Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

It's a free world-Ένας ελεύθερος κόσμος


Ένας Ken Loach κατώτερος των περιστάσεων σε αυτήν την ταινία. Δεν τίθεται σε αμφισβήτηση φυσικά η κινηματογραφική του αφήγηση, ούτε η ικανότητα του να καταγράφει την πραγματικότητα. Απλώς σε αυτήν την ταινία είναι ανύπαρκτη η αριστερή του ματιά. Μένει τόσο μετέωρο το κοίταγμα του, όσο αμήχανα βρίσκεται να κοιτάζει η σημερινή Αριστερά την εξέλιξη-μετάλλαξη του καπιταλισμού-καζίνο. Μια οπτική περιθωριακή, ικανή μόνο να μαζεύει τα κομμάτια της.
Στο πρόσωπο της λαϊκής κοπέλας Angie (Kierston Wareing) βλέπουμε την φιλοδοξία των μικρο-μεσαίων στρωμάτων να «πιάσουν την καλή», πατώντας στις πλάτες των πλέον ανήμπορων, των μεταναστών, που κατά χιλιάδες κατακλύζουν τα μητροπολιτικά κέντρα των δυτικών κοινωνιών. Θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης, απολύεται από την δουλειά της σε γραφείο ευρέσεως εργασίας και αποφασίζει με την φίλη της Rose (Juliet Ellis) να ανοίξει δικό της γραφείο. Ξεκινά με δυναμισμό, να στήσει την επιχείρησή της, αλλά γρήγορα ανακαλύπτει, ότι αυτό που γεμίζει τις τσέπες της με χρήμα είναι η εκμετάλλευση των συνανθρώπων της. Όσο μεγαλύτερη, τόσο μεγαλύτερα τα κέρδη. Όσο πιο παράνομος ο μετανάστης-εμπόρευμα, τόσο πιο προσοδοφόρο το αποτέλεσμα. Σταδιακά, μαζί με παντελή έλλειψη ταξικής συνείδησης χάνει και την ανθρωπιά της, πράγματα που συνήθως συμβαδίζουν, για να γίνει το ίδιο και περισσότερο ανελέητη από τα πρώην αφεντικά της. Μια ιδιότυπη «ανταρσία» από την πλευρά των θυμάτων της, θα την επαναφέρει υποτίθεται σε περισσότερο political correct επαγγελματικές πρακτικές. Ταυτόχρονα, οι σχέσεις της με τον μικρό γιο της, τον οποίο μεγαλώνουν οι γονείς της, ανοίγουν ένα νέο παράθυρο μελέτης σε ένα Λονδίνο παράλληλο, εφαπτόμενο, πολλαπλά εξαρτημένο από τα γκέτο της μισθωτής σκλαβιάς ή της άμισθης ληστείας, όπως αποδεικνύεται, που συμβιώνουν μαζί του.
Ένας ιδιότυπος κομφορμισμός, που δεν μένει σε επίπεδο απόκτησης υλικών αγαθών, αλλά κατατρώει συναισθήματα, καταπίνει ακόμα και τα πιο υγιή συστατικά της ανθρώπινης ύπαρξης, την αγάπη για τη ζωή και για τον έρωτα. Όταν όλα καταρρέουν μέσα στην παραζάλη της επίπλαστης μικρο-αστικής ευδαιμονίας έρχεται ο Παύλος Σιδηρόπουλος, πολλά χρόνια πριν για να τα πει καλύτερα από τον Ken Loach αυτή τη φορά:
Βρε έγινες σοβαρό παιδί
Μ' αφεντικού μουσούδα
Βαρύ πεπόνι δηλαδή
Και με χόντρη τη φλούδα

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

A Torinoi Lo-Το άλογο του Τορίνο


Όσα λόγια δεν αντάλλαξαν μεταξύ τους, στα 146 λεπτά της ταινίας του Bela Tarr, “Tο άλογο του Τορίνο”, ο πατέρας και η κόρη, τα διηγήθηκε όλα ο άνεμος. Ορμητικός, παγωμένος, υποβλητικός, πανταχού παρών ακόμα κι όταν η ξύλινη πόρτα του ερειπωμένου πέτρινου σπιτιού κλείνει, καταφέρνει να εισχωρήσει εντός, ακόμα και όταν τον κλείνουν απ’ έξω, η θυμωμένη, η λυσσασμένη ανάσα του προλαβαίνει να ιστορήσει, όσα τα ασπρόμαυρα κάδρα του σκηνοθέτη δεν προλαβαίνουν να πουν. Και στην τεράστια αχανή στέπα, όπου τα μόνα πράγματα που ξεπροβάλλουν είναι το σπίτι και το υποστατικό με τον στάβλο του, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα αέρινο κλειστοφοβικό περιβάλλον, μια ηχητική φυλακή απροσπέλαστη από όλες τις πλευρές.
Ο Bela Tarr έχει τον δικό του ρυθμό και τον δικό του τρόπο να αφηγείται και αυτό κάνει και σε αυτήν την ταινία. Δίνει όσο ακριβώς χρόνο χρειάζονται οι εικόνες, για να μιλήσουν μόνες τους. Με την επανάληψη των σκηνών, με τις διαφορετικές οπτικές γωνίες λήψης, ο λόγος προκύπτει μέσα από τα άψυχα αντικείμενα, το ίδιο σαφής, το ίδιο εύγλωττος, σαν να έβγαινε από τα ανθρώπινα χείλη. Ο τρόπος που φωτίζεται το δωμάτιο κάνει ένα τραπέζι, ένα σκαμνί, ένα πιάτο, ένα ποτήρι, να παίρνουν μια διαφορετική πρωτόγνωρη αξία.
Ένα άλογο χτυπημένο από το αφεντικό του. Ένας πατέρας και μια κόρη χτυπημένοι από την ζωή. Ένας άνθρωπος που έρχεται να δανειστεί ένα ποτό και μιλά για πράγματα που αφορούν τρίτους και έμμεσα και αυτούς τους ίδιους. Μια παρέα τσιγγάνων εμφανίζονται από το πουθενά και φεύγουν διωγμένοι κακήν κακώς. Ένα πηγάδι που ξαφνικά στερεύει το νερό του. Μια αποτυχημένη απόπειρα διαφυγής. Και ανάμεσα σε όλα αυτά η καθημερινότητα ντύνει και γδύνει τις ζωές τους. Δυο ποτήρια ποτό για πρωινό, μια πατάτα για μεσημεριανό. Κάθε μέρα ίδια όλα και απαράλλαχτα. Μπροστά και πίσω από το παράθυρο η ίδια θανατερή ακινησία. Έξη μέρες, όσο κρατάει μια δημιουργία, άλλο τόσο και η απαξίωσή της.
Ο Bela Tarr ερωτεύεται με τον μακρινό ουρανό και τα σύννεφα. Με την ομίχλη και τα μοναχικά δένδρα στο βάθος του ορίζοντα. Παίζει με το τριζοβόλημα του ξύλου όταν καίγεται, με τον ήχο που κάνει η τσίγκινη κούπα πάνω στο τραπέζι και ο σύρτης της πόρτας. Πολλές φορές ο φακός μένει ξεχασμένος σε ένα κάδρο, ενώ οι ηθοποιοί του έχουν ήδη αλλάξει θέση ή στέκεται πάλι ακίνητος και τους περιμένει να εμφανιστούν. Άλλοτε μιλάει με το σκοτάδι, γεμίζει μαύρο την οθόνη, αφήνει μόνο μια αδιόρατη φευγαλέα γρίλια από την ξυλόσομπα.
Εξαιρετική και υποβλητική η μινιμαλιστική μουσική του Mihály Vig.




Η ταινία προβλήθηκε στο Τριανόν στις 8 Ιανουαρίου 2012 στην θέση της ομιλίας «Πολιτική και σινεμά», που αναβλήθηκε λόγω αδυναμίας του σκηνοθέτη να παρευρεθεί.. Στις 7 Ιανουαρίου είχε προβληθεί η 7ωρης διάρκειας αριστουργηματική επική πολιτική-υπαρξιακή ταινία του Bela Tarr “Satantango”.

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Poulet aux Prunes-Κοτόπουλο με δαμάσκηνα


Ένα πολυεπίπεδο, αλληγορικό παραμύθι είναι αυτή τη ταινία της Marjane Satrapi και του Vincent Paronnaut. Σε δυο μόλις εικόνες συμπυκνώνεται ολόκληρη η αγωνία και ο πόνος της συγγραφέως για την πολύπαθη πατρίδα της. Όταν η νεαρή ηρωίδα, η (το ) Ιράν (Golshifteh Farahani), παντρεύεται παρά την θέλησή της τον στρατηγό, εκφραστή της αμερικανοκίνητης κοσμικής εξουσίας και όταν ίδια πάλι Ιράν ηλικιωμένη πλέον ντυμένη στα καταθλιπτικά ρούχα, που επιβάλλουν οι εκφραστές της ισλαμικής τρομοκρατίας -«δημοκρατίας» (με όσο πιο πολλά εισαγωγικά γίνεται), αρνείται τον νεανικό της έρωτα σε ένα έρημο παγερό σοκάκι, κρύβεται πίσω από μια γωνία και ξεσπά σε αναφιλητά.
Από κει και πέρα ο μουσικός Naser Ali Khan (Mathiu Amalric) χρειάζεται ακριβώς επτά ημέρες για λύσει τις διαφορές του με τα εγκόσμια και να μπορέσει να αφεθεί στα γαμψά νύχια του Azrael (Eduard Baer). Όχι πως δεν τον φοβάται. Υπάρχει όμως χειρότερος θάνατος από την ίδια την ζωή, όταν στο δικό σου παραμύθι δεν μπορούν να χωρέσουν οι γύρω σου; Ο αδελφός του ο Abdi (Eric Caravaca) μέλος του κομμουνιστικού κόμματος το καλό παιδί πρώτος στα μαθήματα πρώτος στον αγώνα, η γυναίκα του Faranguisse (Maria de Medeiros) με την κατακτητική της αγάπη σπάζει το μοναδικό βιολί που μπορεί να τραγουδήσει την ζωή, η κόρη του Lili (Enna Balland) μια παιδούλα που ρουφάει με τα μάτια της τον κόσμο θα αυτομολήσει στη Δύση μια κυνική εμιγκρέ μια γυναίκα αράχνη (Chiara Mastroyani), ο γιος του Cyrus (Mathis Bour) ένας ρηχός μπουλούκος, ένας μελλοντικός ανεγκέφαλος yanki (Cristian Friedel) αφομοιωμένος στην αμερικάνικη υποκουλτούρα της ΤV, του καναπέ και των humburgers. Η μάνα του, που σαν όλες τις μάνες θέλει το καλό του γιου της, μια μάγισσα που δένει με ξόρκια τη ζωή του με νήματα διάφανα, σαν τον καπνό του τσιγάρου.
Η καλή η συνταγή θέλει και τα άριστα υλικά για να μαγειρευτεί. Σε αυτό καζάνι εκτός από την φαντασία, την νοσταλγία και τον πόνο οι σκηνοθέτες έβαλαν πολύ αγάπη, μουσική, παραμύθι, κινούμενο σχέδιο από αυτό που φτιάχνει κάδρα- ζωγραφικούς πίνακες, μια πρέζα κουκλοθέατρο, όσο πιάνουν τα τρία δάχτυλα του χεριού βωβό κινηματογράφο και έλιωσαν τον χρόνο στο γουδοχέρι έτσι που να σκορπίσει παντού και επειδή η κριτική συνήθως κάθεται βαριά στο στομάχι, πασπάλισαν με άφθονο γλυκόπικρο χιούμορ.