γίνεται φλύαρη και ειδικά μετά το δεύτερο μέρος προβλέψιμη και βαρετή. Η σκηνοθετική της γραμμή πατάει επάνω σε κινηματογραφικά κλισέ, που δεν είναι όμως καλά ενσωματωμένα στην υπόθεση. Η άτριχη, λιπόσαρκη γάτα, το παγώνι με την ανοιγμένη ουρά και άλλοι- υποτίθεται- συμβολισμοί, με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται, προδίδουν την πρόθεση του σκηνοθέτη.
Η Gloria (Paulina Garcia), διανύει την έκτη δεκαετία της ζωής της και ζει εδώ και 10 χρόνια χωρισμένη. Προσπαθεί, να μην το βάλει κάτω, αλλά κάνει κινήσεις σπασμωδικές, που στο τέλος γυρίζουν μπούμερανγκ εναντίον της. Στην προσπάθεια της να ισορροπήσει την ζωή της, βρίσκοντας μια σταθερή ερωτική σχέση, γνωρίζει σε μια λέσχη φιλίας τον Rodolfo (Sergio Hernandez), έναν εξηνταπεντάχρονο –που είναι χωρισμένος και αυτός, πρόσφατα- ο οποίος όμως δεν έχει την διάθεση και δεν μπορεί να απαλλαγεί από την προηγούμενη ζωή του.
Η μοναξιά, η ανάγκη του να αγαπάς και να αγαπιέσαι, το γάντζωμα επάνω σε μια σεξουαλικότητα που σταδιακά φθίνει, το βλέμμα της αποδοχής, που η πρωταγωνίστρια ζητά απεγνωσμένα από τους άλλους, την μετατρέπουν στο εύκολο θύμα.

Ο σκηνοθέτης Sebastian Lelio από την μια «κλείνει το μάτι» στις «ερωτεύσιμες» πενηνταπεντάρες, που προσπαθούν να αυτονομηθούν, μετά το κλείσιμο του οικογενειακού τους κύκλου, από την άλλη όμως το πρότυπο «Gloria», που εισαγάγει, εμπεριέχει μέσα του τον κίνδυνο μιας καρικατούρας ανθρώπου.  Σαφώς και όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στην αγάπη, υπάρχει όμως μια λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην διεκδίκηση και στην αυθεντικότητα της συμπεριφοράς.

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

The best offer-Το τέλειο χτύπημα

Giuseppe Tornatore, ο μάγος της κινηματογραφικής αφήγησης, ακόμα και σε αυτό το ψυχολογικό θρίλερ… παραμένει τρυφερός. Πίσω από τον φθασμένο, διάσημο, πάμπλουτο και εκκεντρικό εκτιμητή, δημοπράτη και συλλέκτη έργων τέχνης, κρύβεται ένα συναισθηματικά ευάλωτο παιδί, που έχει ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί.
Μια ιστορία προδοσίας, μια προσεκτικά στημένη πλεκτάνη , ένας κόσμος που περιστρέφεται γύρω από τις αγοραπωλησίες των έργων τέχνης. Άνθρωποι «ειδικοί», που με τις γνώσεις τους κατευθύνουν τις τιμές, ένα είδος «οίκων αξιολόγησης», που με τις κρίσεις τους προκαλούν τις αυτοεκλπηρούμενες προφητείες.
Δεν πρόκειται για μια μάχη ανάμεσα στο αυθεντικό και στο πλαστό. Για τον Virgil Oldman (Geoffrey Rush), πάντοτε, η ματαιοδοξία ενός αντιγραφέα τον ωθεί να αφήσει το προσωπικό του σημάδι, επάνω ακόμα και στην πιο τέλεια απομίμηση. Σε αυτήν ακριβώς την «αχίλλειο πτέρνα», που τον οδήγησε στην δόξα, θα ψάξει να βρει την δική του γυναίκα-δόλωμα, την στιγμή της τέλειας παρακμής και της ήττας του.
Τα γρανάζια μιας μηχανής, που «μαθαίνουν» να λειτουργούν καλύτερα, όσο περισσότερο χρόνο παραμένουν προσαρμοσμένα το ένα με το άλλο—μια συμβίωση που μοιάζει με δημοπρασία- ο σύζυγος που ποτέ δεν ξέρει, αν έχει κάνει την καλύτερη προσφορά - και ένα πλήθος ακόμα εύστοχες αναγωγές, που «ντύνουν» αυτήν την ταινία με στοιχεία πέρα από το σασπένς και το μυστήριο.
Πέρα από κάποιες σεναριακά τραβηγμένες καταστάσεις- πλήρως όμως ενσωματωμένες στην εξέλιξη της υπόθεσης- παρακολουθούμε ένα πλήθος ανατροπών και πισωγυρισμάτων, μέχρι το τελευταίο εικοσάλεπτο περίπου, όπου επέρχεται και η τελική ρήξη με τις, μέχρι εκείνου του σημείου, παγιωμένες συμβάσεις. Πολύ καλός ρυθμός, εξαιρετικά πλάνα, καθόλου βαρετά, αν σκεφθούμε ότι επανέρχεται συνέχεια στους ίδιους χώρους, μια εκπληκτική ερμηνεία από τον Geoffrey Rush και μια υπνωτιστική, επιβλητική μουσική από τον μαιτρ Ennio Morricone.

Αν η τέχνη, η κάθε μορφή τέχνης, είναι μια μορφή σταθεράς μέσα στο χάος και στο απρόβλεπτο της ανθρώπινης ύπαρξης, ο Virgil Oldman, έχοντας χάσει την επαφή  με την δική του πραγματικότητα, περιστρέφεται διαρκώς δεμένος με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά, εγγεγραμμένος  πάνω στον κύκλο που περιστρέφεται σε άπειρα επίπεδα, σαν ένα είδος ανθρώπου του Βιτρούβιου.

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Η πηγή των παρθένων-Jungfrukallan

Βασισμένη πάνω σε μια μπαλάντα του 14ου αιώνα η ταινία, «Η πηγή των παρθένων», (Jungfrukällan) του Ingmar Bergman, κινηματογραφημένη με την μορφή μιας αρχαίας τραγωδίας, φέρνει στο προσκήνιο την αιώνια διαπάλη ανάμεσα στην ανθρώπινη λογική και στην αντίληψη της θρησκευτικότητας.
Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο, με λιτά, απέριττα κάδρα, προσεγγίζει το θέμα με νηφαλιότητα, οι απαντήσεις που δίνει είναι καθαρά κινηματογραφικές, καλλιτεχνικές, δεν αναλίσκεται σε φιλοσοφικές αναζητήσεις και αρκείται σε νύξεις κοινωνικού προβληματισμού.

Στην ταινία συνυπάρχουν ο Χριστιανισμός και ο Παγανισμός, ο πρώτος αφορά εξυπηρετεί και υπηρετείται από την άρχουσα τάξη, ενώ ο δεύτερος αποτελεί «καταφύγιο» για την έκφραση των ανεπεξέργαστων δεισιδαιμονικών ενστίχτων της λαϊκής τάξης και των ανθρώπων του περιθωρίου.

Για τον άνθρωπο με υψηλό status συναισθηματικής εγρήγορσης, το δίπτυχο αμαρτία-τιμωρία, δεν καθυστερεί, εκδηλώνεται αστραπιαία. Μοναδικό προνόμιο, να μπορεί να απευθύνεται, να συνδιαλέγεται με τον Θεό του, να επιχειρηματολογεί μαζί του, σαν ίσος προς ίσον. Σε μια μεγαλειώδη σκηνή, βιβλικών διαστάσεων, ο πατέρας (Max von Sydow), δίπλα στο σώμα της βιασμένης και δολοφονημένης κόρης του, δεν προσεύχεται, ούτε ικετεύει το θείο. Ο Bergman στήνει μια σκηνή ενός καθαρά πνευματικού debate και λύνει το δράμα με ένα αρκετά προβλέψιμο, αλλά καθαρτικό τρόπο. 

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Miracolo a Milano-Θαύμα στο ΜΙλάνο

Ένα νέο-ρεαλιστικό παραμύθι, ένας ύμνος στην απλότητα, στην θετική διάθεση, στην αγάπη. Ο Toto (Franscesco Golisano), είναι ο κήρυκας της καλοσύνης, φορέας της αλλαγής, η ήρεμη δύναμη που πηγάζει από μια εσωτερικότητα ανέγγιχτη από τους ψυχρούς υπολογισμούς, τα ατομικά μικροσυμφέροντα και τις κοινωνικές αδικίες. Είναι ο κινηματογραφικός εκπρόσωπος της non violent resistance, της παθητικής αντίστασης ενάντια σε αυτό που απειλεί να χαλάσει το περιβάλλον, να διαφθείρει τις ανθρώπινες σχέσεις και συνειδήσεις, να εγκαθιδρύσει κοινωνίες εξουσιαστών-εξουσιαζόμενων. Ο Toto, ζει μέσα σε αυτόν τον κόσμο, δεν τον εξιδανικεύει, δεν χαϊδεύει τα αυτιά των απελπισμένων φτωχό- πρόδρομων που αποτελούν τον δικό του λαό, γιατί είναι σάρκα από την δική τους σάρκα

Ο Vittorio de Sica κινηματογραφεί τα ανθρώπινα απομεινάρια, που άφησε πίσω της στην
μεταπολεμική Ιταλία, η εξουσιολάγνα, μπουκωμένη στόμφο, φασιστική υστερία. Τα περίχωρα του Μιλάνο, καταυλισμοί αστέγων, άνθρωποι χωρίς παρελθόν και μέλλον. Ένα πλήθος κομπάρσων καθοδηγημένων με εξαιρετική μαεστρία, ασπρόμαυρη φωτογραφία γεμάτη λυρισμό και μια σκηνοθεσία γεμάτη συμβολισμούς, από την αρχή της ταινίας- από την γέννηση του πρωταγωνιστή μέσα στα λάχανα έως το ταξίδι στον ουρανό, με τις ιπτάμενες σκούπες.


Ο νέο-ρεαλισμός του Vittorio de Sica δεν φοβάται τα θαύματα. Και γίνονται πολλά σε αυτήν του την ταινία. Γιατί τα θαύματα βρίσκονται εδώ και το μόνο που χρειάζεται, είναι τα μάτια για να μπορέσει κάποιος να τα δει και την καρδιά για να μπορέσει να τα ερμηνεύσει. Διαφορετικά, υπάρχουν δίπλα του, τον ακουμπάνε και εκείνος συνεχίζει δυστυχισμένος μέσα στην κατάσταση της πνευματικής του νωθρότητας, να τα ψάχνει απεγνωσμένα. Μεγαλειώδης η σκηνή, κατά την οποία ο μαύρος του καταυλισμού ζητά από τον Τοτό να τον μεταμορφώσει σε λευκό, για να μπορέσει να τον αγαπήσει η λευκή γειτονοπούλα του, για να ανακαλύψει αμέσως μετά, ότι εκείνη έχει ήδη μεταμορφωθεί σε μαύρη, για χάρη του.




Εδώ με ελληνικούς υπότιτλους


Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Ascenseur pour l' échafaud


Η ταινία του Louis Malle, “Ascenseur pour l’ échafaud” (Ασανσέρ για δολοφόνους), είναι ένα πάντρεμα film noir και μουσικής jazz.  O Miles Davis, που υπογράφει το soundtrack, ακολουθεί με την λυπητερή, λυγμική του τρομπέτα, τους πρωταγωνιστές, στα παιγνίδια που τους παίζει η μοίρα.

Ατμοσφαιρική, ασπρόμαυρη ταινία με καταπληκτικά νυχτερινά πλάνα του Παρισιού. Η κάμερα εστιάζει πολύ συχνά πάνω στο αμακιγιάριστο, λευκό πρόσωπο της Jeanne Moreau, μιας και είναι το πρόσωπο κλειδί, που από εκεί αρχίζει να ξεδιπλώνεται το γαϊτανάκι των γεγονότων και των συμπτώσεων, που οδηγούν στα εγκλήματα. Οι χαρακτήρες βρίσκονται στερεά τοποθετημένοι στην κοινωνική ιεραρχία, χωρίς παρεκκλίσεις και έτσι η σκηνοθεσία έχει όλο τον χρόνο και τον τρόπο, να παίξει στις λεπτομέρειες. Πλούσιος επιχειρηματίας, η νέα γυναίκα του που τον απατά με υπάλληλό του- πρώην παραστρατιωτικό, η απλή κοπέλα που δουλεύει στο απέναντι ανθοπωλείο με τον φίλο της- άτομο μικροπαραβατικό, οι σπορτίφ ανέμελοι Γερμανοί τουρίστες- τυχαία θύματα, οι αστυνομικοί που αναλαμβάνουν να ξεδιαλύνουν το μυστήριο και φυσικά, ο κοινωνικός περίγυρος, γειωμένος στην πραγματικότητα, αμέτοχος στο πάθος των πρωταγωνιστών και καταναλωτής πρωτοσέλιδων εφημερίδων.

Πολύ ευχάριστη ταινία, ειδικά στο πρώτο μέρος, όπου και χτίζεται η υπόθεση. Στο δεύτερο μέρος, επειδή ο θεατής γνωρίζει και έχει γίνει συμμέτοχος του μυστηρίου, η υποχώρηση της έκπληξης αντικαθίσταται από την σκηνοθετική δεξιοτεχνία και την στυλιζαρισμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία.




Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Superclásico

Το “Superclásico” (Μπουένος Άιρες σ’ αγαπώ), του δανού σκηνοθέτη Ole Christian Madsen, είναι μια συμπαθητική ταινία, με καλό ρυθμό, έξυπνες κωμικές καταστάσεις-αν και καταπιάνεται με το βαρύ θέμα ενός διαζυγίου-αλλά πάνω απ’ όλα, αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει, είναι ότι η διήγηση της είναι καθαρά κινηματογραφική. Ο φακός, παράλληλα με την ιστορία, διηγείται την ζωή της ίδιας της μεγαλούπολης, χωρίς η ματιά του σκηνοθέτη να έχει τουριστική διάθεση. Το ποδόσφαιρο με τις εντάσεις και τις εκρήξεις που δημιουργεί στον κόσμο, το tango, η κουλτούρα της ερωτικής κίνησης στα μπαράκια,  στα γωνιακά σταυροδρόμια, το παραδοσιακό asado, το κρέας στα κάρβουνα, το yerba mate και η ιεροτελεστία του, συνθέτουν μια εικόνα σε πλήρη αντιδιαστολή με αυτήν της βόρειας Ευρώπης.

Ο Christian (Anders W. Berthelsen), γευσιγνώστης κρασιού και ιδιοκτήτης μιας κάβας στην Κοπεγχάγη, που είναι έτοιμη να χρεοκοπήσει, ταξιδεύει με τον 16χρονο γιο του Oscar (Jamie Morton) στο Μπουένος Άιρες, για να πείσει την σύζυγό του Anna (Paprika Steen), η οποία τον έχει παρατήσει, να γυρίσει ξανά κοντά του. Η Anna είναι ατζέντισα του διάσημου ποδοσφαιριστή της Boca, Juan Díaz (Sebastián Estevanez) και είναι έτοιμη να παντρευτεί μαζί του και να του κάνει την μεγάλη μεταγραφή, σε μεγάλο σύλλογο της Βραζιλίας.
Ο Christian, που τόσο απεχθάνεται την ζέστη της πόλης, το ποδόσφαιρο και το Αργεντίνικο κρασί, είναι υποχρεωμένος να τα ανεχθεί όλα αυτά και μαζί με αυτά και τον γκόμενο της γυναίκας του, ένα εξωστρεφή νεαρό, με έντονες καθολικές θρησκευτικές καταβολές, που είναι ο goleador της ομάδας του. Με πολλά σκαμπανεβάσματα ανάμεσα στην political correct στάση και στην «κατινιά», μαθαίνει να ζει, εγκλιματίζεται, θυμάται τα νιάτα του σαν πορτιέρο στο χάντμπωλ, αγαπά το κρασί της Μεντόζα, όταν ανακαλύπτει την «ψυχή» του και τον «διδάσκει» την ουσία της μποέμικης ζωής και το tango η εβδομηντάρα υπηρέτρια στην έπαυλη που ζει η πρώην συμβία του. Ο γιος του,  ο Oscar, ένας νεαρός κάπως ιδιαίτερος, με ανεπτυγμένη διαίσθηση,  γνωρίζει τον έρωτα, αλλά και τον συντηρητικό μικροαστισμό της αργεντίνικης μεσαίας τάξης. Πολύ καλή η έμπνευση με το όραμα του νεαρού, που βλέπει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου δυο κατσαρίδες να χορεύουν tango.


Η μουσική επένδυση με γνωστά κομμάτια του Gardel, κάτω από τον αθηναϊκό ουρανό, αφήνει στο τέλος μια ευχάριστη διάθεση. 

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

4o Φεστιβάλ Ισπανικού κινηματογράφου-Ταινιοθήκη της Ελλάδος

Από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος και την 4η εβδομάδα Ισπανικού κινηματογράφου στην Αθήνα, μισός αιώνας κωμωδίας.

Carlos Saura, "Mamá cumple cien años" (Η μαμά κλείνει τα εκατό). Είναι πραγματικά εκπληκτικό, το πόσο καλά και μέσα σε τόσο λίγο χρόνο, ο σκηνοθέτης κατορθώνει να περιγράψει με εξονυχιστικές λεπτομέρειες το σύνολο των χαρακτήρων του έργου-και δεν είναι λίγοι. Μπερδεύει με αριστοτεχνικό τρόπο το ρεαλιστικό με το μαγικό. Κινείται με χαρακτηριστική άνεση μέσα στους χώρους του παλιού αρχοντικού και στους κήπους του.

Τα παιδιά, τα εγγόνια και η παλιά γκουβερνάντα με τον σύζυγό της, μαζεύονται στην  εξοχική έπαυλη, για να γιορτάσουν τα εκατοστά γενέθλια της γηραιάς κυρίας. Βγαίνουν στην επιφάνεια παλιές οικογενειακές πληγές και δημιουργούνται καινούργιες αφού από την φύση του ο άνθρωπος ρέπει προς...την αμαρτία.






Ángel de la Cruz, "Los muertos van de prisa" (Οι πεθαμένοι ). Εδώ ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι η φύση της αυτόνομης περιοχής της Γαλλικίας, καθώς η ταινία αυτή στερείται επαρκούς σεναρίου και οι ηθοποιοί αποδεικνύονται κατά πολύ κατώτεροι των περιστάσεων, με εξαίρεση τον απολαυστικό Ernesto Chao στον πολύ μικρό ρόλο του Cinfuentes, του αστυνομικού διευθυντή του χωριού.

 Ένα φορτηγό ρυμουλκό, που το οδηγεί μια αφρατούλα νταλικιέρισα, σφηνώνει σε μια στενή γέφυρα, που ενώνει το ψαράδικο χωριό με το νεκροταφείο του. Ένα εξέχον μέλος του χωριού δεν μπορεί να θάψει τον πατέρα του, μέχρι που αποδεικνύεται ότι ένα κρυφό μυστικό είναι η αιτία, που η ψυχή του πεθαμένου δεν μπορεί να αναπαυθεί.

                                                            


Álex de la Iglesia, "La comunidad" (Η πολυκατοικία). Μια ταινία που κινείται ανάμεσα στην μαύρη κωμωδία, το θρίλερ και την σάτιρα. Δεν είναι πολύ ξεκάθαρο, πιο είναι το στυλ που επιθυμεί ο σκηνοθέτης για την ταινία του. Ανεξάρτητα αν πρόκειται για μια συνειδητή αμφιταλάντευση ή για αναποφασιστικότητα, το αποτέλεσμα είναι πάρα πολύ καλό. Η Carmen Maura στον ρόλο της υπαλλήλου του μεσιτικού γραφείου απολαυστική.

Ένας πεθαμένος ένοικος μιας πολυκατοικίας έχει κρύψει στο διαμέρισμά του ένα μεγάλο ποσό χρημάτων. Η υπάλληλος του μεσιτικού γραφείου, που αναλαμβάνει να το παρουσιάζει στους υποψήφιους ενοικιαστές, το ανακαλύπτει και οι υπόλοιποι ένοικοι της πολυκατοικίας προσπαθούν να της το αποσπάσουν, για να το μοιραστούν μεταξύ τους.

Μια κωμωδία splater από την οποία δεν λείπει ούτε ο ιππότης Τζεντάι


                                                                 

Pablo Berger, "Terremolinos 73". Περισσότερο από μια κωμωδία, αυτή η ταινία του Pablo Berger, έχει να κάνει με τις κωμικές καταστάσεις, που προκύπτουν από την ίδια την απόγνωση. Πολύ καλός ρυθμός, εκπληκτικές ερμηνείες από τους Javier Cámara και Candela Peña.

Ο Alfredo, που δουλεύει πλασιέ για εγκυκλοπαίδειες και η γυναίκα του Carmen, που δουλεύει σε στούντιο αισθητικής, τα φέρνουν δύσκολα βόλτα, μέχρι που ο προϊστάμενος του Alfredo τους προτείνει να γυρίσουν στο σπίτι τους ερωτικές ταινίες, υποτίθεται εκπαιδευτικού περιεχομένου, για την αγορά της Δανίας. Το ζευγάρι θα ξεπεράσει τις ηθικές αναστολές του, όμως η επιθυμία της Carmen να γίνει μητέρα, σε συνδυασμό με την αζωοσπερμία του Alfredo, θα περιπλέξει τα πράγματα.

Ο κόσμος του κινηματογράφου από τα μέσα, συνεχείς αναφορές σε ταινίες σταθμούς της έβδομης τέχνης, μια ταινία λιτή και τρυφερή ακόμα και στις σκηνές του υποτιθέμενου πορνό. Το γέλιο μπουκώνει στο στόμα και βγαίνει σαν θυμός.



                                                           

Daniel Sánchez Arévalo, “Primos” (Ξαδέλφια) Μια ταινία του 2011 πολύ φλύαρη, επιπόλαιη, εξυπνακίστικη, προβλέψιμη και το χειρότερο απ’ όλα με μια τάση διδακτισμού ανυπόφορη.

Αφορά την ιστορία τριών ξαδελφιών, που γυρίζουν στο χωριό τους, μετά την ακύρωση του γάμου ενός από αυτούς. Θα μπορούσε να ήταν μια συνηθισμένη εφηβική ταινία, αν δεν έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να την «ανεβάσει» με σπασμωδικές σκηνοθετικές και σεναριακές εφευρέσεις, που όμως καταλήγουν στο αντίθετο αποτέλεσμα.
Ο ένας ξάδελφος μετά την χυλόπιτα που τρώει στην εκκλησία, όταν η μέλλουσα σύζυγος τον παρατάει σύξυλο, βρίσκει στο χωριό τον εφηβικό του έρωτα, με ένα παιδί 9 ετών… να τον περιμένει ακόμα.
Ο δεύτερος ξάδελφος επανασυνδέεται με τον αλκοολικό παλιό του φίλο, του οποίου η κόρη δουλεύει στο μπαρ του χωριού, χωρίς να μας το ξεκαθαρίζει αν είναι η δεν είναι πόρνη. Την ερωτεύεται και σώζει αυτήν και τον πατέρα της.
Ο τρίτος ξάδελφος, τραυματίας και ήρωας πολέμου, παλεύει να απογαλακτιστεί από την νοσοκόμα φιλενάδα του και «δένει» με τον γιο της πρώην γκόμενας του πρώτου ξαδέλφου.
 Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν……

                                                         

                                                            

 Álvaro Begines, “Por qué se frotan las patitas” (Γιατί τρίβουν τα ποδαράκια τους). Μια συμπαθητική, μουσική κωμωδία, που μας γυρνάει στους δρόμους της Βαρκελώνης. Πολύ καλός ρυθμός, μια εκδοχή μετα-φλαμένκο με το τραγούδι και τον χορό να λύνουν αδιέξοδα, ίσως τα αδιέξοδα που η ίδια η ζωή δεν μπορεί να λύσει.

Την ίδια μέρα εγκαταλείπουν το σπίτι οι τρεις γυναίκες της ζωής του Luis, η μητέρα του (που τα έχει φτιάξει κρυφά με τον πεθερό του), η γυναίκα του (κάνει την οικογενειακή επανάσταση της) και η κόρη του (αυτό ήταν το μόνο αναμενόμενο, μιας και την παρουσιάζει σαν ατίθασο νιάτο). Προσλαμβάνει ένα ντετέκτιβ τον Manolete  (η τρομερά κωμική φιγούρα του Manuel Morón) για να τις βρει. Όλα περιπλέκονται, καθώς η γιαγιά πιάνει φιλίες με τους καταληψίες νεαρούς φίλους της εγγονής της, η γυναίκα του Luis αποσύρεται σε μοναστήρι βουδιστών, ενώ ο δαιμόνιος ντετέκτιβ ζει το ειδύλλιο της ζωής του με την γεροντοκόρη γειτόνισσα. … Μέχρι και ανορεξικό σκυλί διαθέτει η ταινία.

                                                           


Manuel Gómez Pereira, “El amor perjudica seriamente la salud”, (Ο έρωτας βλάπτει σοβαρά την υγεία). Μια ευφάνταστη κωμωδία με πανέξυπνα σκηνοθετικά κόλπα, καλό ρυθμό, και εκπληκτικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς. Καταπιάνεται με το θέμα της ερωτικής επιθυμίας, της σεξουαλικής έλξης, πέρα από κανόνες, κοινωνικές καταβολές και χαρακτήρα των ανθρώπων.

Η Diana Balaguer (Ana Belén), σαν ώριμη κυρία και Penelope Cruz, σαν νεαρή και ο Santiago García (Junjo Puigcorpé), σαν πενηντάρης και Gabino Diego, σαν νεαρός, δεν έχουν τίποτα άλλο κοινό, εκτός από μια σωματική έλξη, που τους οδηγεί να συνευρίσκονται στα πιο απίθανα μέρη, ενώ ο καθένας έχει την παράλληλη συζυγική του ζωή. Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο έρωτας, έξω από τις κοινωνικές συμβάσεις, ακόμα και όταν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές είναι συμβιβασμένοι.



                                                        



Luis García Berlanga, “El verdugo” (Ο δήμιος). Ασπρόμαυρη ταινία
του 1963, που εκτός από το θέμα που πραγματεύεται- την κοινωνική διάκριση που υφίστανται συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες και οι κοινωνικός τους περίγυρος, στην περίπτωση αυτή, ο επαγγελματίας δήμιος και ο υπάλληλος του γραφείου τελετών- αποτελεί και μια ηθογραφική αναπαράσταση της Ισπανίας την περίοδο που γυρίστηκε. Με πολύ λεπτές αποχρώσεις σκιαγραφείται το βαρύ αποτύπωμα της δικτατορίας του Φράνκο. Οι άνθρωποι προσπαθούν να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή, όμως είναι διάχυτος ο φόβος στις λέξεις τους, στις κινήσεις τους, στον τρόπο που σκέφτονται. Ένας αποπνικτικός επαρχιωτισμός, συντηρητισμός σκεπάζει κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής.


Ο José Luis Rodrígez (Nino Manfredi) πρώην νεκροθάφτης και νυν κρατικός δήμιος, στην θέση του συνταξιούχου πεθερού, του Amadeo (José Isbert), πρέπει να ξεπεράσει τις ηθικές αναστολές του και να μάθει να σκοτώνει, όταν του το ζητά η δικαιοσύνη, αν θέλει να βρει τα χρήματα για το διαμέρισμα που στεγάζει την οικογένειά του. Όλο το ζήτημα είναι να κάνει την αρχή. Στην πρώτη φορά διαλύονται, οι όποιες αναστολές. Ένα ψυχογράφημα των ανθρώπων των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων στην αρχή της ανέλιξης τους, που οδήγησε στην δημιουργία της μεσαίας τάξης.

                                                         

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Μέρα γιορτής

Στην αυλή του συλλόγου Ελλήνων αρχαιολόγων προβάλλονται ταινίες αφιερωμένες στο ποδήλατο.


Η μηχανή του τρακτέρ, που κουβαλάει στην καρότσα της τα παιγνίδια για το καρουσέλ του λούνα –παρκ, για την γιορτή της επόμενης μέρας στο χωριό της Γαλλικής επαρχίας, όταν μπαίνει στον κεντρικό δρόμο του χωριού, πρέπει να κινηθεί αργά, πίσω από τις χήνες, που καταλαμβάνουν με τις φωνές τους το οδόστρωμα.

Η "Μέρα γιορτής" είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Jacque Tati. Ο κόσμος του  είναι μια μίξη ανατροπής, λεπτής ειρωνείας, κριτικής του καθωσπρεπισμού, χιούμορ και νοσταλγίας. Γυρισμένη στο 1947 και με ένα στυλ που παραπέμπει σε βωβό κινηματογράφο, δεν σταματά στα κωμικά περιστατικά, αλλά αποτελεί μια ηθογραφία της εποχής. Η γιαγιά με την καμπούρα το μάτι, που τα βλέπει όλα, αλλά βλέπει και πίσω από τα πράγματα, ο καφετζής, οι εργάτες του χωριού, ο υπάλληλος του λούνα παρκ με την χαμηλοβλεπούσα ομορφονιά, τα σκανταλιάρικα παιδιά με τα αθώα πειράγματά τους. Ένας κόσμος που διαπλέκεται σε αστείες καταστάσεις, που κινείται με χορευτικές φιγούρες, που διώχνει τις μύγες με κινήσεις τροχονόμου.  

Αν και είναι σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στηριγμένη πάνω στον χαρακτήρα του ταχυδρόμου, που υποδύεται ο ίδιος ο Jacque Tati με την αθώα πληθωρικότητά του, έχει και ένα δεύτερο πρωταγωνιστή. Το ποδήλατο της υπηρεσίας, ένα ποδήλατο με προσωπικότητα όπως αποδεικνύεται, εκτός των άλλων και από το συνεχές κτύπημα του κουδουνιού του. Όταν την μέρα του πανηγυριού, στο χωριό, σε μια τέντα που προβάλλει τα επίκαιρα της εποχής, το κοινό πληροφορείται ότι τα Αμερικανικά ταχυδρομεία χρησιμοποιούν για την παράδοση των γραμμάτων τα πιο σύγχρονα επιτεύγματα της τεχνολογίας, ελικόπτερα, ταχυδρόμους ειδικά εκπαιδευμένους, που εκτελούν αποστολές με αυτοθυσία για την εξυπηρέτηση των πολιτών, ο φτωχός Φρανσουά, ο ταχυδρόμος, γίνεται ο περίγελος όλων. Αντί να το βάλει κάτω, αποφασίζει να δείξει τι αξίζει και μέσα από μια ακολουθία ξεκαρδιστικών επεισοδίων καταφέρνει να κερδίσει την συμπάθεια των συμπολιτών του. Μια φιγούρα αεικίνητη, ευκίνητη, δραστήρια, που όμως τα αποτελέσματα των πράξεων της είναι δυσανάλογα με αυτήν την ικανότητα που εκφράζει. Ο Francois του Jacque Tati δεν είναι απλώς ο συμπαθητικός, καλοσυνάτος γκαφατζής.  Ίσως να αποτελεί τον προπομπό του Monsier Hulot, του μετέπειτα ήρωα του, που ζει ταυτόχρονα μέσα και έξω από τις καταστάσεις.



Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Τρωάδες

Η κινηματογραφική ταινία «Τρωάδες» του Μιχάλη Κακογιάννη, που προβλήθηκε χθες στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, είναι μια ακαδημαϊκή μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού έργου του Ευριπίδη.
Ο σκηνοθέτης, πέρα από την εξαιρετική καθοδήγηση των ηθοποιών- ένα σύνολο από «ιερά τέρατα» του κινηματογράφου, Katharine Hepburn, Vanessa Redgrave, Genevieve Bujold, Ειρήνη Παπά, Patrick Magee, Brian Blessed και την διεύθυνση του χορού, ενός συμπαγούς, ευμετάβλητου συναισθηματικά σώματος, ανάμεσα στον θρήνο και την οργή, από τις γυναίκες της Τροίας- αφήνει τον λόγο του Ευριπίδη να φτάσει ανέπαφος μέχρι τον θεατή.
Η ταινία ξεκινάει ακριβώς την στιγμή της πτώσης της Τροίας και πριν ακόμα έχει κατακαθίσει η σκόνη από τα ερείπια της πόλης. Ο φακός ακολουθεί της γυναίκες στον θρήνο τους και η εικόνα «παγώνει» κάθε φορά που ο αφηγητής προσθέτει ένα από τα δεινά που τις περιμένουν. Ο λόγος έπειτα είναι αποκλειστικά δοσμένος σε αυτές. Σκηνές στην πλειοψηφία τους γυρισμένες στην ύπαιθρο, εκτός από την σύλληψη της Κασσάνδρας μέσα στον ναό, εκμεταλλεύεται το άνυδρο, λευκά φωτισμένο από τον ήλιο τοπίο, για να καταδείξει το τέλος της ιδιωτικής ζωής από τους ηττημένους.

Οι νικητές, αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις, είναι αόρατοι και μπροστά στον φακό διαδραματίζονται μόνο οι εντολές τους. Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με την διαχείριση της ήττας από τους χαμένους της κάθε εποχής. Ο Κακογιάννης με όχημα την αγγλική γλώσσα και την υποβλητική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, «ταξιδεύει» τον αντιμιλιταριστικό λόγο του Ευριπίδη σε όλη την οικουμένη.

ΤΡΩΑΔΕΣ (Μέρος 1ον) από apmaster
ΤΡΩΑΔΕΣ (Μέρος 2ον) από apmaster

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Matador


H María Cardenal (Assumpta Sema), απλώνει στο πάτωμα μπροστά στο αναμμένο τζάκι την μπέρτα του ταυρομάχου και κάνουν έρωτα με τον Diego Montez (Nacho Martínez). Την στιγμή του οργασμού βυθίζει το χτενάκι των μαλλιών της στον αυχένα του συντρόφου της και αυτοκτονεί πυροβολώντας μέσα στο στόμα της.




Με όχημα και με την μορφή ενός ψυχολογικού θρίλερ, ο Pedro Almodóvar κάνει σεξουαλική κατήχηση στης γης τους κολασμένους. Καταπιεσμένα σεξουαλικά ένστιχτα από θρησκευτικά διατάγματα, και  κοινωνικές προκαταλήψεις, άνθρωποι με ενοχές, με προβλήματα, ανίκανοι να αγαπήσουν και να αγαπηθούν.
Ο Almodóvar στην ταινία “Matador” εκμεταλλεύεται την παράδοση της χώρας του και με πυρήνα τις ταυρομαχίες, κάνει συνεχείς παραλληλισμούς ανάμεσα στο βάρβαρο αυτό αιματηρό παιχνίδι, που συναρπάζει τα πλήθη και στην ερωτική πράξη. Η αρχέγονη ζωική ορμή, έτσι όπως εμφανίζεται ανεπεξέργαστη από την λογική, που οδηγεί από την μια μεριά στον θάνατο και από την άλλη, με τον οργασμό, στην απώλεια της συνειδητότητας και στην εξαφάνιση του εγωϊκού στοιχείου.
Ο  Ángel (Antonio Banderas), φοιτητής της γεωπονικής, είναι ένας μαθητευόμενος ταυρομάχος, που λιποθυμά στην θέα του αίματος. Καθόλου οξύμωρο, αν σκεφτεί κανείς, ότι η «ταυρομαχική» του αντίληψη αρχίζει και σταματά ακριβώς στην σκέψη του δασκάλου του, του Diego Montez, καθώς η ύπαρξή του αποτελεί δική του προέκταση, των επιθυμιών και των πράξεων του μέντορά του.
Στην ερωτική πράξη δεν χωράνε συναισθηματισμοί. Για να μην «σκοτώσεις» τον σύντροφό σου πρέπει πρώτα να απαλλαγείς από τα βαρίδια του καθωσπρεπισμού, αλλά και για να μην «σκοτωθείς», πρέπει την κατάλληλη στιγμή να μην διστάσεις.
Κι όλα αυτά μέσα από εκπληκτικούς διαλόγους, αριστοτεχνική χρήση του σασπένς και ερωτικές σκηνές που παραπέμπουν σε εικαστικούς πίνακες. Η φύση και γενικά τα φυσικά φαινόμενα συμπαραστέκονται στα δρώμενα, σαν ένα είδος μαγικού ρεαλισμού, ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Το αστυνομικό μέρος της ταινίας στέκεται αυτούσιο και αν και είναι μεγάλο σε έκταση, δεν «θαμπώνει» το κύριο θέμα της. Μουσικά κομμάτια αριστουργήματα συνοδεύουν τον Matador σε κάθε βήμα του. Ένας Almodóvar, αυθεντικός, που έχει να πει κάτι, δεν τραβά από τα μαλλιά για να φτιάξει μια ταινία και γι’ αυτό απολαυστικός.