Η ασπρόμαυρη ταινία του Aki Kaurismaki, “La vie de boheme”, βασισμένη επάνω στην νουβέλα του Henry Murger, απέχει κατά πολύ, από το να θεωρηθεί ένας ύμνος στην μποέμικη ζωή. Ακολουθώντας, πιστά, ένα αφηγηματικό μοτίβο, ανοίγει και κλείνει τα πλάνα της, δίνοντας σημασία τόσο στην αυθύπαρκτη υπόσταση της κάθε επιμέρους σκηνής, όσο και στην ρυθμική συνάρτηση, της μιας με την άλλη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τόσο έντονης «μουσικής» σκηνοθεσίας είναι το τελετουργικό χτύπημα στο πλήκτρο της παλιάς γραφομηχανής, που θα σβήσει τα φώτα, για να τελειώσει ένα από τα κεφάλαια. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία κεντράρει επάνω στα πρόσωπα των ηθοποιών, με το φως να τα χωρίζει στην μέση. Τονίζει τα παρακμιακά δωμάτια και τα έπιπλα, σταματάει επάνω στα ξεφλουδισμένα κουφώματα στις πόρτες και βγάζει από τα ρούχα προς τα έξω, την παλαιότητα και την ψυχική υπόσταση αυτών, που τα φορούν.
Τρεις απένταροι φίλοι ο συγγραφέας Marcel (Andre Wilms), ο Αλβανός ζωγράφος Rodolfo (Matti Pelopaa) και ο πρωτοποριακός μουσικός Schaunard (Kari Vaananen) προσπαθούν να επιβιώσουν στο Latin του Παρισιού. Δεν έχουν πρόβλημα να κάνουν εκπτώσεις στις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες προκειμένου να εξοικονομήσουν χρήματα για το φαγητό, για το νοίκι και για τις μικρές τους πολυτέλειες. Μια ζωή οριακή, με άγχος, καθόλου ωραιοποιημένη, αλλά χωρίς βαρίδια και με αξίες τοποθετημένες σε κουτάκια διαφορετικά, από αυτά της συμβατικής ζωής. Οι διάλογοι είναι καθημερινοί, έχουν σχέση με βιοτικές ανάγκες, όμως η ιστορία εξελίσσεται από τους δεύτερους και τους τρίτους ρόλους. Το τι συμβαίνει, το βλέπουμε από τον σπιτονοικοκύρη, την ώρα που κάνει έξωση, από τον σερβιτόρο στο εστιατόριο, από τους αστυνομικούς, που απελαύνουν τον Rodolfo, από τους γιατρούς στο σπίτι και στο νοσοκομείο, από τον εργοδότη και εκδότη του Marcel. Ο Rodolfo ερωτεύεται την Mimi (Evelyne Didi), χωρίζουν με την απέλαση του, σμίγουν ξανά, όταν αυτή παρατάει τον καινούργιο φίλο της για να είναι πάλι μαζί, ξαναχωρίζουν και όταν άρρωστη πια καταλήγει στο σπίτι του, αυτός και οι φίλοι του ξεπουλάνε ότι έχουν και δεν έχουν, για να καλύψουν τα τελευταία έξοδά της. Δεν υπάρχει μελοδραματισμός. Τα αισθήματα υπάρχουν, απλώς οι άνθρωποι φεύγουν και έρχονται, αφήνοντας το στίγμα τους ο ένας πάνω στον άλλον. Μπορεί κάποιος να είναι φτωχός να μην έχει δεύτερο σεντόνι όμως ξέρει τι πρέπει να κάνει μπροστά στην απελπισία. Η ανέχεια τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από την τέχνη.
Η ταινία σε όλη τη διάρκειά της κρατάει τους τόνους χαμηλούς. Δεν ακούγονται μεγάλα λόγια ούτε εξομολογήσεις. Κυριαρχεί η κατανόηση. Ο πόνος είναι βουβός. Δεν βγάζει δάκρια. Αραιά και που μόνο κάποια χαμόγελα. Τα χρήματα που πιάνουν στα χέρια τους οι απόκληροι τους καίνε το μυαλό.
Τρεις απένταροι φίλοι ο συγγραφέας Marcel (Andre Wilms), ο Αλβανός ζωγράφος Rodolfo (Matti Pelopaa) και ο πρωτοποριακός μουσικός Schaunard (Kari Vaananen) προσπαθούν να επιβιώσουν στο Latin του Παρισιού. Δεν έχουν πρόβλημα να κάνουν εκπτώσεις στις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες προκειμένου να εξοικονομήσουν χρήματα για το φαγητό, για το νοίκι και για τις μικρές τους πολυτέλειες. Μια ζωή οριακή, με άγχος, καθόλου ωραιοποιημένη, αλλά χωρίς βαρίδια και με αξίες τοποθετημένες σε κουτάκια διαφορετικά, από αυτά της συμβατικής ζωής. Οι διάλογοι είναι καθημερινοί, έχουν σχέση με βιοτικές ανάγκες, όμως η ιστορία εξελίσσεται από τους δεύτερους και τους τρίτους ρόλους. Το τι συμβαίνει, το βλέπουμε από τον σπιτονοικοκύρη, την ώρα που κάνει έξωση, από τον σερβιτόρο στο εστιατόριο, από τους αστυνομικούς, που απελαύνουν τον Rodolfo, από τους γιατρούς στο σπίτι και στο νοσοκομείο, από τον εργοδότη και εκδότη του Marcel. Ο Rodolfo ερωτεύεται την Mimi (Evelyne Didi), χωρίζουν με την απέλαση του, σμίγουν ξανά, όταν αυτή παρατάει τον καινούργιο φίλο της για να είναι πάλι μαζί, ξαναχωρίζουν και όταν άρρωστη πια καταλήγει στο σπίτι του, αυτός και οι φίλοι του ξεπουλάνε ότι έχουν και δεν έχουν, για να καλύψουν τα τελευταία έξοδά της. Δεν υπάρχει μελοδραματισμός. Τα αισθήματα υπάρχουν, απλώς οι άνθρωποι φεύγουν και έρχονται, αφήνοντας το στίγμα τους ο ένας πάνω στον άλλον. Μπορεί κάποιος να είναι φτωχός να μην έχει δεύτερο σεντόνι όμως ξέρει τι πρέπει να κάνει μπροστά στην απελπισία. Η ανέχεια τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από την τέχνη.
Η ταινία σε όλη τη διάρκειά της κρατάει τους τόνους χαμηλούς. Δεν ακούγονται μεγάλα λόγια ούτε εξομολογήσεις. Κυριαρχεί η κατανόηση. Ο πόνος είναι βουβός. Δεν βγάζει δάκρια. Αραιά και που μόνο κάποια χαμόγελα. Τα χρήματα που πιάνουν στα χέρια τους οι απόκληροι τους καίνε το μυαλό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου