
Η ταινία της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, “Attenberg”, έρχεται να προσθέσει ένα προσωπικό, ιδιαίτερο στυλ, σε αυτό το είδος κινηματογράφου, που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε αλληγορικό ή κινηματογράφο με συμβολισμούς. Ίσως ξενίσει τους θεατές, που μπαίνουν στην αίθουσα προετοιμασμένοι για δουν και να ακούσουν μια ιστορία. Κάποιες σκηνές αλλόκοτες, ίσως φανούν ξεκάρφωτες, αν δεν μπορέσει κάποιος να αποκρυπτογραφήσει τον κώδικα της σκηνοθεσίας. Όμως οι απαντήσεις υπάρχουν και είναι διαρκώς παρούσες από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό της προβολής και αυτός κυρίως είναι ο λόγος, που κάποια από τα σχόλια που ακούγονταν από την αίθουσα, ηχούσαν στα αυτιά μου, όχι απλώς ενοχλητικά, αλλά και άκαιρα.
Έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια να αποδοθούν καλλιτεχνικά, οι συνέπειες της στρεβλής ανάπτυξης που ακολουθήθηκε στην Ελλάδα, κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα μέχρι και τις μέρες μας. Οι συνέπειες στην φύση, στο περιβάλλον και στους ανθρώπους. Ο πατέρας (Βαγγέλης Μουρίκης), ετοιμοθάνατος από κάποια εκφυλιστική ασθένεια, ήταν μηχανικός της γαλλικής εταιρείας Πεσινέ στα Άσπρα σπίτια. Μια φύση που βιάζεται, από την παρουσία και της δραστηριότητες των ανθρώπων επάνω της. Ο καρπός αυτής της παρά φύση ένωσης, μια κόρη (Ariane Labed), η κόρη του. Μια επόμενη γενιά σε πλήρη αναντιστοιχία με το περιβάλλον, προσπαθεί να βρει τα δικά της πατήματα. Παλεύει με τα ένστικτά της, ψάχνει, γυρεύει απαντήσεις, για οτιδήποτε φαντάζει φυσιολογικό, αλλά έχει χάσει την αυθεντικότητα του. Μέσα από αποστεωμένα ντοκιμαντέρ για την άγρια φύση, από πληροφορίες που φτάνουν στα αυτιά της, αποκομμένες από την πραγματικότητα, από μια φίλη (Ευαγγελία Ράντου) το ίδιο «άρρωστη» με το αρρωστημένο περιβάλλον στο οποίο ζουν. Η χαρά του έρωτα προσπαθεί να βιωθεί, μέσα από εγκεφαλικές λειτουργίες, ένας συνδυασμός ενοχών, καταπιεσμένων ενστίκτων, αποξένωσης και περιέργειας. Όλα μαρτυρούν το ξέκομμα του ανθρώπου από την ροή ενέργειας της φύσης προς αυτόν και την δημιουργία ενός υβριδίου, που είναι ανήμπορο να αισθανθεί. Ο βιολογικός μηχανισμός κουρδίζεται ξανά μέσα από τυφλές απόπειρες. Στο πρόσωπο ενός καινούργιου μηχανικού της εταιρείας (Γιώργος Λάνθιμος), που στέκεται με απορία απέναντι στο περιβαλλοντικό έκτρωμα, εκφράζονται οι νέες απόψεις και ίσως οι προσδοκίες για ένα μέλλον καλύτερο.
Η μουντή ατμόσφαιρα της παραθαλάσσιας πολιτείας με τα ομοιόμορφα σπίτια και κτίρια. Το εργοστάσιο, τα φορτηγά, οι γερανοί, οι πελώριες σιδερένιες σκαλωσιές. Οι άνθρωποι μιμούνται τις κινήσεις των ζώων. Ψάχνουν την ανθρωπιά, βουτώντας στο ζωικό βασίλειο. Βλέπουν τον θάνατο με φρίκη, διστάζουν να παραδώσουν το σώμα τους στην γη, γιατί έχουν χάσει την επαφή μαζί της.
Η ταινία καταφέρνει να εκφράσει με ποιητικό τρόπο, όλη αυτή τη περιβαλλοντική και ανθρώπινη κατρακύλα, αναδεικνύοντας με εξαιρετικό τρόπο εικόνες παρακμής και εγκατάλειψης, απομεινάρια μιας σχέσης λαβωμένης, που πασχίζει ψηλαφητά να ξανακερδηθεί.
Έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια να αποδοθούν καλλιτεχνικά, οι συνέπειες της στρεβλής ανάπτυξης που ακολουθήθηκε στην Ελλάδα, κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα μέχρι και τις μέρες μας. Οι συνέπειες στην φύση, στο περιβάλλον και στους ανθρώπους. Ο πατέρας (Βαγγέλης Μουρίκης), ετοιμοθάνατος από κάποια εκφυλιστική ασθένεια, ήταν μηχανικός της γαλλικής εταιρείας Πεσινέ στα Άσπρα σπίτια. Μια φύση που βιάζεται, από την παρουσία και της δραστηριότητες των ανθρώπων επάνω της. Ο καρπός αυτής της παρά φύση ένωσης, μια κόρη (Ariane Labed), η κόρη του. Μια επόμενη γενιά σε πλήρη αναντιστοιχία με το περιβάλλον, προσπαθεί να βρει τα δικά της πατήματα. Παλεύει με τα ένστικτά της, ψάχνει, γυρεύει απαντήσεις, για οτιδήποτε φαντάζει φυσιολογικό, αλλά έχει χάσει την αυθεντικότητα του. Μέσα από αποστεωμένα ντοκιμαντέρ για την άγρια φύση, από πληροφορίες που φτάνουν στα αυτιά της, αποκομμένες από την πραγματικότητα, από μια φίλη (Ευαγγελία Ράντου) το ίδιο «άρρωστη» με το αρρωστημένο περιβάλλον στο οποίο ζουν. Η χαρά του έρωτα προσπαθεί να βιωθεί, μέσα από εγκεφαλικές λειτουργίες, ένας συνδυασμός ενοχών, καταπιεσμένων ενστίκτων, αποξένωσης και περιέργειας. Όλα μαρτυρούν το ξέκομμα του ανθρώπου από την ροή ενέργειας της φύσης προς αυτόν και την δημιουργία ενός υβριδίου, που είναι ανήμπορο να αισθανθεί. Ο βιολογικός μηχανισμός κουρδίζεται ξανά μέσα από τυφλές απόπειρες. Στο πρόσωπο ενός καινούργιου μηχανικού της εταιρείας (Γιώργος Λάνθιμος), που στέκεται με απορία απέναντι στο περιβαλλοντικό έκτρωμα, εκφράζονται οι νέες απόψεις και ίσως οι προσδοκίες για ένα μέλλον καλύτερο.
Η μουντή ατμόσφαιρα της παραθαλάσσιας πολιτείας με τα ομοιόμορφα σπίτια και κτίρια. Το εργοστάσιο, τα φορτηγά, οι γερανοί, οι πελώριες σιδερένιες σκαλωσιές. Οι άνθρωποι μιμούνται τις κινήσεις των ζώων. Ψάχνουν την ανθρωπιά, βουτώντας στο ζωικό βασίλειο. Βλέπουν τον θάνατο με φρίκη, διστάζουν να παραδώσουν το σώμα τους στην γη, γιατί έχουν χάσει την επαφή μαζί της.
Η ταινία καταφέρνει να εκφράσει με ποιητικό τρόπο, όλη αυτή τη περιβαλλοντική και ανθρώπινη κατρακύλα, αναδεικνύοντας με εξαιρετικό τρόπο εικόνες παρακμής και εγκατάλειψης, απομεινάρια μιας σχέσης λαβωμένης, που πασχίζει ψηλαφητά να ξανακερδηθεί.