Όπως στα κόμικς των παιδικών μας χρόνων. Χρώμα στην μπροστινή σελίδα, ασπρόμαυρο στην από πίσω. Σελίδες που γυρίζουν με ταχύτητα, μπλέκονται μεταξύ τους, έτσι που στο τέλος αυτό που μένει, να είναι κάτι ανάμικτο, όπως ακριβώς και η ίδια η ζωή. Εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία, το “Mary and Max” του Αυστραλού σκηνοθέτη Adam Elliot, είναι μια ταινία κινουμένων σχεδίων για ενήλικους και παιδιά. Φτιαγμένη στο χέρι- μια δουλειά που χρειάστηκε πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί- από ένα υλικό, κάτι σαν πλαστελίνη ή πηλό, μεταδίδει στον θεατή μέσω αυτής της ζεστής πλαστικότητας, που εκπέμπει, μια αίσθηση χαμένης ανθρωπιάς, κάτι, σαν ένα αντίδοτο στην αυτοκρατορία της σάρκας και του αίματος.
Ο Adam Elliot «χτίζει» με κάθε λεπτομέρεια δυο κόσμους, έναν στην Αυστραλία και έναν στην Αμερική. Μέσα στα γεμάτα κάδρα του, ακουμπάει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα συνθέσουν και θα εκθέσουν τις προσωπικότητες των πρωταγωνιστών. Όλα εκείνα τα μικροαντικείμενα, που σαν λιλιπούτειοι υπερηχογράφοι, θα αποκαλύψουν δυο εσωτερικούς κόσμους, τόσο υπερβολικά ευαίσθητους, που είναι έτοιμοι να εκραγούν.
Η μικρή Mary από την Μελβούρνη αποκτά έναν φίλο δια αλληλογραφίας, τον μοναχικό, υπέρβαρο και ψυχικά άρρωστο, Max, έναν άθεο Εβραίο από την Νέα Υόρκη. Διατηρούν αυτήν την επαφή για πάρα πολλά χρόνια. Μέσα από τα γράμματά τους, αλλά και από τα λόγια του αφηγητή, βγαίνουν στην επιφάνεια δυο μοναχικές ψυχές και το περιβάλλον, που της δημιούργησε. Με τρόπο απλό, με χιούμορ γλυκόπικρο, με συνεχείς νύξεις για κοινωνικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις, η ταινία μιλά ταυτόχρονα για την μοναξιά, το αίσθημα εγκλωβισμού, που βιώνει ο κάτοικος της μεγαλούπολης, ανάμεσα σε τσιμεντένιους ουρανοξύστες, στην περίπτωση του Max και για την απομόνωση, σαν αποτέλεσμα άγνοιας, αμορφωσιάς και λανθασμένων επιλογών, εκ μέρους των γονιών της, στην περίπτωση της Mary. Η Mary πιστεύει όσα βλέπει γύρω της και όσα της λένε για την ζωή. Ο Max έχει μάθει να μην πιστεύει. Τα γράμματα του παιδιού, μαζί με τις ζωγραφιές και τα σοκολατένια γλυκά, οι, μέσα στην αφέλεια τους, αθώα διατυπωμένες απορίες του, προκαλούν τον πανικό του. Κάνουν να αναβλύσουν από μέσα του τα δικά του παιδικά χρόνια, βαθιά κρυμμένα κάτω από τα ηλεκτροσόκ και τα ψυχοφάρμακα. Για την Mary τα γράμματα του φίλου της είναι ένα παράθυρο σε ένα κόσμο άγνωστο διαφορετικό που μοιάζει με παραμύθι. Και κυλούν έτσι είκοσι περίπου χρόνια.
Μια κοινωνιολογική μελέτη για τους ανθρώπους που αισθάνονται διαφορετικοί από τους άλλους, αλλά που δεν παραδίδονται. Γι’ αυτούς, που προτιμούν να βλέπουν τους άλλους πίσω από τον τοίχο που έχτισαν, για να τους κλείσουν μέσα, με έναν δικό τους προσωπικό τρόπο, καθόλου ένδοξο, αντίθετα μοιραία αυτοκαταστροφικό. Τα παστέλ χρώματα, που γεμίζουν τον κόσμο της Mary, μετουσιώνουν το πρόστυχο κόκκινο από το κραγιόν της μητέρας της, στο ζωντανό κόκκινο της φούντας, που στέλνει στον Max. Και εκείνη μαθαίνει σε αντάλλαγμα, πως τα παιδιά δεν έρχονται στον κόσμο μέσα από τον πάτο των ποτηριών της μπύρας, ούτε μέσα από τα κουτάκια της Cola.
Ο Adam Elliot «χτίζει» με κάθε λεπτομέρεια δυο κόσμους, έναν στην Αυστραλία και έναν στην Αμερική. Μέσα στα γεμάτα κάδρα του, ακουμπάει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα συνθέσουν και θα εκθέσουν τις προσωπικότητες των πρωταγωνιστών. Όλα εκείνα τα μικροαντικείμενα, που σαν λιλιπούτειοι υπερηχογράφοι, θα αποκαλύψουν δυο εσωτερικούς κόσμους, τόσο υπερβολικά ευαίσθητους, που είναι έτοιμοι να εκραγούν.
Η μικρή Mary από την Μελβούρνη αποκτά έναν φίλο δια αλληλογραφίας, τον μοναχικό, υπέρβαρο και ψυχικά άρρωστο, Max, έναν άθεο Εβραίο από την Νέα Υόρκη. Διατηρούν αυτήν την επαφή για πάρα πολλά χρόνια. Μέσα από τα γράμματά τους, αλλά και από τα λόγια του αφηγητή, βγαίνουν στην επιφάνεια δυο μοναχικές ψυχές και το περιβάλλον, που της δημιούργησε. Με τρόπο απλό, με χιούμορ γλυκόπικρο, με συνεχείς νύξεις για κοινωνικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις, η ταινία μιλά ταυτόχρονα για την μοναξιά, το αίσθημα εγκλωβισμού, που βιώνει ο κάτοικος της μεγαλούπολης, ανάμεσα σε τσιμεντένιους ουρανοξύστες, στην περίπτωση του Max και για την απομόνωση, σαν αποτέλεσμα άγνοιας, αμορφωσιάς και λανθασμένων επιλογών, εκ μέρους των γονιών της, στην περίπτωση της Mary. Η Mary πιστεύει όσα βλέπει γύρω της και όσα της λένε για την ζωή. Ο Max έχει μάθει να μην πιστεύει. Τα γράμματα του παιδιού, μαζί με τις ζωγραφιές και τα σοκολατένια γλυκά, οι, μέσα στην αφέλεια τους, αθώα διατυπωμένες απορίες του, προκαλούν τον πανικό του. Κάνουν να αναβλύσουν από μέσα του τα δικά του παιδικά χρόνια, βαθιά κρυμμένα κάτω από τα ηλεκτροσόκ και τα ψυχοφάρμακα. Για την Mary τα γράμματα του φίλου της είναι ένα παράθυρο σε ένα κόσμο άγνωστο διαφορετικό που μοιάζει με παραμύθι. Και κυλούν έτσι είκοσι περίπου χρόνια.
Μια κοινωνιολογική μελέτη για τους ανθρώπους που αισθάνονται διαφορετικοί από τους άλλους, αλλά που δεν παραδίδονται. Γι’ αυτούς, που προτιμούν να βλέπουν τους άλλους πίσω από τον τοίχο που έχτισαν, για να τους κλείσουν μέσα, με έναν δικό τους προσωπικό τρόπο, καθόλου ένδοξο, αντίθετα μοιραία αυτοκαταστροφικό. Τα παστέλ χρώματα, που γεμίζουν τον κόσμο της Mary, μετουσιώνουν το πρόστυχο κόκκινο από το κραγιόν της μητέρας της, στο ζωντανό κόκκινο της φούντας, που στέλνει στον Max. Και εκείνη μαθαίνει σε αντάλλαγμα, πως τα παιδιά δεν έρχονται στον κόσμο μέσα από τον πάτο των ποτηριών της μπύρας, ούτε μέσα από τα κουτάκια της Cola.
2 σχόλια:
Ωραίο κείμενο φίλε μου,
για μια γλυκειά ταινία.
Ο πηλός εξανθρωπίζει τη θέαση,
και επιζητά ένα βλέμμα ενδελεχούς ανθρωπολογικής μελέτης. Πάνω στα αισθήματα του περιθωριοποιημένου, αλλά και τη γοητεία του περιθωρίου, όπς και τους μηχανισμούς του!
Καληνύχτα!
Ευχαριστώ πολύ kioy. Αυτή ακριβώς είναι η οπτική γωνία κάτω από την οποία είδα την ταινία. Τα είπες όλα μέσα σε λίγες γραμμές.
Αγαπητοί αναγνώστες για μια περισσότερο ολοκληρωμένη παρουσίαση της ταινίας κάντε κλικ εδώ
Δημοσίευση σχολίου