Η πανέμορφη κωμωδία του 1953, του Luis Garcia Berlanga, “Biennenido Mister Marshall”, προβλήθηκε στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, την Παρασκευή που μας πέρασε, στα πλαίσια μιας εβδομάδας αφιερωμένης στο Ισπανικό σινεμά. Ο αφηγητής εισάγει τον θεατή στον κόσμο της Ισπανικής επαρχίας, λίγο μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Η μονοτονία του μικρού χωριού Villar del Rio σπάει, όταν οι κάτοικοί του ξεκινούν ένα μαραθώνιο προετοιμασίας, για να υποδεχθούν τους υψηλά ιστάμενους Αμερικάνους, που έρχονται για να βοηθήσουν οικονομικά το έθνος, να ξεπεράσει τα προβλήματα που άφησε πίσω του ο πόλεμος.
Πρόκειται για ένα μαγικό συνδυασμό καταγραφής της πραγματικότητας και πολιτικής σάτιρας με εύστοχες νύξεις κοινωνικού περιεχομένου. Ασπρόμαυρη νεορεαλιστική εικόνα, χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας, λοιδορεί την εξουσία, πολιτική, θρησκευτική, οικονομική, δίχως να μπαίνει στον πειρασμό να εξωραΐσει τις αντιδράσεις των φτωχών χωρικών. Η φτώχεια και η αγραμματοσύνη δημιουργούν παντού και πάντα πρόθυμους χειροκροτητές.
Το χωριό μεταμορφώνεται. Μπροστά από τα ετοιμόρροπα σπίτια του κεντρικού δρόμου τοποθετούνται σκηνικά. Οι άνθρωποι φορούν παραδοσιακές στολές της Ανδαλουσίας και κουνάνε σημαιάκια. Κρύβουν οτιδήποτε αισθάνονται ότι λειτουργεί υποτιμητικά. Προσπαθούν μέσα από την αλλοίωση της φυσιογνωμίας τους, να δημιουργήσουν μια εντύπωση που να ανταποκρίνεται στα στερεότυπα, που οι ευεργέτες έχουν σχηματίζει για τους ευεργετούμενους.
Καθώς η ιστορία εξελίσσεται ο αφηγητής ανοίγει για τον θεατή «παράθυρα» παρατήρησης των γεγονότων. Ένας απολαυστικός δήμαρχος, βαρήκοος, που καταλαβαίνει περισσότερα από όσα αφήνει να φαίνονται, με υποκριτική μανιέρα που θυμίζει Βασίλη Λογοθετίδη, μια καλλονή τραγουδίστρια και ο πληθωρικός ατζέντης της, σε στυλ Βασίλη Αυλωνίτη, που αναλαμβάνει την «σκηνοθεσία» των εκδηλώσεων υποδοχής, ο ιερέας, ο ξεπεσμένος ευγενής, ο γαιοκτήμονας, η δασκάλα με τους μαθητές της, όλοι μαζί, ψηφιδωτά μιας εικόνας που θυμίζει έναν υπό κατεδάφιση καραγκιόζ-μπερντέ.
Οι ατάκες διαδέχονται η μια την άλλη με καταιγιστικό ρυθμό. «Το να ζητάς είναι ανέξοδο» προτρέπουν τους χωρικούς οι προύχοντες του τόπου, καθώς στήνουν ένα πρόχειρο γραφείο καταγραφής των αιτημάτων τους. Καθένας έχει το δικαίωμα να ζητήσει μόνο μια επιθυμία. Μια αγελάδα, ένα ζευγάρι παπούτσια, ανάγκες υπαρκτές, που μέσα από την απλοϊκότητά τους προβάλλουν το ύφος και το ήθος μιας ξεχασμένης επαρχίας.
Οι «επίσημοι» διασχίζουν με τις κουρσάρες τους το χωριό, χωρίς να σταματήσουν. Οι κάτοικοι στην κορυφαία στιγμή της ταινίας μαζεύουν τα κομμάτια τους, προσφέροντας, ότι μπορεί ο καθένας, για την αποκατάσταση των εξόδων. Το ξίφος του απόγονου των Κονκισταδόρες, μαζί με τα ακουστικά βαρηκοΐας, όλα πάνω σε ένα σωρό ονείρων και απογοήτευσης. Ο σκηνοθέτης δεν φαίνεται να τρέφει αυταπάτες. Πουθενά δεν αφήνει να εννοηθεί, ότι ακολουθεί η επιθυμητή συλλογική ωρίμανση.
Πρόκειται για ένα μαγικό συνδυασμό καταγραφής της πραγματικότητας και πολιτικής σάτιρας με εύστοχες νύξεις κοινωνικού περιεχομένου. Ασπρόμαυρη νεορεαλιστική εικόνα, χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας, λοιδορεί την εξουσία, πολιτική, θρησκευτική, οικονομική, δίχως να μπαίνει στον πειρασμό να εξωραΐσει τις αντιδράσεις των φτωχών χωρικών. Η φτώχεια και η αγραμματοσύνη δημιουργούν παντού και πάντα πρόθυμους χειροκροτητές.
Το χωριό μεταμορφώνεται. Μπροστά από τα ετοιμόρροπα σπίτια του κεντρικού δρόμου τοποθετούνται σκηνικά. Οι άνθρωποι φορούν παραδοσιακές στολές της Ανδαλουσίας και κουνάνε σημαιάκια. Κρύβουν οτιδήποτε αισθάνονται ότι λειτουργεί υποτιμητικά. Προσπαθούν μέσα από την αλλοίωση της φυσιογνωμίας τους, να δημιουργήσουν μια εντύπωση που να ανταποκρίνεται στα στερεότυπα, που οι ευεργέτες έχουν σχηματίζει για τους ευεργετούμενους.
Καθώς η ιστορία εξελίσσεται ο αφηγητής ανοίγει για τον θεατή «παράθυρα» παρατήρησης των γεγονότων. Ένας απολαυστικός δήμαρχος, βαρήκοος, που καταλαβαίνει περισσότερα από όσα αφήνει να φαίνονται, με υποκριτική μανιέρα που θυμίζει Βασίλη Λογοθετίδη, μια καλλονή τραγουδίστρια και ο πληθωρικός ατζέντης της, σε στυλ Βασίλη Αυλωνίτη, που αναλαμβάνει την «σκηνοθεσία» των εκδηλώσεων υποδοχής, ο ιερέας, ο ξεπεσμένος ευγενής, ο γαιοκτήμονας, η δασκάλα με τους μαθητές της, όλοι μαζί, ψηφιδωτά μιας εικόνας που θυμίζει έναν υπό κατεδάφιση καραγκιόζ-μπερντέ.
Οι ατάκες διαδέχονται η μια την άλλη με καταιγιστικό ρυθμό. «Το να ζητάς είναι ανέξοδο» προτρέπουν τους χωρικούς οι προύχοντες του τόπου, καθώς στήνουν ένα πρόχειρο γραφείο καταγραφής των αιτημάτων τους. Καθένας έχει το δικαίωμα να ζητήσει μόνο μια επιθυμία. Μια αγελάδα, ένα ζευγάρι παπούτσια, ανάγκες υπαρκτές, που μέσα από την απλοϊκότητά τους προβάλλουν το ύφος και το ήθος μιας ξεχασμένης επαρχίας.
Οι «επίσημοι» διασχίζουν με τις κουρσάρες τους το χωριό, χωρίς να σταματήσουν. Οι κάτοικοι στην κορυφαία στιγμή της ταινίας μαζεύουν τα κομμάτια τους, προσφέροντας, ότι μπορεί ο καθένας, για την αποκατάσταση των εξόδων. Το ξίφος του απόγονου των Κονκισταδόρες, μαζί με τα ακουστικά βαρηκοΐας, όλα πάνω σε ένα σωρό ονείρων και απογοήτευσης. Ο σκηνοθέτης δεν φαίνεται να τρέφει αυταπάτες. Πουθενά δεν αφήνει να εννοηθεί, ότι ακολουθεί η επιθυμητή συλλογική ωρίμανση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου