Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Avatar


Οι γήινοι έχουν μετατρέψει τον πλανήτη Πανδώρα σε ένα πειραματικό εργαστήριο. Έχουν εγκαταστήσει επάνω του μια επιστημονική και στρατιωτική αποικία και μελετούν την ανόργανη και την οργανική του ύλη. Παράλληλα, θέλουν να εξορύξουν το πολύτιμο μέταλλο, που βρίσκεται άφθονο επάνω του, αλλά για να γίνει αυτό, θα πρέπει να διώξουν τους κατοίκους από την περιοχή και να αντιμετωπίσουν ένα πολιτισμό πρωτόγονο τεχνολογικά, αλλά δεμένο με το περιβάλλον, με μια σχέση αδιατάρακτης οικολογικής ισορροπίας.
Το πώς θα γίνει αυτό, αποτελεί το θέμα της επικής ταινίας του James Cameron. Μιας ταινίας, που καταφέρνει για παραπάνω από δυόμιση ώρες να σε κρατήσει καθηλωμένο στο κάθισμα, με τα 3D γυαλιά να σε μεταφέρουν ακριβώς εκεί που εξελίσσεται η δράση, έτσι που αν απλώσεις το χέρι σου, αισθάνεσαι ότι μπορείς σχεδόν να αγγίξεις τους αιωρούμενους σπόρους, από το δένδρο της ζωής, αυτόν τον οργανισμό, που με τα τρισεκατομμύρια συνάψεις και νευρικές απολήξεις, είναι υπεύθυνος για την ροή της ενέργειας, ανάμεσα στον πλανήτη και στα όντα του.
Αν κάποιος αρχίσει να μιλά για την διαφορά θεώρησης της πραγματικότητας από τους δυο πολιτισμούς, τον γήινο και τον εξωγήινο, θα χάσει τελείως το νόημα της ταινίας. Αν αποφασίσει να μιλήσει για τον τρόπο οργάνωσης των κοινωνιών, από την μια μεριά ενός πατριαρχικού, επιθετικού, εξαπλωτικού, αποξενωμένου από την φύση συστήματος και από την άλλη ενός συστήματος βασισμένου στην ατομική ελευθερία, που κάθε του μέλος λειτουργεί, σαν ένας κρίκος στην αλυσίδα, που συνδέει ολόκληρο το οικοσύστημα, πάλι θα αδικήσει τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο για τις προθέσεις του και τις επιδιώξεις του. Ακόμα και αν ξεφύγουμε τελείως από το επίπεδο το συλλογικό και ακουμπήσουμε το προσωπικό, τις σχέσεις ανάμεσα στα άτομα των διαφορετικών φυλών, ο τρόπος που αυτά προσεγγίζουν, ερωτεύονται και πεθαίνουν, ακόμα και τότε, αν θελήσουμε να κάνουμε συνειρμούς με την δική μας πραγματικότητα, με αναφορές σε φυλετική υπεροχή ή σε αποδοχή ανάμεσα μας του ξένου, του διαφορετικού, ακόμα και τότε, θα έχουμε μετατρέψει το χαλί, σε ολόκληρη την οικοσκευή.
Ο James Cameron παντρεύει την επιστημονική φαντασία με το παραμύθι. Ένας γάμος ανάμεσα στο χειροπιαστό και σε αυτό, που σίγουρα υπάρχει, αλλά πρέπει να ψάξεις, για να το βρεις βαθιά μέσα σου. Και τα γεννήματα αυτής της ένωσης, παιδιά άξιων γονιών, η περιπέτεια, η ποίηση και η μαγεία. Έτσι όπως βυθιζόμαστε, μαζί με το avatar του ανάπηρου πεζοναύτη Jake Sully (Sam Worthington), μέσα στην αφιλόξενη ζούγκλα του πλανήτη, γινόμαστε μάρτυρες πρωτόγνωρων εικόνων, χρωμάτων και ήχων. Από το σιδερένιο, το αλεξίσφαιρο, το γραφειοκρατικό της γήινης αποστολής, στο ρευστό, αυθεντικό, σοκαριστικά άγριο, ευγενικό μέσα στην πολυπλοκότητά του, περιβάλλον της Πανδώρας. Η μάχη που θα ξεσπάσει, η μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, συστατικό των ταινιών αυτού του είδους, έρχεται να διώξει την ενοχή, ακόμα και του πιο αυστηρού σινεφίλ, κατά την γνώμη μου. Δεν τίθεται εδώ θέμα παραδοχής. Ξέρω, τι ακριβώς έχω έρθει να δω και θα το διασκεδάσω. Καμιά έκπτωση αξιών, για χάρη του εύκολου, του προβλέψιμου, του αφελούς. Μια ολοκληρωτική παράδοση στην υπόθεση.
Τίποτα δεν θα ήταν κατορθωτό, χωρίς την σύγχρονη τεχνολογία. Μόνο με τα ειδικά εφφέ, με τα οποία είναι εξοπλισμένος ο κινηματογράφος του 21ου αιώνα, ήταν δυνατή η δημιουργία αυτής της πανδαισίας. Ενός κόσμου τόσο διαφορετικού και ταυτόχρονα τόσο ίδιου με αυτόν που βιώνουμε.

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

Whatever Works-Κι αν σου κάτσει;


Ας ξεκινήσουμε όπως ακριβώς και ο Woody Allen. Κινηματογράφος και αληθινή ζωή είναι ένα και το αυτό. Δεν με βλέπετε μόνο εσείς, σας βλέπω και εγώ, μοιάζει να μας ψιθυρίζει, άρα ευκαιρία για αυτοσαρκασμό. Το ξέρουμε εμείς οι θεατές, το ξέρει και ο πρωταγωνιστής, το λέει και στους άλλους ηθοποιούς, αλλά δεν τον πιστεύει κανένας. Τους βάζει στο τραπεζάκι-έξω του καφενείου, για τις συνηθισμένες του αμπελοφιλοσοφίες-από πού ερχόμαστε και προς τα που πηγαίνουμε-και ξαφνικά ρίχνει στα πόδια του, μπροστά στα σκαλιά του περιποιημένου φτωχικού του, ένα ζουμπουρλούδικο μωρό ετών 21, έκθετο, απελπισμένο, στα όρια της απόγνωσης.
Ο Boris Yelllnikoff (Larry David) λίγο παραπάνω από μεσήλικας, με δυο απόπειρες αυτοκτονίας στο ενεργητικό του, κουτσός, φαλακρός, μισάνθρωπος, αλλά και διάνοια στην φυσική, παρ’ ολίγον νομπελίστας, δεν θέλει πολύ… αλλά στο τέλος πείθεται να παντρευτεί την μικρή ανόητη, αλλά με τις υπόλοιπες χάρες στον υπερθετικό βαθμό, Melodie St Ann Celestine (Evan Rachel Wood). Γύρω από το κεντρικό αυτό πρωταγωνιστικό δίδυμο μπαινοβγαίνουν-παρελαύνουν στην σκηνή, όπως οι φιγούρες του Καραγκιόζη, αφήνουν το στίγμα τους και καταθέτουν τα εσώψυχά τους, ένα σωρό χαρακτήρες, οι φίλοι του Boris, η μητέρα και ο πατέρας της Melodie, σύγχρονοι Νεουορκέζοι, άνθρωποι της σόου-μπιζ, της τέχνης και του πνεύματος.
Το καλύτερο σκηνικό να μας πει ο σκηνοθέτης όλα όσα έχει μέσα στο μυαλό του. Μέσα από ζουμερούς διαλόγους ακτινογραφούνται «οι Αμερικές» του 21ου αιώνα. Προσεκτικά, με έναν απλό νυχοκόπτη, για να μην ανοίξει βαθιές πληγές, περιγράφει την συντηρητική Αμερική της Sara Palin, που είναι κατά των αμβλώσεων, υπέρ της οπλοφορίας, εθνικιστική και μισαλλόδοξη, γεμάτη υποκρισία και πουριτανισμό. Από την άλλη η κοσμοπολίτικη Νέα Υόρκη απομυθοποιείται και αυτή μέσα από τις υπερβολές της και τις νευρώσεις της. Πράγματα λίγο πολύ γνωστά, που βρίσκουν όμως την έκφρασή τους, μέσα στο το ίδιο το άτομο. Γιατί η ανάλυση του Woody Allen, μπορεί να αφορά την κοινωνία, αναδεικνύει όμως τις στρεβλώσεις της μέσα στον ανθρώπινο ψυχισμό. Και βέβαια το σχετικό πασάλειμμα περί τύχης, περί στιγμών, που καθορίζουν την ζωή του ανθρώπου και πόσο ευάλωτος είναι στην μοίρα του, είτε για το καλό, είτε για το κακό. Και μια διαρκής ολοφάνερη επιθυμία να τα κλείσει όλα μέσα σε κουτάκια, να τα τακτοποιήσει, να μην αφήσει κανένα παραπονεμένο. Αφού την σκέφτηκα την μικρή κακία μου, θα την πω. Έχει γεράσει ο άνθρωπος και θέλει να τα βλέπει όλα στρογγυλά.
Η ταινία βλέπεται ευχάριστα. Όταν κατά το τελευταίο μισάωρο αρχίζει κάπως, να κουράζει με τις επαναλήψεις της, καταφέρνει με μαγικό τρόπο να ανανεώσει το ενδιαφέρον, βάζοντας καινούργια «υλικά» στην συνταγή της.
Πάντως έχει καταντήσει πια πρόβλημα, η εμμονή του σκηνοθέτη να δημιουργεί ομοιώματά του στην υποκριτική τέχνη των ηθοποιών του. Εδώ, δεν μιλάμε απλά για καθοδήγηση. Μιλάμε για κανονικό καπέλωμα. Ειδικά όμως σε αυτήν εδώ την ταινία τους εγκαταλείπει οριστικά στην τύχη τους. Δε κλείνει απλώς το μάτι του. Καταφέρνει να βρίσκεται εξ’ ολοκλήρου ο ίδιος πίσω από το πανί. Τα λόγια που μιλάνε, οι εκφράσεις στο πρόσωπο τους, οι κινήσεις τους είναι ακριβώς οι δικές του. Ο φουκαράς ο Larry David, δεν φθάνει που τον φόρτωσε, για τις ανάγκες της ταινίας βέβαια, με όλα τα κακά της μοίρας του, τον υποχρέωσε κιόλας, όταν ο ρόλος του απαιτεί να ακούει τον συνομιλητή του, να μετράει από μέσα του, για να μην χάσει την επόμενη ατάκα του και να κάθεται, σαν το ξυλάγγουρο. Ευτυχώς η Evan Rachel Wood δεν έχει πρόβλημα. Όπως και να καθήσει ευχαριστημένοι είμαστε…

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

The Wrestler-Ο παλαιστής


Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει πολλές ταινίες που αποδομούν το Αμερικάνικο όνειρο. Περιγράφουν την ζωή πίσω από τις βιτρίνες, ρίχνουν κριτικές ματιές και βάζουν τον φακό να τρυπώσει μέσα στα τροχόσπιτα και στις άδειες από δολάρια τσέπες των πολιτών της υπερδύναμης. Παρά την βόλτα στα συνηθισμένα ντεκόρ και με την έκθεση Αμερικάνικων σημαιών σε δεύτερα και τρίτα πλάνα, όπου ακριβώς δεν θα περίμενε ο θεατής να τις δει, η ταινία του Darren Aronofski, “The Wrestler”, δεν είναι μια από αυτές. Διαρκώς παρούσες, αλλά ταυτόχρονα και φευγαλέες αναφορές στις συνθήκες, που παράγουν τις σύγχρονες κρεατομηχανές σωμάτων και ψυχών.

Ακόμα και στα γεράματα ο βετεράνος παλαιστής του κατς, Randy Robinson (Mickey Rourke), βρίσκεται πάνω στα ριγκ. Με αναβολικά, σολάριουμ και βαφές μαλλιών στην πλούσια ξανθιά του χαίτη, προσπαθεί να διατηρήσει τον μύθο που δημιούργησε στην δεκαετία του 80. Ότι έχει απομείνει σε αυτόν, η αναγνωρισιμότητα του ανάμεσα στους φίλους του βάρβαρου αυτού σπορ, τα κουκλάκια με το ομοίωμά του και ο χαρακτήρας του στα σενάρια των παιγνιδομηχανών, να παλεύει με τον βασικό του αντίπαλο, τον Αγιατολάχ. Ο Κριός, όπως είναι το παρατσούκλι του Randy, καταρέει. Μετά την εγχείρηση στην καρδιά του δεν έχει πουθενά να πιαστεί. Είναι ανίκανος να φτιάξει σχέσεις ουσίας με τους ανθρώπους γύρω του. Χωμένος ολόκληρη την ζωή του στον χώρο της ελεύθερης πάλης, με τα στοιχεία της show business να κυριαρχούν, έχει χάσει την ικανότητα προσέγγισης με τους άλλους. Κάπου έχει μια κόρη, την Stephanie (Evan Rachel Wood), που έχει να την δει, δεν ξέρω πόσα, χρόνια. Την πλησιάζει, τρώει χιλόπιτα. Κάπου υπάρχει ένα φλερτ με μια κοπέλα, την Cassidy (Marisa Tomei), που κάνει στριπτήζ σε ένα μπαρ. Αυτή... το κάνει για το παιδί της. Του δείχνει λίγο ενδιαφέρον και χάνεται κι αυτό. Ο Randy τυλίγει σαλάμια και τυριά στο σούπερ-μάρκετ. Μετακινεί το τεράστιο σώμα του, πίσω από τα ψυγεία και νοιώθει απελπιστικά μόνος του. Θα τελειώσει την ζωή του, εκεί που την έζησε όλα του τα χρόνια. Σε μια μάχη χωρίς επιστροφή με τον βασικό του αντίπαλο. Τον εαυτό του.

Το σενάριο αφελές και προβλέψιμο. Η σκηνοθεσία το υπηρετεί σχολαστικά, χωρίς λάθη, αλλά με τρόπο ευθύγραμμο, χωρίς διακυμάνσεις. Οι σκηνές βίας πάνω στο ριγκ, η εκκωφαντική, μπιτάτη μουσική, που ξεσηκώνει τους εθισμένους στο αίμα, αρρωστημένους θεατές, είναι τα βασικά εργαλεία, για την σκιαγράφηση του ήρωα.

Το δάκρυ του Mickey Rourke, όταν συνειδητοποιεί την μοναξιά του, διασώζει όλη την υποκριτική τεχνική του. Ο άνθρωπος, που σε όλη του την ζωή ταυτίστηκε με την εικόνα του, κάνει την ύστατη προσπάθεια, να αλλάξει ρότα. Επί 109 λεπτά γινόμαστε μάρτυρες ενός πόλεμου, που διεξάγεται στα παρασκήνια. Είναι ειλικρινής ο Randy με τους συνανθρώπους του; Είναι ειλικρινής απέναντι στον εαυτό του; Το σώμα του, ο τρόπος της ζωής του, έρχονται, σαν εμπόδιο, να του στερήσουν την τελευταία του ευκαιρία.
Ολόκληρη η ζωή του "Κριού" μια, χωρίς όρια, ανατρεπτικότητα. Τι πιο όμορφο για τους τίτλους του τέλους από την ροκ μπαλάντα του Bruce Spingsteen

Η ταινία παρακολουθείται με ενδιαφέρον και ευχάριστα, αλλά μέχρι εκεί.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

The Fountain-Η πηγή της ζωής


Γεμάτη συμβολισμούς, που στηρίζονται σε αρχαίες θρησκευτικές δοξασίες, είναι η ταινία του Darren Aponofski, “The fountain”. Μια ταινία που ενσωματώνει μέσα στην ίδια την δομή της, τις ίδιες φιλοσοφικές θεωρήσεις, που επεξεργάζεται. Ο χρόνος δεν είναι μια ευθεία γραμμή πάνω στην οποία το άτομο βρίσκεται κάποια στιγμή. Δεν είναι η σκάλα ενός κτηρίου, που μπορεί κανείς να ανέβει από τον χαμηλότερο προς τον ψηλότερο όροφο. Είναι το κτήριο, όπως το βλέπει απ’ έξω ο παρατηρητής, κοιτάζοντας ταυτόχρονα όλα τα πατώματα. Ο Άνθρωπος, με Α κεφαλαίο, ξεφεύγει από το φθαρτό του σώμα, πηδάει έξω από τον χρόνο και βρίσκεται ταυτόχρονα στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον.
Μην έχουμε καμιά παρεξήγηση. Δεν πρόκειται για ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ότι συμβαίνει, έχει να κάνει με την ανθρώπινη ψυχή και την λαχτάρα της να ενωθεί με την παγκόσμια συμπαντική ουσία. Η σκηνοθετική άποψη, η τεχνική ας πούμε, είναι το μέσον για να πει ο δημιουργός τα ανείπωτα. Το καταφέρνει; Μια ερώτηση, που δεν είναι εύκολο να την απαντήσει κανείς, γιατί έχει αυτό έχει πρωτίστως σχέση με το επίπεδο συνειδητοποίησης του θεατή. Εκείνο που σίγουρα καταφέρνει, είναι να φτιάξει μια ατμοσφαιρική, σπονδυλωτή ταινία με πάμπολες βιβλικές αναφορές, ένα εικαστικό χάρμα οφθαλμών.
Παρακολουθούμε ταυτόχρονα να εξελίσσονται τρεις παράλληλες ιστορίες. Στην πρώτη, ο Τόμας Κρέο, Ισπανός κονκισταδόρ, αναλαμβάνει να σώσει την βασίλισσά του Ισαβέλλα, από τον κακό ιεροεξεταστή. Ψάχνει στις χώρες της Νέας Ισπανίας, τη μαγική ουσία, που θα σώσει τον θρόνο και θα διατηρήσει την εξουσία ανέπαφη. Στην δεύτερη, ο γιατρός χειρουργός Τόμυ Κρέο ψάχνει απεγνωσμένα το ιατρικό φάρμακο, που θα σώσει την αγαπημένη του σύζυγο, Ίζι, από την αρρώστια. Στην τρίτη, ο ίδιος γιατρός μετά από εκατοντάδες χρόνια, ταξιδεύει μέσα σε μια σταγόνα, σαν κοσμικός ταξιδιώτης, ανάμεσα στους γαλαξίες, για να ανακαλύψει το δένδρο της ζωής, το Εδεμικό σύμβολο της αιωνιότητας, για να το ενσωματώσει στο "είναι" του και να φέρει πίσω το σώμα της αγαπημένης του.
Και οι τρεις ιστορίες είναι δεμένες μεταξύ τους, σαν ένα κουβάρι. Η μοναξιά του ανθρώπου, το δέος απέναντι στο άγνωστο, στο αχανές διάστημα. Από την πρωτόγονη αστρονομία των Μάγιας και τους θρύλους για τον κόσμο των νεκρών, στα νεφελώματα του ουρανού, πηγαίνουμε στα σύγχρονα τηλεσκόπια και από εκεί στα διαστημικά ταξίδια. Το ζητούμενο κάθε φορά διαφορετικό. Η ανθρώπινη επιδίωξη, για το ξεπέρασμα της φθαρτής φύσης, περνάει από πολλά στάδια. Εξελίσσεται από τις πιο πρωτόγονες, περισσότερο απτές μάχες, σε επίπεδα άυλα, εκλεπτυσμένα, διάφανα. Όσο η ανθρώπινη ψυχή πλησιάζει στον Δημιουργό της απεκδύεται πανοπλίες, ρούχα, τεχνολογικά εξαρτήματα. Πλησιάζει ξυπόλυτη, για να γευθεί από το δένδρο της Ζωής, που ταυτίζεται με το δένδρο της Γνώσης.
Στιγμή εξαιρετικής έμπνευσης η μουσική του Clint Mansell

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Η επιστροφή-Vozvraschenie


Από το κανάλι της βουλής, αυτή τη φορά, η ταινία «Επιστροφή», του Ρώσου σκηνοθέτη Andrei Zvyagintsev, που πολλοί τον υποδέχθηκαν, ως τον νέο Ταρκόφσκι. Πρόκειται για μια αλληγορική δημιουργία, ικανή να χωρέσει μέσα της όλες τις πιθανές ερμηνείες, από την πλευρά του κινηματογραφικού κοινού, ενώ διατηρεί ακέραια, χάρις στην εικαστική της τελειότητα, το προνόμιο της εξαιρετικής σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης.
Δεν θέλω να μείνω στον πολιτικό συμβολισμό της μετα-υπαρκτοσοσιαλιστικής Ρωσίας, με τα παιδιά, την επόμενη γενιά, να ανδρώνεται μέσα από το τέλος του παλιού, του ξεπερασμένου, που εκφράζεται μέσα από ένα γονιό αρχικά καλών προθέσεων. Ούτε στο ψυχολογικό ιχνογράφημα της πάλης ανάμεσα στις γενιές, με τον πατέρα Κρόνο να επιδιώκει τον ευνουχισμό των γιών του, πριν πέσει ο ίδιος θύμα της ίδιας της ζωής, που ξεπετάγεται ατίθαση προς ένα καινούργιο κύκλο. Ούτε ακόμα-ακόμα και τις θρησκευτικές, βιβλικές προεκτάσεις, καθώς ο Πατέρας-Θεός σκύβει με ευμένεια προς τον ένα γιο, ωθώντας τον άλλο προς την επανάσταση, με το μαχαίρι της θυσίας να μένει στεγνό από το αίμα, εφ’ όσον σκοπός δεν είναι ο θάνατος, αλλά η επιβεβαίωση της κυριαρχίας. Πόσο μάλλον, αφού η τελευταία αυτή εκδοχή συμβαδίζει και με τις μέρες της εβδομάδας, που προηγούνται των επιμέρους κεφαλαίων της ταινίας, παραπέμποντας στις ίδιες της μέρες της Δημιουργίας.
Προτιμώ να σεβαστώ την γνώμη του ίδιου του Zvyagintsev ο οποίος στην συνέντευξή του στο «Βήμα» στον Γιάννη Ζουμπουλάκη λέει χαρακτηριστικά:
«Ο,τι ήταν να μοιρασθώ με το κοινό το μοιράστηκα παρουσιάζοντας το έργο μου…Είμαι της γνώμης ότι η "Επιστροφή" έχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται από ένα έργο ώστε να θεωρηθεί ολοκληρωμένο. Δεν χρειάζεται να προστεθεί τίποτε. Μιλώντας για την ταινία, κατά κάποιον τρόπο νιώθω ότι την υποβιβάζω. Οταν ένας σκηνοθέτης εξηγεί το έργο του, τότε είτε το κοινό την είδε τεμπέλικα είτε εκείνος δεν έκανε καλά τη δουλειά του - προτιμώ το πρώτο».
Τα δυο αδέλφια ο Αντρέι (Vladimir Garin) και ο Ιβάν (Ivan Dobronravov) μεγαλώνουν με την μητέρα και την γιαγιά τους. Ο καθένας ανάλογα με τον χαρακτήρα του έχει απλώσει το δικό του δίχτυ ασφαλείας σε σχέση με την έλλειψη του εξαφανισμένου, χωρίς όνομα, πατέρα (Konstantin Lavronenko). Ο μεγάλος περισσότερο ευέλικτος, εξωστρεφής, ο μικρότερος θυμωμένος, ατίθασος, επενδύει τον φόβο του με μια επιθετικότητα. Εκεί ξαφνικά εμφανίζεται, κάποιος, πατέρας μετά από 12 χρόνια απουσίας. Δεν μαθαίνουμε από πού έρχεται, ούτε γιατί έλλειπε τόσο καιρό. Αποκαθιστά αμέσως στην οικογένεια την πατριαρχική κυριαρχία με μόνη την παρουσία του, τον όγκο του και την συμπεριφορά του. Η μητέρα-αγκαλιά κάνει πίσω. Τα παιδιά τον αποδέχονται με αμφιβολία και ξεκινούν οι τρεις τους ένα ταξίδι με άγνωστο προορισμό, υποτίθεται για λίγες μέρες, για ψάρεμα. Ο πατέρας αρχίζει αμέσως να «διδάσκει» το αντρικό πρότυπο, χωρίς να μιλάει. Μεταδίδει αξίες σταθερού χαρακτήρα, συνέπειας, ειλικρίνειας, γενναιότητας, σκληραγωγίας για να τραβήξει τους δυο γιους προς την πλευρά του. Ταξιδεύουν αρχικά με το αυτοκίνητο και στην συνέχεια με μια βάρκα διασχίζουν την λίμνη, μέχρι ένα ακατοίκητο νησί. Τα παιδιά υποφέρουν από την βαριά παρουσία του πατέρα, διεκδικούν να αναπνεύσουν, κάτω από το υποβλητικό του εκτόπισμα. Μετά την επανάσταση και τις απαραίτητες απώλειες, τα παιδιά ταξιδεύουν πίσω, κουβαλώντας πια μέσα τους τον… πατέρα του μέλλοντος.
Τα αχανή Ρωσικά τοπία, ιδιαίτερα αυτά της λίμνης φέρνουν μαζί τους κομμάτια της ιστορίας. Οι σκιές πάνω στην βάρκα γίνονται ένα με το νερό και τον ουρανό. Ο φακός αποτυπώνει τα γεγονότα και μένει ακίνητος για δευτερόλεπτα, δίνοντας στην φωτογραφία την δυνατότητα, να αφηγηθεί από μόνη της.
Είναι από τις ταινίες, που αδικείται από την τηλεόραση, όμως έστω και έτσι, ένα μέρος της απόλαυσης καταφέρνει να αγγίξει τον θεατή.

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Η άκρη του ουρανού-The edge of heaven


Η ταινία του Fatih Akin, «Η άκρη του ουρανού», με τον τουρκικό τίτλο “Yasamin Kiyisinda”, είναι μια ταινία σύγχρονη, όσο αφορά το εξαιρετικό σενάριο της και την κινηματογραφική της γραφή. Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται με την τεχνική των επιμέρους κεφαλαίων, που ανοίγουν και κλείνουν, καθώς στην πίστα των αεροδρομίων μεταφέρονται οι σωροί αυτών, που η προσωπική τους εμπλοκή στην υπόθεση, απετέλεσε τον καταλύτη για την εξέλιξή της. Ο ρυθμός διατηρείται διαρκώς σταθερός και το ενδιαφέρον κλιμακώνεται συνέχεια, καθώς ο σκηνοθέτης παίζει διαρκώς με τις συμπτώσεις, χωρίς όμως ποτέ να του ξεφύγει το μέτρο και να διολισθήσει σε εξωπραγματικές καταστάσεις.

Ο ηλικιωμένος Τούρκος μετανάστης στην Γερμανία, Ali (Tuncel Kurtiz), «σπιτώνει» την επίσης Τουρκάλα πόρνη, Yeter (Nursel Koese), για προσωπική του και αποκλειστική του χρήση. Σε στιγμή τσακωμού ανάμεσά τους η Yeter σκοτώνεται και ο γιος του δράστη Nejat (Baki Davrak), που είναι καθηγητής Γερμανικών στο πανεπιστήμιο, γεμάτος τύψεις αναζητά την κόρη της νεκρής, που πιστεύει, ότι βρίσκεται στην Τουρκία, για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές της και να αποκαταστήσει την αδικία.
Η Ayten Ozturk, κόρη της Yeter, που είναι μέλος μιας ένοπλης αριστερίστικης οργάνωσης, καταφέρνει να το σκάσει από την Τουρκία και να φτάσει στην Γερμανία ζητώντας πολιτικό άσυλο και παράλληλα ψάχνοντας την μητέρα της θεωρώντας, ότι εργάζεται σε κατάστημα παπουτσιών. Γνωρίζεται με την Lotte (Patrycia Ziolkwoska) και αναπτύσσεται ανάμεσά τους μια δυνατή ερωτική σχέση. Όταν η Ayten απελαύνεται, η Lotte την ακολουθεί στην Τουρκία, όπου και χάνει την ζωή της, προσπαθώντας να βοηθήσει την φυλακισμένη φίλη της.

Οι ζωές των πρωταγωνιστών ίσως από ατυχία, αλλά και ίσως από μια προστατευτική εύνοια της τύχης, δεν έρχονται ποτέ σε επαφή. Κινούνται σε γραμμές παράλληλες, απελπιστικά κοντά, αλλά όχι τόσο, που να έρθουν κάποια στιγμή σε επαφή. Η ταινία λέει πολλά, αλλά αφήνει να εννοηθούν πολύ περισσότερα. Πέρα από το ζήτημα της μεταναστευτικής πολιτικής στις δυτικές χώρες και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία, τολμά να θίξει το ζήτημα της συμβίωσης διαφορετικών πολιτισμών και τα ίδια τα προβλήματα που κουβαλούν μαζί τους οι μετανάστες στις χώρες υποδοχής και που δύσκολα ξεπερνιούνται, ακόμα και από τις δεύτερες γενιές. Η πατριαρχικά δομημένη μουσουλμανική κοινότητα, που τραμπουκίζει σε βάρος της Yeter, αλλά και η χαρακτηριστική διατύπωση του Ali στην πρώτη προσέγγιση μαζί της, όταν διαπιστώνει ότι είναι και εκείνη από την Τουρκία και της λέει εκμυστηρευτικά: «Τώρα ντρέπομαι, που βρίσκομαι εδώ μαζί σου.»
Οι σχέσεις της Ayten με τις ποινικές συγκρατούμενες της, οι περισσότερες από τις οποίες βρίσκονταν εκεί, γιατί είχαν σκοτώσει τους άντρες τους, μια υπόμνηση ενός ακήρυχτου, αδυσώπητου φυλετικού πολέμου.
Κεντρικό ρόλο στο έργο παίζει η Susanne Staub, που ερμηνεύει η εκπληκτική Hanna Schygulla, μητέρα της Lotte. Κουβαλά, χωρίς να αποκαλύπτεται ποτέ, τις μνήμες της γενιάς του Μάη του 68 και των παιδιών που στράφηκαν, από απογοήτευση, προς τις ανατολικές θρησκείες. Έχει μεγαλώσει την κόρη της με ανοιχτό μυαλό, με μια δεκτικότητα, χωρίς φόβο απέναντι στο διαφορετικό. Εξηγεί στην Ayten, πως ο δρόμος, για να ξεπεράσει η Τουρκία τα εσωτερικά της προβλήματα, περνάει από την Ευρωπαϊκή ένωση, για να εισπράξει ένα φλογερό, επαναστατικό λογύδριο ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τον καπιταλισμό. Μετά την αποφυλάκιση της τελευταίας, σπρωγμένες από τον κοινό πόνο, θα προσεγγίσουν η μια την άλλη.
Μέσα στα πλαίσια της μυθοπλασίας γίνεται μια σοβαρή και αντικειμενική καταγραφή της πραγματικότητας. Αυτό ακριβώς, μαζί με την αντικειμενική και πρωτότυπη σκηνοθετική ματιά, κάνει την ταινία ένα πραγματικό διαμάντι.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Ένα τραγούδι για τον Αργύρη


Το καλογυρισμένο ντοκιμαντέρ του Stefan Haupt καταπιάνεται με την οδύσσεια ενός ανθρώπου, του Αργύρη Σφουντούρη, να τραβήξει την προσοχή του κόσμου πάνω στο έγκλημα πολέμου, που διαπράχτηκε από τους Ναζί, στο Δίστομο, ένα μικρό χωριό κοντά στους αρχαίους Δελφούς, τον Ιούνιο του 1944 και παράλληλα να απαντήσει στα προσωπικά του ερωτήματα, αυτά που τον στοιχειώνουν, όταν τετράχρονο τότε παιδάκι είδε να σφαγιάζονται μπροστά στα μάτια του, οι συγχωριανοί του μαζί με τριάντα συγγενείς του, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν ο πατέρας του και η μητέρα του.
Εκτός από την κλασσική μορφή της αφήγησης από τρίτο πρόσωπο, ο ίδιος ο 67χρονος σήμερα Αργύρης Σφουντούρης ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας, ξεκινώντας από την τραγική εκείνη ημέρα και φθάνοντας ως τις μέρες μας και στις αγωνιώδεις προσπάθειές του να βιώσει, έστω και καθυστερημένα, την τελική δικαίωση. Η εξιστόρηση κατά μεγάλο μέρος γίνεται από παλιές μαυρόασπρες φωτογραφίες, στα χέρια ανθρώπων, που από τρομερή εύνοια της τύχης κατάφεραν να γλυτώσουν. Από προσωπικές μαρτυρίες κατοίκων του χωριού, καθώς και από τα λόγια ανθρώπων που ασχολήθηκαν με την υπόθεση αυτή, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο πατέρας του οποίου είχε συλλέξει στοιχεία για το έγκλημα αυτό. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες οι συνεντεύξεις από τα παιδιά Γερμανών στρατιωτών, που μιλούν για τους γονείς τους, καθώς η περιγραφή που κάνουν για αυτούς και για την στάση τους συνολικά απέναντι στην οικογένειά τους, υπερτονίζει την αντίθεση και αναδεικνύει την φρίκη, στην οποία οδηγούν τον άνθρωπο οι συνθήκες πολέμου.
Ο Αργύρης Σφουντούρης από το ορφανοτροφείο, όπου βρέθηκε αρχικά, με την βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού μεταφέρθηκε στην Ελβετία. Εκεί σπούδασε στο Πολυτεχνείο και ασχολήθηκε με μεταφράσεις Ελλήνων ποιητών στα γερμανικά. Επισκέφθηκε και εργάστηκε σαν ακτιβιστής σε υποβαθμισμένες περιοχές του πλανήτη, όπως η Σομαλία και η Ινδονησία. Έλαβε μέρος μαζί με άλλους Έλληνες του εξωτερικού στον αντιδικτατορικό αγώνα. Μέσα από τις συχνές επισκέψεις του στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στο χωριό του, προσπάθησε να καταλάβει, κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί ο άνθρωπος, να διαπράξει τέτοια μαζικά αποτρόπαια εγκλήματα. «Ποια είναι η λεπτή γραμμή» όπως λέει και ίδιος «που χωρίζει το καλό από το κακό». Με απώτερο στόχο του, βέβαια, να μην διαπραχθούν στο μέλλον ποτέ ξανά τέτοιες θηριωδίες.
Το ντοκιμαντέρ χάρις στην αμεσότητα των πρωταγωνιστών του, ανθρώπων που σε τρυφερή ηλικία βίωσαν τον απερίγραπτο πόνο, κυλάει ισορροπημένα χωρίς ίχνος μελοδραματισμού. Οι γέφυρες, που περιγράφουν το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, έρχονται να ενώσουν τα κομμάτια της προσωπικής αφήγησης και να αναδείξουν τον, ως επί το πλείστον μοναχικό, αγώνα του Αργύρη Σφουντούρη, να φέρει στην επικαιρότητα και να ευαισθητοποιήσει την αδιάφορη κοινή γνώμη απέναντι σε ανάλογες καταστάσεις. Μετά από 60 ολόκληρα χρόνια, μόλις το 2004, ο πρέσβης της Γερμανίας στην Ελλάδα κατάφερε να ψελλίσει με τα σπαστά του Ελληνικά, μια επιπόλαια συγγνώμη. Δεν ήταν φυσικά αυτό το ζητούμενο. Το παιδί της φωτογραφίας με τα διάπλατα μάτια και τα σφιγμένα δαγκωμένα χείλη δεν μπορεί να κλείσει αυτό το κεφάλαιο βίας από την ζωή του, παρά τις συμβουλές των ψυχολόγων. Τουλάχιστον όχι, όσο στο όνομα στρατιωτικών χειρισμών και στρατηγικών συνεχίζονται, να διαπράττονται τέτοια εγκλήματα.

Το trailer του ντοκιμαντέρ υπάρχει εδώ

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

Das Weisse Band-Η λευκή κορδέλα


Πόσο καλύτερα θα μπορούσε να αποδοθεί αυτή η παιδική «ανταρσία» απέναντι στην επίπλαστη κοινωνική ομαλότητα, παρά με την ασπρόμαυρη εικόνα. Το κάδρο λευκό, κατάλευκο παίρνει το χρώμα του, όχι από την ζωντάνια και την ζεστασιά του ήλιου, αλλά από το παγωμένο χιόνι, τις απέραντες εκτάσεις με τα στάχια και της ψηλές θημωνιές. Ανάμεσά τους οι άνθρωποι μαύρες και γκρίζες φιγούρες γυρνούν, σαν χαμένοι, αδυνατούν να αρθρώσουν λόγο, σιωπηλοί απέναντι στην εξουσία του φεουδάρχη, υποταγμένοι στα ρηχά κηρύγματα της εκκλησίας και στην επιστημονική αυθεντία της ιατρικής τέχνης, πανέτοιμοι για την κρεατομηχανή του Α’ παγκόσμιου, που βρίσκεται προ των πυλών.
Στο μικρό χωριό τα παιδία δεν παίζουν. Δεν είναι σκανταλιές αυτές οι χοντροκομμένες πράξεις. Είναι η οργή που ξεχειλίζει, για όλα αυτά που βλέπουν γύρω τους, για όσα αισθάνονται ότι τους αφορούν και δεν μπορούν να παρέμβουν. Είναι αδύνατες γροθιές πάνω σε ένα θεόρατο ντουβάρι, που έχει στηθεί μπροστά τους για να τους φυλακίσει, να τους κλέψει την ζωή. Είναι οι επιπλοκές μιας πυογόνου αρρώστιας, που έχει καταφάει κάθε δημιουργική κοινωνική ικμάδα, στο όνομα της απαρασάλευτης συντήρησης ξεπερασμένων αξιών, κενού πλέον περιεχομένου.
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Michael Haneke βάζει τον δάσκαλο (Christian Friedel) του χωριού, να αφηγηθεί τα μια σειρά από ανεξήγητα γεγονότα, που ταράσσουν την φαινομενικά ήρεμη ζωή της μικρής κοινωνίας. Κανένας δεν μπορεί, αλλά όσο η ταινία προχωρά, αποκαλύπτεται, ότι κανείς δεν θέλει να ερμηνεύσει αυτές τις επιφανειακά ασύνδετες επιθέσεις και δολιοφθορές. Ο βαρόνος, ο πάστορας, ο γιατρός είναι αυτοί που βγαίνουν ωφελημένοι από την κοινωνική ειρήνη, όσο δεν θίγονται τα προνόμια και οι προσωπικές τους «εμπλοκές» με την υπόθεση. Ο λαός με αρχής γινομένης από τα παιδιά πρέπει, όχι απλά να μάθει να υπακούει, αλλά η συμπεριφορά αυτή να γίνει δεύτερη φύση του. Μια λευκή κορδέλα τυλιγμένη στο μπράτσο είναι αυτή, που θα επαναφέρει τον «εγκληματία» σκέψης πίσω ξανά στον «σωστό» δρόμο. Πόσο όμως ανθεκτική μπορεί να είναι μια κοινωνία, που με τέτοια μεθοδικότητα της σταλάζουν το δηλητήριο της υποκρισίας και του μίσους απέναντι στην ίδια την ζωή. Η απάντηση έρχεται με την δολοφονία του διάδοχου του Αυστριακού θρόνου στο Σεράγεβο.

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

The limits of control-Στα όρια του ελέγχου


Παρόλο που τον ξέρουμε από παλιά, από τον καιρό που γέμιζε ο εξώστης της Έλλης στις μεταμεσονύχτιες προβολές και παρόλο που μας είναι γνωστή η ιδιόρρυθμη κινηματογραφική γραφή του- εν’ τούτοις- εμείς εκεί. Να προσπαθούμε από την αρχή μέχρι το τέλος της ταινίας, να αποκρυπτογραφήσουμε- τι θέλει να πει ο ποιητής; Ίσως, γιατί πάντα καταφέρνει με τον τρόπο του, να κρατάει το ενδιαφέρον. Πάντα δίνει την εντύπωση, πως όπου να’ ναι, θα αρχίσει να αποκαλύπτει τα μυστικά. Και τελειώνει η ταινία και καταλαβαίνεις, πως αυτό ήταν όλο. Ίσως, γιατί αυτός ο μαγικός συνδυασμός εικόνας –μουσικής, δεν έχει ανάγκη την ιστορία, για να σε κρατήσει ακίνητο στην καρέκλα. Ο Jim Jarmusch μπορεί και σε παραμυθιάζει διαφορετικά. Τα τεντωμένα μου αυτιά έπιασαν την φοιτητριούλα, να ψιθυρίζει στην φιλενάδα της, κατά την έξοδο από την αίθουσα Ιντεάλ, στην προβολή για το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου: Έπρεπε να καταλάβω κάτι… που δεν κατάλαβα;
Ο μοναχικός άνδρας (Isaach de Bancole) αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας, για λογαριασμό κάποιων άλλων, κάποια αποστολή εκτός των ορίων του νόμου. Από την Αμερική βρίσκεται στην Ισπανία. Ο φακός τον παρακολουθεί σε όλη την πορεία του, σε προσωπικές του και μη στιγμές. Προσεκτικός, λιγομίλητος, ατσαλάκωτος, ντυμένος στην τρίχα. Λάτρης της τάξης και της μυστικοπάθειας. Έρχεται σε επαφή με διάφορους συνεργάτες. Τον βιολιστή, τον κιθαρίστα, την ξανθιά ντίβα. Παίρνει οδηγίες για την συνέχεια και δίνει αναφορές. Παραγγέλνει για τον εαυτό του διπλά εσπρέσσο σε χωριστά φλιτζάνια και καταπίνει, για να μην πέσουν στα χέρια του «αντιπάλου», χαρτάκια με κωδικοποιημένες πληροφορίες μέσα σε σπιρτόκουτα διαφορετικών χρωμάτων. Η γυμνή συνεργός (Paz de la Huerta) του προτείνει σεξ, που αρνείται εν ώρα υπηρεσίας. Φθάνει στο κρησφύγετο του Αμερικανού (Bill Murray) και εκτελεί την αποστολή του με την χορδή μιας κιθάρας.
Επαγγελματικά ξενοδοχεία, καφετερίες υπαίθριες σε πλατείες και δρόμους, που θυμίζουν Αιόλου και Ερμού κοντά στην εκκλησία της Αγ. Ειρήνης, προσωρινά καταλύματα σε σπίτια με τα έπιπλα αμπαλαρισμένα, λες και κάποιοι έφυγαν ή ετοιμάζονται να φύγουν. Ένα ελικόπτερο κάνει απειλητικούς κύκλους πάνω από το κεφάλι του. «Πως έφθασες ως εδώ;» τον ρωτάει με έκπληξη στο τέλος της ταινίας, μέσα στο σπίτι φρούριο, ο Αμερικάνος. «Χρησιμοποίησα την φαντασία μου» απαντάει ο μοναχικός άνδρας. Ότι, ακριβώς, ζητάει ο Jarmusch από τον θεατή του. Ένα βύθισμα μέσα στα τα θωρακισμένα κάγκελα του εαυτού. Εκεί που υπάρχει και ζει, γυμνός από δικαιολογίες, ο ιθύνων νους.
Όσο αφορά την μουσική σταχυολογώ από την συνέντευξη του ίδιου του σκηνοθέτη:
«Για μένα η ηλεκτρική κιθάρα είναι μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις του 20ου αιώνα, μαζί με την κβαντική φυσική, το ανθρώπινο γονιδίωμα και πιστεύω, το μπικίνι.»

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Mouchette


Από το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου προβλήθηκε στο Ιντεάλ, η ασπρόμαυρη ταινία του Robert Bresson, “Mouchette”. Μια ταινία γυρισμένη το 1967, με όλα εκείνα τα στοιχεία του καλού Γαλλικού κινηματογράφου της εποχής εκείνης. Η υπόθεση δεν εκτυλίσσεται με την βοήθεια των διαλόγων. Αυτοί υπάρχουν μόνο επικουρικά στην φωτογραφία, πάνω στην οποία πέφτει ολόκληρο το βάρος της αφήγησης. Τα νυχτερινά πλάνα στο δάσος, με μόνο φωτισμό αυτόν της σελήνης και το λαμπύρισμα των ακτίνων της πάνω στα νοτισμένα από την βροχή φύλλα των δένδρων, δημιουργούν εικόνες μεγάλης αισθητικής απόλαυσης. Ο σκηνοθέτης πετυχαίνει από όλους τους ηθοποιούς να αποσπάσει άριστες «ερασιτεχνικές» ερμηνείες. Η οχλαγωγία στο καφενείο του χωριού και στα παιχνίδια του κυριακάτικου λούνα-παρκ, στις ρόδες και στα συγκρουόμενα, καλύπτουν κάθε ατομικότητα. Οι ήχοι δεν σχηματίζουν λέξεις. Τα χοντρά στραπατσαρισμένα ξυλοπάπουτσα της ηρωίδας, που καρφώνουν τον δρόμο, εναλλάξ με τους πένθιμους ήχους της καμπάνας της εκκλησίας, βγάζουν μια αβάσταχτη απελπισία. Τίποτα άλλο σε αυτήν την Γαλλική επαρχία δεν είναι «καθαρό», έξω από τον αέρα της.
Η Mouchette (Nadine Nortier), στην πρώτη εφηβεία της, έχει ανάγκη να ζήσει την ηλικία της. Να παίξει, να φλερτάρει, να μάθει την ζωή. Μεγαλώνει σε μια οικογένεια στο κατώτατο όριο της ανέχειας. Μια μάνα ετοιμοθάνατη, ένας πατέρας μεθύστακας και καταπιεστικός και ένα αδελφάκι βρέφος, που έχει την ανάγκη της. Είναι η πέρδικα που πιάνεται στο δόκανο, είναι ο λαγός που έχουν βάλει στην μέση οι κυνηγοί με τις καραμπίνες τους, είναι το κοινωνικό αγρίμι που βρίσκεται απέναντι από όλους. Όταν καταλαβαίνει, ότι αυτός είναι ο ρόλος που της έχουν ορίσει να παίξει, τον τραβά μέχρι το τέλος. Βλέποντας το αναπότρεπτο, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα σωτηρίας, αφήνει τον Arsene (Jean-Claude Guilbert) να την βιάσει, μέσα στην απομονωμένη καλύβα, θύτης και θύμα σε ρόλους αντίστροφους. Μια ωριμότητα, που ξεπερνά ηλικιακά, χρονικά και γεωγραφικά δεδομένα. Σε πείσμα της υποκριτικής κοινωνίας, που ούτως ή άλλως δεν αποτελεί μέλος της, δηλώνει με παρρησία το άλλο πρωί, πως ο Arsene «Είναι ο εραστής μου» και αφήνει το σώμα της, να τσουλήσει σε ένα παιχνίδι θανάτου, από την όχθη του ποταμού μέσα στο νερό.
Η Mouchette πετάει λάσπες στον καθωσπρεπισμό, δεν θέλει ελεημοσύνες, κρατά για τον εαυτό της το σχολικό τραγουδάκι για την ελπίδα, καθώς το σιγοτραγουδάει κανακεύοντας τον επιληπτικό επίδοξο βιαστή της.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

The Lodger-Ο ενοικιαστής


Από το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου προβλήθηκε στο Παλλάς η ταινία του Alfred Hitchcock, “The Lodger: A story of the London fog”, ένα από τα αριστουργήματα του βωβού κινηματογράφου.
Εδώ, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, όπως ακριβώς απαιτεί και η ίδια η ταινία. Μια λεπτομερής σκιαγράφηση της μαζικής ψυχολογίας. Τα συμπτώματα και οι παρενέργειες μιας φοβικής κοινωνίας. Ο φόβος είναι μεταδοτικός και οι υποψίες, η αντίδραση και η επιθετικότητα εκφράζονται απέναντι στον διαφορετικό, σε αυτόν που δεν ανήκει στην ομάδα. Πάνω στον καινούργιο νοικάρη πέφτουν τα καχύποπτα βλέμματα, καθώς μια σειρά φόνων διαπράττονται, με θύματα νεαρές όμορφες ξανθές κοπέλες. Κάθε του ενέργεια, έκφραση, συμπεριφορά περνούν από το μικροσκόπιο της φοβισμένης κοινωνικής ομάδας και ενοχοποιούνται. Η λύση για άλλη μια φορά είναι η άδολη αγάπη, αυτό το αρχέγονο ένστιχτο της διαιώνισης του είδους, που αποδεικνύεται ισχυρότερο κάποιες φορές από αυτό της επιβίωσης.
Κορυφαία σκηνή, από πλευράς κινηματογραφικής, η επίθεση του όχλου στο απροστάτευτο θύμα, με τον φακό να μετακινείται διαρκώς ανάμεσα σε ανθρώπους που τρέχουν.
Από την παράσταση, στα αρνητικά, η έλλειψη ελληνικών υπότιτλων για το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, χωρίς φυσικά να δημιουργεί και τρομερά προβλήματα.
Η πρωτότυπη μουσική του συνθέτη Νίκου Πλάτανου, παιγμένη από τον ίδιο στο πιάνο, τον Τηλέμαχο Μούσα στην ηλεκτρική κιθάρα, τον Νίκο Γιουσέφ στο μουσικό πριόνι και τον Χρήστο Λιάτσο στα κρουστά, απογείωσε το αποτέλεσμα. Η ζωντανή αυτή μουσική συνοδεία, απόλυτα συγχρονισμένη με την εικόνα, πρόσθεσε αμεσότητα και πλούτισε την ταινία, σαν μια ευφάνταστη σημερινή πινελιά.

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Revolutionary Road-Ο δρόμος της επανάστασης



Είναι νέοι, είναι όμορφοι, έχουν όνειρα για το μέλλον, έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, ο κοινωνικός περίγυρος υπερτονίζει αυτήν τους την ξεχωριστή θέση αλλά. . . Βλέπουν την ζωή σαν ένα παιχνίδι, που όσο πιο πολύ το παίζουν, τόσο πιο πολύ τους αρέσει. Βλέπουν την ζωή σαν ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο πολλών κυβικών με καταπληκτικές προδιαγραφές. Θέλουν να το ταξιδέψουν, να το φτάσουν στα όρια του. Κάθονται πίσω από το τιμόνι, έτοιμοι να ξεκινήσουν. Μασράρουν, πατάνε το γκάζι μέχρι το τέρμα και όταν φτάνει η ώρα να λύσουν το χειρόφρενο, η μηχανή μπουκώνει. Λάδια, φλάντζες, καρμπυρατέρ παίρνουν φωτιά. Έκρηξη! Αν είχαν προλάβει να ξεκινήσουν, ίσως να το στουκάριζαν στην πρώτη κολώνα. Θα είχαν όμως ζήσει τα πρώτα χιλιόμετρα.
Ο Βρετανός σκηνοθέτης, Sam Mentes, μεταφέρει στην κινηματογραφική οθόνη το μυθιστόρημα του Richard Yates. Εξονυχιστική ανάλυση χαρακτήρων, ενδελεχής εμβάθυνση της μικροαστικής Αμερικής του 1950. Λεπτή ειρωνική καταγραφή των κοινωνικών συμβάσεων, αυτών που αποτελούν τον εθνικό κορμό, τον στυλοβάτη της προσωπικής και οικογενειακής ανέλιξης.
Ο Frank (Leonardo Di Caprio) και η April (Kate Winslet) έχουν ήδη αποκτήσει δυο παιδάκια. Η ευτυχία τους μοιάζει να είναι αδιατάρακτη και το μόνο μελανό σημείο αποτελεί αυτό το- όπως το βιώνουν- βύθισμα στην καθημερινότητα. Μια άρνηση να δουν την ζωή τους- και με το δίκιο τους- σαν μια διαδικαστικού χαρακτήρα κατασπατάληση των χρόνων τους. Η April φοβάται να κάνουν το «πήδημα». Ίσως μια γυναικεία προαίσθηση, ίσως ένας ενδόμυχος φόβος, πως από ένα σημείο και μετά δεν θα μπορεί να υπάρξει επιστροφή. Δεν είναι δύσκολο για τον Frank να την πείσει. Η Γαλλία, η «πολιτισμένη» Ευρώπη υπόσχεται να παίξει τον ρόλο του παράδεισου, για δυο ζωές που αρνούνται να αναλωθούν στην μετριότητα. Ένα σχέδιο που τους τρέφει και τρέφεται από αυτούς. Τους βοηθά να αισθανθούν καλύτερα και λειτουργεί, όσο δεν απαιτεί από αυτούς να κατεβάσουν το πόδι τους από την «στεριά», για να κάνουν το πρώτο τους το αποφασιστικό βήμα στο «νερό». Ότι για τους φίλους τους, τους συναδέλφους στην δουλειά φαίνεται τυχοδιωκτικό, γεμάτο ρίσκο, για τους ίδιους κάνει την διαφορά από τους υπόλοιπους. Μαζί τους μόνο ο γείτονας, τρόφιμος ψυχιατρείου, που σε μια φωτεινή έξαρση του, εκφράζει το στερεότυπο, που θέλει τον τρελό να βλέπει, όσα τα μάτια των λογικών απωθούν βαθιά στο υποσυνείδητο. «Πολλοί άνθρωποι καταλαβαίνουν το κενό» τους λέει «αλλά χρειάζεται θάρρος, για να δει κανείς την ματαιότητα». Είναι ο πρώτος που στρέφεται εναντίον, όταν ο Frank δειλιάζει. Η προαγωγή στην εργασία του, τα πιο πολλά λεφτά, το τρίτο παιδί που έχει στα σπλάχνα της η April είναι η φτηνές, πλην υπαρκτές δικαιολογίες.
Το ξημέρωμα της μέρας τους βρίσκει και τους δυο νικημένους. Η April τηγανίζει ομελέτα για πρωινό και ξεπροβοδίζει τον σύζυγο στην δουλειά του. Θα μπορούσε να τελειώσει εκεί η ταινία, όπως τελειώνουν οι ζωές τόσων και τόσων ανθρώπων. Το σενάριο θέλει να βάλει και την τελευταία πινελιά. Θέλει να δείξει το αμετάκλητο και φορτώνει το φινάλε με μια σκηνή περιττής αυτοκαταστροφικότητας. Αν έλειπε, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα αριστούργημα.

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Les invasions barbares-Η επέλαση των βαρβάρων



Ο Remy (Remy Girard) φαίνεται να είναι ένας από τους τελευταίους μοϊκανούς της γενιάς του. Με τον θάνατό του και λίγο πριν, ξεκινά η επέλαση των βαρβάρων, αρχίζουν δηλαδή να κερδίζουν έδαφος και να πιάνουν ρίζες στην κοινωνία, ο ατομισμός, ο νεοφιλελευθερισμός και το βρέφος, που κουβαλούν στα σπάργανά τους, ο αποτρόπαιος εθνικισμός. Η γενιά του, αυτή η γενιά που σημάδεψε κάτι λιγότερο από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και που παρά τις αστοχίες και τα λάθη της, κατάφερε να θρέψει ιδανικά, να διαμορφώσει συνειδήσεις και να καθορίσει τρόπους ζωής, μπαίνει στο κινηματογραφικό στόχαστρο.
Ο Καναδός σκηνοθέτης Denyz Arcand χτίζει προσεκτικά τα κουτάκια του, βάζει τους πρωταγωνιστές να παίξουν ρόλους καθορισμένους, τέτοιους, που να μην ξεφεύγουν ούτε τρίχα από αυτό, που έχει στο μυαλό του ο θεατής, για να έρθει μετά και να γκρεμίσει, ότι με επιμέλεια έχτισε. Το ξεχασμένο σύνθημα «Το προσωπικό είναι και πολιτικό» έρχεται τώρα να το αποδομήσει, από την αντίθετη ακριβώς πλευρά. Όταν η ζωή χάνεται, όταν το έδαφος υποχωρεί κάτω από τα πόδια, αυτό που μένει τελικά είναι η αγάπη, η φιλία, η οικογένεια, αλλά και η πηγαία ζεστασιά, η ανοιχτοσύνη, που ενώνει τις ψυχές των ανθρώπων, ακόμα και έχουν ειδωθεί για πρώτη και μοναδική φορά.
Ο Sebastien (Stephane Rousseau), γιος του Remy, φαίνεται εκ πρώτης όψεως πως δεν έχει κληρονομήσει τίποτα από τον λάγνο, «διανοούμενο» πατέρα του. Ένας χωρίς συναισθηματισμούς γιάπις, που ελίσσεται μέσα στους χώρους του νοσοκομείου και της πιάτσας, λαδώνει υψηλά και χαμηλά ιστάμενους, στελέχη, εργατοπατέρες, προσωπικό, μόνο και μόνο για να κάνει τις τελευταίες μέρες του υποφερτές, καθώς ο καρκίνος τελευταίου σταδίου από τον οποίο πάσχει ο πατέρας του, δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Φέρνει στο προσκεφάλι του παλιούς φίλους και ερωμένες του, αγοράζει με την βοήθεια της παλιάς του φίλης Natalie (Marie Josse Croze), που είναι ηρωινομανής, τις δόσεις που χρειάζεται, για να καλμάρει τους αφόρητους πόνους του, συγκεντρώνει δίπλα του αυτόν ακριβώς τον κόσμο, που θα τον κάνει να αισθανθεί, όσο πιο ζωντανός γίνεται. Κάθε παλιά φιλία, κάθε παλιά ερωτική σχέση, μια προβολή στο παρόν, ενός παρελθόντος αμακιγιάριστου, μια βουτιά σε εποχές μακρινές, που ο ιδεαλισμός και η έμπνευση, ο αγώνας και η γιορτή των σωμάτων ήταν το αλάτι της ζωής. Οι κουβέντες στον νοσοκομειακό θάλαμο και αργότερα στο σπιτάκι δίπλα στην λίμνη ανασύρουν μέσα από τις κοινές μνήμες την πολιτική γεωγραφία της νιότης τους. Ότι ακριβώς χρειάζεται ο ετοιμοθάνατος Remy, αλλά και ότι μέσα του αποζητά περισσότερο ο «καπιταλιστής» γιος. Ένα μίτο που θα τον βοηθήσει, να τυλίξει ξανά το κουβάρι της δικής του ζωής. Που θα του επιτρέψει να δει με άλλο μάτι τα παιδικά του χρόνια και την ζωή της μητέρας του πίσω από τον κύκλο των πολλών ερωμένων. Μα πιο πολύ ένα πολιτικό εργαλείο για σύγχρονα ανοιχτά μυαλά, ικανό να ερμηνεύσει την σημερινή κατάσταση, όχι με όρους στενά οικονομικούς, αλλά με άξονα κυρίως ανθρωποκεντρικό.

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

Σφραγισμένα χείλη-The Reader


Πριν δω την ταινία, έφθαναν στα αυτιά μου κριτικές, για υπερβολικό «γυμνό», για σκηνές ερωτικές, ανάμεσα στην, τόσο ώριμη όσο ακριβώς χρειάζεται, Kate Winslet και στον έφηβο, πρωτάρη εραστή της. Δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Πρόκειται, για μια ιστορία, που εκτυλίσσεται ανάμεσα στο 1958 και στο 1995, με ζυγισμένη αφήγηση, εκπληκτική ροή, που δεν θίγεται καθόλου από τα συνεχή flashback, αξιοπρεπή σκηνοθετική ματιά, ιδιαίτερα στα δεύτερα πλάνα και στο ζωντάνεμα της εικόνας της μεταπολεμικής Γερμανίας και βέβαια τεράστιες ερμηνείες, από το πρωταγωνιστικό. . . τρίδυμο, μιας και εκτός από την Winslet, οι David Kross και Ralph Fiennes παίζουν το ίδιο πρόσωπο, σε διαφορετικές ηλικιακές στιγμές.
Ο Stephen Daldry σκηνοθετεί το βιβλίο του Bernhard Schlink και μας μεταφέρει στο Βερολίνο του 1958, όπου επί ένα καλοκαίρι, ο 15χρονος Michael «ανδρώνεται» στην αγκαλιά της, περίπου 30αρας, Hanna. Μια αρμονική χημεία παλλόμενων σωμάτων και μια διάχυτη εντύπωση μυστικών, να πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Έρωτας με αντάλλαγμα ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων, χωρίς άλλες επεξηγήσεις, ούτε ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, ούτε από την πλευρά του σκηνοθέτη προς τους θεατές.
Μερικά χρόνια αργότερα ο Michael, φοιτητής πια της Νομικής, παρακολουθεί την καταδίκη της πρώην ερωτικής του συντρόφου σε ισόβια, ως μέλος των SS και δεσμοφύλακα στο Άουσβιτς, που έγινε η αιτία να χάσουν την ζωή τους 300 άνθρωποι, λίγο πριν το τέλος του πολέμου. Ενώ έχει όλα τα στοιχεία που χρειάζονται για τον μετριασμό της ποινής της, κρατά σφιχτά μέσα του το ανομολόγητο μυστικό της, το στίγμα του αναλφαβητισμού της, που θα αποδείκνυε την μη συμμετοχή της σε αυτό το άγριο έγκλημα. Κουβαλά σε όλη την ζωή του το βάρος της αδράνειάς του. Σημαδεμένος από το πέρασμά της στην ζωή του, αδυνατεί να φτιάξει κάποια άλλη ερωτική σχέση και αρκείται, στο να μαγνητοφωνεί κασέτες, όπου διαβάζει βιβλία, που τα αποστέλλει στην φυλακή. Η Hanna μαθαίνει να γράφει και να διαβάζει και ταυτόχρονα μαθαίνει να συγχωράει όλους τους άλλους, εκτός από τον ίδιο της το εαυτό, ίσως αυτόν, που μόνος τελικά πλήρωσε, για τα λάθη του παρελθόντος.
Τι ήταν τελικά η ανάγνωση της λογοτεχνίας; Ήταν ένα ερωτικό φετίχ, μια πρωτότυπη σεξουαλική διαστροφή; Ποια διαλυμένη, μέσα στα ερείπια της υλικά και ανθρώπινα, χώρα, βλέπει τον πόθο να φουντώνει στα σώματα, σαν ένα πείσμα ότι η ζωή συνεχίζεται. Για ποιον αποδίδεται, τελικά, η δικαιοσύνη; Για να αποκατασταθεί το ίδιο το θύμα; Για να νοιώσει η ίδια η κοινωνία, ότι ξεπλένεται από τα συλλογικά ανομήματα, φορτώνοντας τα πάνω σε ένα αποδιοπομπαίο τράγο; Ή τελικά για τον θεσμό της δικαιοσύνης, αυτό κάθε αυτό και για την εξύψωση του λειτουργήματος; Τι ρόλο παίζει η αγραμματοσύνη, η απλοϊκή σκέψη, στην δημιουργία φανατικού στρατού στα πλαίσια ολοκληρωτικών καθεστώτων; Φταίει το ίδιο το άτομο; Φταίνε οι συνθήκες; Γιατί τελικά δεν γίνονται όλοι δολοφόνοι; «Τι θα κάνατε εσείς στην θέση μου;» ρωτάει η Hanna τον πρόεδρο του δικαστηρίου, καθώς αρνείται να αποκαλύψει τον ανύπαρκτο γραφικό της χαρακτήρα που θα την αθώωνε.
Η ταινία προσπαθεί, να τα πει όλα. Πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί οι πρωταγωνιστές κουβαλούν στους ώμους τους τις συλλογικές και τις ατομικές ευθύνες και προσπαθούν, να τις περάσουν απέναντι. Το αποτέλεσμα αξίζει τον κόπο.

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

Seven Pounds



Η ταινία ξεκινά με την αναγγελία μιας αναμενόμενης αυτοκτονίας. Ο ίδιος ο υποψήφιος αυτόχειρας, ο Ben Thomas (Will Smith), καλεί το ασθενοφόρο, για να τον παραλάβει. Αυτό το φαινομενικά παράλογο γεγονός θα περιμένει μέχρι το τέλος, για να διευκρινιστεί. Μέχρι τότε παρακολουθούμε μια στιβαρή ταινία, με εξαιρετικό ρυθμό και καταπληκτικές ερμηνείες από σχεδόν όλους τους ηθοποιούς της. Ο θεατής καλείται καθ’ όλη τη διάρκεια, να αποκρυπτογραφήσει τα κίνητρα του πρωταγωνιστή. Καλείται, να εντάξει την συμπεριφορά του σε κάποια κοινά αποδεκτά ανθρώπινα πρότυπα, χρησιμοποιώντας ψήγματα διαλόγων και κινήσεων των σωμάτων των ηθοποιών, που με μαεστρία, ο σκηνοθέτης Gabriele Muccino, αφήνει να του «ξεφύγουν» από την αντίληψή του.
Ο, υποτίθεται, εφοριακός Ben Thomas, με το δικαίωμα που του δίνει η υπηρεσία του, πλησιάζει επτά διαφορετικούς ανθρώπους. Μόνο, που ο κρατικός αυτός εισπράκτορας δεν ενδιαφέρεται για τον φυσικό πλούτο των «θυμάτων» του. Ψάχνει κάτι διαφορετικό και η επιστροφή φόρου, που ετοιμάζεται να δώσει πίσω, αφορά την ίδια την ζωή των φορολογουμένων, μιας και κατά μια περίεργη σύμπτωση όλοι πάσχουν από σοβαρές ασθένειες.
Φορτωμένος με τραγικές ενοχές ο Ben Thomas παίζει τον ρόλο ενός μικρού Θεού. Αποφασισμένος να δωρίσει τα όργανα του σώματός του, για να σώσει κάποιους συνανθρώπους του ή να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής τους, στέκεται ανάμεσα στην μοίρα και στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.
Ο σκηνοθέτης δεν παίρνει καμιά θέση απέναντι στην ηθικά ανεπίτρεπτη παράκαμψη της λίστας αναμονής για την δωρεά οργάνων. Το μόνο που θέλει, είναι να φτιάξει μια ταινία τρυφερή, με πρωταγωνιστή μια εσωτερική δικαιοσύνη, που πηγάζει από το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής. Σε αυτό βοηθά και η ελαφρά μελό ερωτική σχέση, που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Ben και στην, τελευταίου σταδίου καρδιοπαθή, Emily, που ερμηνεύει η εξαιρετική Rosario Dawson.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

L' age des tenebres-Τα χρόνια της μαυρίλας


Η ταινία L’ age des tenebres, του σκηνοθέτη Denyz Arcand, είναι η επιτομή, του πως μπορεί κανείς να πει στα αστεία, τα πιο σοβαρά πράγματα. Ο πρωταγωνιστής, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, βιώνει στο πετσί του, όχι μόνο την παράνοια του σύγχρονου δυτικού τρόπου ζωής, στα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και την εξεζητημένη, ανεπαρκή, στα όρια του σουρεαλισμού προσπάθεια της πολιτείας, να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής του. Επιλέγει στο τέλος τον δρόμο της προσωπικής διαφυγής, σκηνοθετώντας την ίδια του την φαντασία, που τον μεταφέρει σε ένα κόσμο ονειρικό, στον οποίο γίνεται ανάλογα με την περίσταση, επιτυχημένος πολιτικός, συγγραφέας, ηθοποιός, τραγουδιστής κ.λ.π. αλλά πάνω από όλα και επαναλαμβανόμενα, μεγάλος εραστής.
Ο Jean Marc Leblanc, στο σπίτι του, περνά απαρατήρητος. Η εργασιομανής γυναίκα του και οι δυο, στην εφηβεία, κόρες του δεν έχουν μαζί του την παραμικρή επαφή. Ο φούρνος μικροκυμάτων, το σήμα κατατεθέν της σύγχρονης διατροφικής ξεπέτας, στο σπιτικό αυτό έχει συνέχεια την τιμητική του. Σε μια πόλη που κουράζει ψυχολογικά τους πολίτες της και είναι επιρρεπής σε μαζικές μικροβιακές επιδημίες, χρειάζεται δυο ώρες για να πάει το πρωί στην δουλειά του. Μια κρατική υπηρεσία, επιφορτισμένη να επιλύει προβλήματα ανθρώπων, αλλά που ουσιαστικά υπάρχει μόνο, για να τους «δουλεύει». Η επιμόρφωση των εργαζομένων, η απαγόρευση του καπνίσματος, η καταδίκη κάθε ρατσιστικής συμπεριφοράς στοιχεία συνοχής και προόδου κάθε ευνομούμενης πολιτείας, χάρις την επιφανειακή τους προσέγγιση και στην στρεβλή εφαρμογή τους, μετατρέπονται από political correct στρατηγικές, σε απωθητικές πρακτικές τέτοιας αισθητικής, όσο οι αποστειρωμένοι δοκιμαστικοί σωλήνες σε σχέση με ένα όμορφο κρυστάλλινο βάζο.
Οι καταστάσεις, οι στιγμές της καθημερινότητας είναι η μαγιά, που θα φουσκώσει την φαντασία του Jean Marc. Κάθε πρόσωπο που του την σπάει, από την ανοργασμική γυναίκα του, ως την σκύλα προϊσταμένη του και τον οδηγό του διπλανού αυτοκινήτου στο μποτιλιάρισμα, συμμετέχει στην παράλληλη πραγματικότητά του. Σε αυτή την πραγματικότητα, που μέσα στο γενικό ξεσάλωμα της ο ονειροπόλος ήρωας λυτρώνεται από τα δεσμά της δυστυχίας του. Και που φυσικά απολαμβάνει το στιγμιαίο, αχόρταγο και πέρα από κοινωνικές συμβάσεις, σεξ.
Η εναλλαγή της εικόνας από το πραγματικό στο φανταστικό γίνεται με τρομερά μαγικό κινηματογραφικό τρόπο. Το πρόσωπο και το σώμα γενικά του πρωταγωνιστή βρίσκονται ταυτόχρονα με το μυαλό του και στις δυο καταστάσεις. Επιδιώκει και προκαλεί αυτό που του προσφέρει ευχαρίστηση, με αποτέλεσμα να βρίσκεται εξαρτημένος από την ίδια του την φαντασία. Χρειάζεται; Υπάρχει τρόπος να γυρίσει πίσω; Ναι, από την στιγμή που οι ίδιες του οι φαντασιώσεις αρχίζουν να έχουν απαιτήσεις από αυτόν και από την στιγμή, που συνειδητοποιεί το μάταιο της αυτοϊκανοποίησης του. Το πάγωμα της προσλαμβάνουσας εικόνας και η μετατροπή της δυναμικής αλληλουχίας των καταστάσεων, σε μια ζωγραφική νεκρή φύση, είναι η θεραπεία για την «ασθένεια» του.

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Άρωμα γυναίκας


Αν κάτι αξίζει σε αυτήν την ταινία του Martin Brest, είναι η εκπληκτική ερμηνεία του Al Pacino, με αποκορύφωμα το σοκαριστικά ερωτικό, χωρίς όμως ταυτόχρονα το παραμικρό ίχνος χυδαιότητας ταγκό, με την Gabrielle Anwar, κάτω από την μουσική του Carlos Gardel, στο μυθικό πια “Por una cabeza”.
Ο τυφλός και γεμάτος ενοχές και τύψεις, συνταγματάρχης Frank Slade, λειτουργεί με τις προδιαγραφές ενός κλασσικού καραβανά, πολλαπλασιασμένες σε υπερθετικό βαθμό, εξ’ αιτίας της αναπηρίας του. Η μοίρα θα ρίξει στα πόδια του ένα συμπαθητικό νεαρό κολλεγιόπαιδο, τον Charlie, με ανεπτυγμένο μέσα του ένα σύστημα ηθικών αξιών, κάπως διαφορετικό από αυτό των συνομηλίκων του.
Ένα τριήμερο στην Νέα Υόρκη, όπου ο συνταγματάρχης θα προσπαθήσει να ζήσει συμπυκνωμένα τις τελευταίες του στιγμές, πριν την αυτοκτονία, θα φέρει τους δυο περισσότερο κοντά. Ο εξωστρεφής φωνακλάς και bon viver εαυτός, που προβάλλει προς τα έξω ο Slade, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια επίφαση μιας εύθραυστης ψυχής, που λειώνει καθώς συμπάσχει με τα προβλήματα του μικρού του συνοδού.
Η λύτρωση θα έλθει μέσα στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του κολλεγίου, όπου έχει στηθεί μια παρωδία δίκης, με κατηγορούμενο τον Charlie. Ο συνταγματάρχης με άνεση, ευγλωττία και αυτοπεποίθηση ξεμπροστιάζει την αδικία, που πάει να γίνει, στηλιτεύει την υποκρισία των ισχυρών απέναντι στον φτωχό πλην τίμιο νεαρό και αποσπά την αθώωσή του, μέσα στα χειροκροτήματα των παρισταμένων, εν είδει ταινίας Harry Potter, όπου το καλό πάντα θριαμβεύει.
Η ταινία είναι μια απλή περιγραφή καταστάσεων. Οι χαρακτήρες μένουν ημιτελείς και κάθε πράξη τους μένει ξεκρέμαστη. Ακριβώς για τον λόγο αυτό, το οδήγημα του πανάκριβου αυτοκινήτου από τον τυφλό πρωταγωνιστή, δεν μπορεί να πείσει για την αυθεντικότητά του. Δεν είναι το παράλογο της κατάστασης, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αυτή αποδίδεται, εκπέμπει μια στημένη επιφανειακή προσέγγιση.

Τρίτη 18 Αυγούστου 2009

The hangover


Αν το ζήτημα είναι να γελάσει κανείς με κάθε τρόπο, αν το ζητούμενο είναι μια ανάλαφρη ταινιούλα στο θερινό σινεμαδάκι, για να σκάσει επιτέλους και το χειλάκι μας (τέλος τα υποκοριστικά), τότε το “The hangover”, του Todd Philips, φαντάζει το καταλληλότερο. Επιτηδευμένα στυλιζαρισμένο και με σενάριο αφελές και προβλέψιμο, επαφίεται στην καλή προσπάθεια των ηθοποιών του, για να το «ανεβάσουν» και ενώ φαίνεται ότι προς το τέλος κάτι σοβαρό πάει να γίνει, ο σκηνοθέτης τους τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια, έχοντας την «φαεινή» ιδέα να σβύσει κάθε πιθανότητα πρωτοτυπίας και να προβάλει στο πανί τις φωτογραφίες του ταξιδιού τους . . .εν είδει slideshow.
O Doug (Justin Bartha) αναχωρεί για bachelor’s party με τους φίλους του για το Λας Βέγκας. Ο ιδιόρρυθμος Alan (Zach Galifianakis), ο χαμηλής αυτοεκτίμησης οδοντίατρος Stu (Ed Helms) και ο κρυφοτρελιάρης καθηγητής Phil (Bradley Cooper) αποτελούν την, έτοιμη για όλα, παρέα του. Το διήμερο των ανδρών στο άντρο της πολυτέλειας και της ακολασίας έχει από όλα. Όλα όσα θα ήθελε να δει να κάνουν σε ανάλογες περιπτώσεις οι πρωταγωνιστές, ο «καλομαθημένος» θεατής. Ο σκηνοθέτης επειδή ξέρει, ότι ξέρουμε, δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ και ούτε να δείξει . . . πολύ περισσότερο. Ναρκωτικά, σεξ, τζόγος, κρατητήριο, μπουνίδι με μαφιόζους και happy end. Με πινελιές road movie τελείως ξεκάρφωτες μέσα στην υπόθεση και με σημεία αναληθοφανή, που ξενίζουν, όχι γιατί είναι υπερβολικά, αλλά γιατί μυρίζουν από εκατομμύρια χιλιόμετρα, ότι έχουν μπει τσόντα, για να εντυπωσιάσουν (όπως αυτά με το μωρό και την τίγρη στο ξενοδοχείο), κάθε προσπάθεια ευνοϊκής προσέγγισης είναι χαμένη από χέρι. Και ξέχωρα από όλα αυτά μια κατά σωρεία αναπαραγωγή στερεοτύπων, όπως η υποχωρητική, υπομονετική μέλλουσα νύφη μέχρι να βάλει το στεφάνι φυσικά, ο συγκαταβατικός πεθερός, που κλείνει το μάτι στις συντροφικές αντρικές ατασθαλίες, η μέγαιρα αραββωνιαστικιά, που καταπιέζει το ισχυρό φύλο με το γάντι και άλλες τέτοιες απείρου κάλλους. . . καταγραφές πραγματικότητας.
Ίσως να μην μπορώ να πιάσω το λεπτό χιούμορ, αλλά πως να το κάνουμε, κάτι παραπάνω θα ήθελα εκτός από την κότα που τριγυρίζει στην πολυτελή σουίτα του Real Ceasars Palace από μια πρωτοποριακή κωμωδία.

Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Το τσεκούρι


Αυτός, τελικά, ο άνθρωπος ξέρει να κάνει πολιτικό κινηματογράφο. Σύγχρονο, καθημερινό και απαλλαγμένο από αναφορές στο παρελθόν. Μια αυστηρή κριτική στον τουρμπο-καπιταλισμό-όπως αναφέρει σε κάποιο σημείο του το σενάριο- χωρίς αριστερές κορώνες και αγκυλώσεις παλαιοκομμουνιστικές. Εδώ δεν έχουμε εργάτες με υψωμένη γροθιά και τσιμινιέρες. Η ίδια η αστική τάξη είναι δεμένη χειροπόδαρα στον άκρατο καταναλωτισμό. Οι πολίτες, χωρίς ηθικές αναστολές, καταργούν κάθε συλλογική προσπάθεια, ανάγουν τον ατομισμό, σαν το υπέρτατο αγαθό και οδηγούν την κοινωνία στην διάλυση.
Λίγα χρόνια πριν η παγκόσμια οικονομική κρίση χτυπήσει την πόρτα μας, ο Κώστας Γαβράς κάνει αυτήν την προφητική ταινία. Οι βιομηχανίες, ζητώντας την μεγιστοποίηση του κέρδους με κάθε τίμημα, αναζητούν φτηνά εργατικά χέρια και μετακομίζουν στο εξωτερικό, κάνουν περικοπές και οδηγούν στην ανεργία ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Ο Bruno Davert (Jose Garcia), ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, θύμα αυτής της κατάστασης, δυο χρόνια άνεργος με αυξημένες οικογενειακές υποχρεώσεις και στην επικίνδυνη ηλικία ανάμεσα στα –αντα και στα –ηντα, συλλαμβάνει ένα απλοϊκό σχέδιο, τρομερό σαν ιδέα και κυνικό στην εκτέλεσή του. Θα βγάλει από την μέση όλους τους υποψήφιους ανταγωνιστές του για την καλοπληρωμένη θέση, που θα του παρέχει όσα ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος απαιτεί από την δουλειά του. Χρήμα, δύναμη, εξουσία, αυτοπεποίθηση, έπαρση, όλα δηλαδή αυτά που βλέπει να περνάνε δίπλα του και να βομβαρδίζουν τον εγκέφαλό του μέσα από τις διαφημίσεις. Ακριβά αυτοκίνητα, κινητά, ημίγυμνα μοντέλα και άλλοι τέτοιου είδους δείκτες οικονομικής ευμάρειας.
Ο σκηνοθέτης φυσικά δεν παίρνει ούτε για μια στιγμή το μέρος αυτής της ανήθικης στάσης. Δεν μπαίνει καν στον κόπο να καταγγείλει όλα όσα τον ωθούν σε αυτόν τον προσωπικό γκρεμό. Το μόνο που κάνει, με πραγματική μαεστρία, είναι να αφήσει τον θεατή, να αγκαλιάσει με την ματιά του τον ήρωα, έτσι όπως παλεύει απεγνωσμένα, για να διασώσει τα κεκτημένα του. Όχι συνενοχή, αλλά συμπόνοια, όχι συμπάθεια, αλλά συμπαράσταση. Χωρίς καμιά αμφιβολία ο Bruno Davert είναι ο κακός δολοφόνος και θέλουμε να τιμωρηθεί, αλλά με κάποιες προϋποθέσεις και όχι προτού η ιστορία αφηγηθεί, όλα όσα χρειάζονται, για να σχηματισθεί μια συνολική εικόνα. Όχι προτού κατανοήσουμε ότι μια μορφή στέρεης ιδεολογικής πλατφόρμας είτε θρησκευτική είτε πολιτική είναι προαπαιτούμενο για την οικονομική ανάπτυξη.
Η ταινία ακροβατεί ανάμεσα στο θρίλερ και στην κωμωδία. Ο τρόπος που ο πρωταγωνιστής βλέπει τα πράγματα, οι σχέσεις του με τα παιδιά του και ιδιαίτερα με την σύζυγό του, ή ίδια η εργασία, σαν εργαλείο απελευθέρωσης όλων των δημιουργικών δυνάμεων, που κρύβει μέσα του το άτομο και η ταύτισή της με την ίδια την εξωστρεφή συμπεριφορά του ανθρώπου. Τελικά, θέλοντας και μη πέφτουμε στην παγίδα που μας έστησε ο Κώστας Γαβράς. Θα πιάσει η αστυνομία τον δράστη ή όχι;

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

The curious case of Benjamin Button

Ο Benjamin Button γεννιέται γέρος. Καθώς περνούν τα χρόνια γίνεται ολοένα και νεότερος και στο τέλος της ζωής του πεθαίνει, σαν ένα νεογέννητο μωράκι. Και όλα αυτά ενώ ο κόσμος γύρω του ακολουθεί τους γνώριμους και γι’ αυτό αδιάφορους ρυθμούς του.
Αυτό το πρωτότυπο εύρημα είναι ολόκληρη η ταινία του David Fincher. Από εκεί και πέρα το μόνο που παρακολουθούμε, είναι μια ανάλαφρη αισθηματική κομεντί, που εκτυλίσσεται με αναφορές στην ιστορία της Αμερικής, από το τέλος του Α’ παγκόσμιου πολέμου μέχρι και τον τυφώνα Κατρίνα το 2003.
Η ταινία είναι ολόκληρη ένα φλασμπακ από τα χειρόγραφα της ετοιμοθάνατης Daisy (Cate Blanchett), καθώς της τα διαβάζει η κόρη που απέκτησε από τον Benjamin Button, όταν συναντήθηκαν κάποια στιγμή στην μέση της ζωής τους, ο ένας οδεύοντας προς τα νιάτα και η άλλη προς τα γηρατιά και οι δυο όμως προς τον θάνατο.
Ένας τυφλός ωρολογοποιός, που έχασε τον γιο του στον πόλεμο, φτιάχνει ένα μεγάλο ρολόι, που οι δείκτες του γυρνάνε ανάποδα, έτσι ώστε να μπορέσει να τον φέρει πίσω στην ζωή. Την ίδια στιγμή στην Νέα Ορλεάνη γεννιέται ο Benjamin Button.
Μια ιστορία του F. Scott Fitzgerald για τον μεγάλο δυνάστη της ανθρώπινης ψυχής τον χρόνο. Η προδιαγεγραμμένη πορεία προς τον αφανισμό. Οι ανθρώπινες ζωές μαριονέττες στα χέρια μιας αδυσώπητης, απρόβλεπτης και χωρίς δυνατότητες επηρεασμού μοίρας. Αυτός ο ντετερμινιστικός τρόπος σκέψης διαπερνά το έργο σε όλη τη διάρκεια του και υπερτονίζεται και από επί μέρους περιστατικά, που εμβόλιμα διαπερνούν τον αφηγηματικό ιστό, όπως αυτό με τον τρόφιμο του γηροκομείου, που όποτε βλέπει τον Button, του υπενθυμίζει πως επτά φορές στην ζωή του γλύτωσε από πτώση κεραυνού.
Η ταινία σε αρκετά σημεία πλατειάζει και δεν δικαιολογεί τις δυόμιση ώρες της προβολής της, αλλά μας αποζημιώνει με μερικά ξεχωριστά πλάνα γεμάτα κινηματογραφική ομορφιά, σαν πίνακες ζωγραφικής, όπως αυτό που η νεαρή Daisy σε μια προβλήτα και με το φως του φεγγαριού χορεύει για τον μεσήλικα Benjamin, κάτω από τους ήχους του Summertime του Gershwin.

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

Diarios de Motocicleta


Ένα καλογυρισμένο, πλην όμως φαινομενικά συνηθισμένο, road-movie είναι η ταινία «Diarios de Motocicleta», του Walter Salles. Δυο νεαροί φίλοι, ο ένας τελειόφοιτος της ιατρικής και ο άλλος της βιοχημείας, ξεκινούν από την Αργεντινή, πάνω στην ημιθανή μοτοσικλέτα τους και περνώντας από την Χιλή και το Περού, θα καταλήξουν στο Καράκας της Βενεζουέλας. Μια πορεία από τον Νότο προς τον Βορρά, μέσα από τα εναλλασσόμενα τοπία της Λατινικής Αμερικής, που σημαίνει γνωριμία με τους κατοίκους της μεγάλης ηπείρου και τα προβλήματά τους, αλλά ταυτόχρονα και μια κοινωνική και πολιτική ωρίμανση για τους δυο νέους.
Όλο το μυστικό της ταινίας βρίσκεται ακριβώς εδώ. Ο θεατής γνωρίζει, ότι πρόκειται για την μοτοσικλέτα «Poderosa» και ότι οι δυο φίλοι είναι ο Ernesto Guevara de la Serna και ο Alberto Granados. Οι ίδιοι οι ήρωες φυσικά. . . δεν το γνωρίζουν. Πως θα μπορούσαν άλλωστε, αφού η διήγηση αφορά τα νεανικά τους χρόνια και η ιστορία, που επρόκειτο να γραφτεί, περιμένει στο μέλλον, μερικά χρόνια αργότερα.
Ο σκηνοθέτης βρίσκεται κάπου στην μέση. Φτιάχνει μια ταινία για τον Τσε, αλλά με την σύμφωνη γνώμη των θεατών, προσποιείται, ότι δεν το γνωρίζει. Βρίσκει έτσι την ευκαιρία να μας δείξει, από τι στόφα είναι και πως χτίζεται η προσωπικότητα ενός ιδεαλιστή επαναστάτη. Όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά, που συνθέτουν ένα χαρισματικό άτομο και που αναδύονται μέσα από ασήμαντες λεπτομέρειες της καθημερινότητας και των διαπροσωπικών σχέσεων. Ο Ernesto έχει τις κεραίες του τεντωμένες. Αφουγκράζεται τον πόνο των ανθρώπων γύρω του και την αδικία. Με εξαίρεση την θυμωμένη αντίδρασή του στον εργοδηγό του ορυχείου, για την προκατάληψη του απέναντι στους αριστερούς εργάτες και την ομιλία του στο προσωπικό της ιεραποστολικής ομάδας, που λειτουργεί το νοσοκομείο για τους λεπρούς στο Περού, δεν βλέπουμε καμιά άλλη πολιτική παρέμβαση. Αντίθετα, η ταινία είναι γεμάτη από ελαφρούς χιουμοριστικούς διαλόγους, από φλερτάκια των πρωταγωνιστών με όμορφες δυναμικές Λατινοαμερικάνες και από τις αγωνιώδεις προσπάθειες του Ernesto, να βγει νικητής από το άσθμα του, που τον ταλαιπωρεί και σωματικά και ψυχολογικά.
Ο σκηνοθέτης αποφεύγει να κάνει πολιτικούς υπαινιγμούς ή να πάρει θέση πάνω στην μετέπειτα επαναστατική στρατηγική του Τσε. Έχοντας σαν σύμμαχο το χρονικό παράθυρο του έτους 1952, αρκείται σε μια καταγραφή γεγονότων, που άλλωστε βασίζονται στο προσωπικό ημερολόγιο του Τσε και έτσι φτιάχνει μια ταινία περιγραφική, με τα μηνύματά της επιμελώς κρυμμένα.
Η μουσική του Gustavo Santaolalla, λειτουργική, ενώνει τους επιμέρους σταθμούς του μεγάλου ταξιδιού με ήχους πρωτότυπους.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Vicky Christina Barcelona


Το «Vicky Cristina Barcelona», του Woody Allen, είναι μια καλογυρισμένη εύπεπτη κομεντί, που δίνει την ευκαιρία στον δημιουργό της να αγγίξει μέσα από στιγμιαίους εμπνευσμένους διαλόγους, ζητήματα, που αφορούν τις ερωτικές σχέσεις ανάμεσα στα ζευγάρια.
Με φόντο την Μπαρτσελόνα δυο φίλες Αμερικανίδες τουρίστριες διαφορετικής ψυχοσύνθεσης και στάσης απέναντι στο σεξ έρχονται αντιμέτωπες με τον ίδιο τους τον εαυτό, στην προσπάθεια τους να τον ξεπεράσουν. Καταλύτες ένας πρωτοποριακός ζωγράφος και η πρώην σύζυγός του.
Με γρήγορο ρυθμό, πλάνα εξαιρετικής ακρίβειας και ζεστή φωτογραφία, η ιστορία εκτυλίσσεται με ταχύτητα, βοηθούμενη από το σφιχτοδεμένο, αν και προβλέψιμο, σενάριο. Η εκτυφλωτική Βαρκελώνη και ο καλλιτεχνικός κύκλος της είναι η σταγόνα, που ξεχειλίζει το ποτήρι και αφήνει τις ορμόνες να κυκλοφορήσουν ελεύθερα στα σώματα των πρωταγωνιστών.
Στα αρνητικά της ταινίας η εμμονή του σκηνοθέτη να δημιουργεί στο πανί ηθοποιούς κακέκτυπα της δικής του υποκριτικής μανιέρας. Μέσα στο αεροπλάνο, κατά την επιστροφή από το Οβιέδο, παρακολουθούμε το αποκορύφωμα αυτής της τακτικής, καθώς η Chistina (Scarlett Johansson) μιλάει, κινείται και γενικά συμπεριφέρεται, σαν ένας νευρωτικός Woody Allenίσκος.
Οι εύκολες καταφυγές στην πεπατημένη, για να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα, που θέλει την Vicky (Rebbeca Hall) να προβάλλει την ζωή της στην ξεκάρφωτα αποτυχημένη συζυγική σχέση της μεσήλικης φίλης της, Judy, δημιουργούν στον θεατή στιγμιαία μια αμηχανία.
Μεγαλειώδης η σύλληψη του χαρακτήρα της Maria Elena, αλλά και η απόδοσή του από την Penelope Kruz. Μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στην πολιτισμένη συμπεριφορά και στο ξεκατίνιασμα, τέτοια, που ο θεατής να επιθυμεί διακαώς το δεύτερο.
Όσο για το ερωτικό τρίγωνο, ο Woody Allen ξαπλώνει την μη αφομοιωμένη ελευθεριακή συμπεριφορά στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι και προσπαθεί να απαντήσει στο What’s on a woman’s mind?