
Ο Κώστας Γαβράς κάνει πολιτικό κινηματογράφο. Πολιτικό με την έννοια, ότι τα ζητήματα, που τον απασχολούν, έχουν να κάνουν με καταστάσεις ζωής, που επιδέχονται λύσεις κεντρικά σχεδιασμένες, όπου δεν χωράνε προσωπικοί αυτοσχεδιασμοί και ατομικές απαντήσεις. Η ματιά του πάντα έχει μια οικουμενικότητα, αποπνέει κοσμοπολιτισμό και ο λόγος του είναι σύγχρονος και ευέλικτος. Όλα, δηλαδή, όσα χρειάζονται, για να καταπιαστεί με το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης, ένα αγκάθι για τις δυτικές κοινωνίες της Ευρώπης. Έχοντας, λοιπόν, όλα αυτά κατά νου, είναι δεδομένη η πολιτικά ορθή τοποθέτηση του και αυτό που μένει είναι να διαπιστώσει ο θεατής, τον τρόπο προσέγγισής του ή για να το πούμε αλλιώς, η επιλογή του παράθυρου πίσω από οποίο, θα επιχειρήσει να κοιτάξει την συνολική εικόνα.
Η ταινία «Παράδεισος στη δύση» ξεκινά με ένα ουσιαστικό εφεύρημα. Η επινόηση, του παραλληλισμού του ήρωα με τον ομηρικό Οδυσσέα, αποδεικνύεται ένα παντοδύναμο εργαλείο «καταγραφής» της ανθρωπιάς των κοινωνιών υποδοχής. Κάτι, σαν ένα συναισθηματικό κοντέρ υψηλής ευαισθησίας. Ο αγνώστου προέλευσης μετανάστης Ηλίας (Riccardo Scamarcio) βουτάει στην θάλασσα από το δουλεμπορικό που τον μεταφέρει, για να μην πέσει στα χέρια των λιμενικών αρχών. Συνέρχεται από την λιποθυμία του σε μια παραλία γυμνιστών σε κάποιο ελληνικό θέρετρο. Πετάει τα σκισμένα ρούχα του και γυμνός κι αυτός, καταφέρνει να περάσει απαρατήρητος από τους λουόμενους και το προσωπικό του ξενοδοχείου, εκμεταλλευόμενος ακριβώς «αυτό», που έχουν όλοι οι άνθρωποι κοινό. Η θάλασσα συνεχίζει να ξεβράζει πτώματα άτυχων ανθρώπων και η διεύθυνση του ξενοδοχείου, για να μην ενοχλήσει την υψηλή της πελατεία με την είσοδο της αστυνομίας, αποφασίζει να οργανώσει, σαν παιχνίδι ανάμεσα στους ενοίκους, κάτι σαν το «βρες και εσύ ένα λαθρομετανάστη-μπορείς!».
Θα μπορούσε κάλλιστα η ταινία να είχε σταματήσει εδώ. Μέσα σε λίγα λεπτά γίνονται ολοφάνερα το εμπόριο της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή, η απελπισία των κυνηγημένων ανθρώπων, η αδυσώπητη ανάγκη που τους ωθεί στην παρανομία από την μια μεριά, για τους μεν και ο εφησυχασμός, η πλαδαρότητα, η κυνικότητα, που κάποια στιγμή λίγο αργότερα γίνονται η τροφή για το τέρας του ρατσισμού, για την απέναντι μεριά και για τους δε. Μια ταινία μικρού μήκους, περιεκτική, από αυτές που τα πλάνα μιλάνε από μόνα τους και ο θεατής ερμηνεύει και βάζει λόγια στις ιδέες του δημιουργού.
Η υπόλοιπη ταινία, ο κύριος δηλαδή όγκος της, είναι οι περιπέτειες του Ηλία στην προσπάθειά του, να φτάσει από την Ελλάδα στο Παρίσι, για να συναντήσει ένα ταχυδακτυλουργό, που υποτίθεται θα τον βοηθήσει να φτιάξει την ζωή του. Ένα road movie για τον ξεριζωμένο Ηλία με γρήγορο ρυθμό, γεμάτο με σκηνοθετικές ευκολίες (π.χ. η Ελληνίδα αγρότισσα που εμφανίζεται με το κομπινεζόν για να διεκδικήσει το σφριγηλό κορμί του) και ένα ανάλαφρο κωμικοτραγικό στυλ, όχι απαραίτητα κακό, αλλά σίγουρα επιδερμικό και ψεύτικο. Σταματά περισσότερο στην στάση μεμονωμένων ανθρώπων, που συναντά ο πρωταγωνιστής στο οδοιπορικό του, αποκαλύπτοντας διαφορετικούς χαρακτήρες ανθρώπων, κάτι που, κατά την γνώμη μου, ήταν τελείως περιττό. Αντίθετα, περνά ξώφαλτσα την σχέση του με τους ενσωματωμένους μετανάστες στο εργοστάσιο, όπου δούλεψε για ένα διάστημα. Μια σχέση με περισσότερο «ψαχνό», για ένα σκηνοθέτη με τις πολιτικές αναφορές του Γαβρά. Κατά τα άλλα ένα διαρκές κυνηγητό, αρκετά κουραστικό για τα πόδια του ηθοποιού και για τα δικά μας νεύρα.
Όλα αυτά, βέβαια, μέχρι το εξαιρετικό φινάλε. Εδώ ο Γαβράς μετατρέπει την σκηνοθετική μπαγκέτα του… σε μαγικό ραβδάκι. Αυτό που βλέπει ο πολίτης της πολιτισμένης Ευρώπης να συμβαίνει γύρω του, μπορεί να μοιάζει με ένα θαύμα, όμως στην πραγματικότητα είναι ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο. Είναι το αποτέλεσμα της οικονομικής εκμετάλλευσης του τρίτου κόσμου, των πολέμων που επιβλήθηκαν στους άτυχους λαούς και της ληστείας των πλουτοπαραγωγικών πηγών τους. Οι λαγοί που βγαίνουν μέσα από το καπέλο, δεν γεννήθηκαν φυσικά κάτω από την φόδρα του, όπως και τα γλομπάκια που φωτίζουν τον πύργο του Άιφελ, για να ανάψουν, βύθισαν στο σκοτάδι κάποιους ανθρώπους, που ξαφνικά τους βλέπουμε δίπλα μας.