Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Mary and Max


Όπως στα κόμικς των παιδικών μας χρόνων. Χρώμα στην μπροστινή σελίδα, ασπρόμαυρο στην από πίσω. Σελίδες που γυρίζουν με ταχύτητα, μπλέκονται μεταξύ τους, έτσι που στο τέλος αυτό που μένει, να είναι κάτι ανάμικτο, όπως ακριβώς και η ίδια η ζωή. Εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία, το “Mary and Max” του Αυστραλού σκηνοθέτη Adam Elliot, είναι μια ταινία κινουμένων σχεδίων για ενήλικους και παιδιά. Φτιαγμένη στο χέρι- μια δουλειά που χρειάστηκε πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί- από ένα υλικό, κάτι σαν πλαστελίνη ή πηλό, μεταδίδει στον θεατή μέσω αυτής της ζεστής πλαστικότητας, που εκπέμπει, μια αίσθηση χαμένης ανθρωπιάς, κάτι, σαν ένα αντίδοτο στην αυτοκρατορία της σάρκας και του αίματος.
Ο Adam Elliot «χτίζει» με κάθε λεπτομέρεια δυο κόσμους, έναν στην Αυστραλία και έναν στην Αμερική. Μέσα στα γεμάτα κάδρα του, ακουμπάει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα συνθέσουν και θα εκθέσουν τις προσωπικότητες των πρωταγωνιστών. Όλα εκείνα τα μικροαντικείμενα, που σαν λιλιπούτειοι υπερηχογράφοι, θα αποκαλύψουν δυο εσωτερικούς κόσμους, τόσο υπερβολικά ευαίσθητους, που είναι έτοιμοι να εκραγούν.
Η μικρή Mary από την Μελβούρνη αποκτά έναν φίλο δια αλληλογραφίας, τον μοναχικό, υπέρβαρο και ψυχικά άρρωστο, Max, έναν άθεο Εβραίο από την Νέα Υόρκη. Διατηρούν αυτήν την επαφή για πάρα πολλά χρόνια. Μέσα από τα γράμματά τους, αλλά και από τα λόγια του αφηγητή, βγαίνουν στην επιφάνεια δυο μοναχικές ψυχές και το περιβάλλον, που της δημιούργησε. Με τρόπο απλό, με χιούμορ γλυκόπικρο, με συνεχείς νύξεις για κοινωνικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις, η ταινία μιλά ταυτόχρονα για την μοναξιά, το αίσθημα εγκλωβισμού, που βιώνει ο κάτοικος της μεγαλούπολης, ανάμεσα σε τσιμεντένιους ουρανοξύστες, στην περίπτωση του Max και για την απομόνωση, σαν αποτέλεσμα άγνοιας, αμορφωσιάς και λανθασμένων επιλογών, εκ μέρους των γονιών της, στην περίπτωση της Mary. Η Mary πιστεύει όσα βλέπει γύρω της και όσα της λένε για την ζωή. Ο Max έχει μάθει να μην πιστεύει. Τα γράμματα του παιδιού, μαζί με τις ζωγραφιές και τα σοκολατένια γλυκά, οι, μέσα στην αφέλεια τους, αθώα διατυπωμένες απορίες του, προκαλούν τον πανικό του. Κάνουν να αναβλύσουν από μέσα του τα δικά του παιδικά χρόνια, βαθιά κρυμμένα κάτω από τα ηλεκτροσόκ και τα ψυχοφάρμακα. Για την Mary τα γράμματα του φίλου της είναι ένα παράθυρο σε ένα κόσμο άγνωστο διαφορετικό που μοιάζει με παραμύθι. Και κυλούν έτσι είκοσι περίπου χρόνια.
Μια κοινωνιολογική μελέτη για τους ανθρώπους που αισθάνονται διαφορετικοί από τους άλλους, αλλά που δεν παραδίδονται. Γι’ αυτούς, που προτιμούν να βλέπουν τους άλλους πίσω από τον τοίχο που έχτισαν, για να τους κλείσουν μέσα, με έναν δικό τους προσωπικό τρόπο, καθόλου ένδοξο, αντίθετα μοιραία αυτοκαταστροφικό. Τα παστέλ χρώματα, που γεμίζουν τον κόσμο της Mary, μετουσιώνουν το πρόστυχο κόκκινο από το κραγιόν της μητέρας της, στο ζωντανό κόκκινο της φούντας, που στέλνει στον Max. Και εκείνη μαθαίνει σε αντάλλαγμα, πως τα παιδιά δεν έρχονται στον κόσμο μέσα από τον πάτο των ποτηριών της μπύρας, ούτε μέσα από τα κουτάκια της Cola.

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

Sherkock Holmes


Από τα πρώτα πλάνα, όταν βλέπουμε την κάμερα να κεντράρει πάνω στα πλακόστρωτα στενάκια του Βικτωριανού Λονδίνου και να μας αποκαλύπτει, σαν σε παζλ, να σχηματίζουν το σήμα της Warner Bros και του Dolby system, γίνεται φανερό, ότι σε αυτήν την ταινία του “Sherlock Holmes”, ο Guy Ritchie έχει διάθεση για παιχνίδι και δεν επρόκειτο να μας αφήσει να πλήξουμε. Θέλεις σκηνές καταδίωξης; Θέλεις μπουνίδι; Θέλεις πήδημα με το κεφάλι από όροφο ψηλού κτηρίου μέσα στα παγωμένα νερά του Τάμεση; Θέλεις τελική μονομαχία μέχρις εσχάτων, στην γέφυρα του ποταμού, με το κενό να χάσκει, κάτω από τα πόδια των πρωταγωνιστών, αβυσσαλέο; Είχε όλα όσα πρέπει να έχει μια ταινία αυτού του είδους, για να αρέσει στο πλατύ κοινό, αλλά και…κάτι ακόμα. Σκηνές δράσης αριστουργηματικές, που κόβουν την ανάσα, μυστήριο, έξυπνες ατάκες, φλεγματικό Βρετανικό χιούμορ, ανακατεμένο με μπόλικο τυχοδιωκτισμό και αντισυμβατικότητα και έχουμε μπροστά μας έναν μετρ στις αποκαλύψεις γρίφων και στην απόδοση της δικαιοσύνης, αλλά όχι για χάρη του νόμου και της τάξης, αλλά για χάρη του παιχνιδιού αυτού κάθε αυτού.
Η υπόθεση δεν λέει πολλά, αλλά δεν έχει και νόημα να πει και περισσότερα. Στο τέλος όλα γίνονται ηλίου φαεινότερα, μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Κανείς δεν πρόκειται να φύγει από την αίθουσα με την παραμικρή απορία. Φροντίζει γι’ αυτό ο σκηνοθέτης, με το να επαναλαμβάνει, είτε με αργή κίνηση, είτε με επεξηγηματικά σχόλια, κάθε τι που η μέση λογική του ανθρώπου αδυνατεί να συλλάβει. Ο κακός λόρδος Blackwood (Mark Strong) μετά από μια σειρά φόνων συλλαμβάνεται, για να επιστρέψει τρεις μέρες μετά… από τον τάφο του και να συνεχίσει το αποτρόπαιο έργο του. Ο Sherlock Holmes (Robert Downey Jr) με τον δόκτορα Watson (Jude Law) θα βρεθούν όμως στον δρόμο του, για να σώσουν τον κόσμο από το παγκόσμιο κακό.
Ο Guy Ritchie μέσα από τον μυστικισμό και την συνομωσιολογία κάνει την πιο ορθολογική περιπέτεια. Χρησιμοποιεί τα εργαλεία των απανταχού στον πλανήτη καιροσκόπων αποκρυφιστών, για να τα πετάξει στον σκουπιδοτενεκέ, προβάλλοντας μόνο αυτό που έχει πραγματική σημασία και αξία. Την δύναμη του μυαλού να κάνει αναφορές και να βγάζει από αυτές λογικά συμπεράσματα, ακόμα και όταν τα φαινόμενα απατούν, ακόμα και όταν η πραγματικότητα καταρρέει και το μαγικό φαντάζει ανίκητο και καλά εδραιωμένο μέσα στον κόσμο του ανθρώπινου εγκέφαλου. «Ο φόβος είναι η πιο μεταδοτική ασθένεια» είναι η μόνιμη επωδός του Holmes, που καταφέρνει δεξιοτεχνικά να κινείται στα όρια, μεταξύ της νομιμότητας και της παρανομίας. Μιλάμε για έναν Holmes, που ξεφεύγει από τα στεγανά. Λερώνει τα χέρια του, έχει πάθη, ερωτεύεται, επιτρέπει στον εαυτό του να τσαλακώνεται, όποτε του κάνει κέφι.
Τα σκηνοθετικά ευρήματα διαδέχονται το ένα το άλλο σε όλη την διάρκεια της ταινίας, μια υπενθύμιση, ότι σε τέτοιες ταινίες δεν έχει σημασία μόνο τι λες, αλλά και πως το λες. Η αναπαράσταση της εποχής γίνεται με μεγάλη πιστότητα και η φωτογραφία, ειδικά στις νυχτερινές σκηνές στο ποτάμι, είναι εκπληκτική. Η συμπρωταγωνίστρια, Rachel McAdams, πολύ καλή στον ρόλο της γυναίκας, μπίλιας της ρουλέτας, που μέχρι το τέλος δεν ξέρεις σε ποιον αριθμό θα σταματήσει. Για τον Robert Downey Jr μάλλον έχουμε να κάνουμε με έναν καινούργιο Indiana Jones με φετίχ την πίπα του, αντί για το καπέλο του Indie, αν λάβουμε υπ’ όψη την τελευταία σκηνή του έργου.
Ομολογώ ότι, παρόλο που σύρθηκα στην αίθουσα, στο τέλος απόλαυσα την ταινία.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

La vie de boheme


Η ασπρόμαυρη ταινία του Aki Kaurismaki, “La vie de boheme”, βασισμένη επάνω στην νουβέλα του Henry Murger, απέχει κατά πολύ, από το να θεωρηθεί ένας ύμνος στην μποέμικη ζωή. Ακολουθώντας, πιστά, ένα αφηγηματικό μοτίβο, ανοίγει και κλείνει τα πλάνα της, δίνοντας σημασία τόσο στην αυθύπαρκτη υπόσταση της κάθε επιμέρους σκηνής, όσο και στην ρυθμική συνάρτηση, της μιας με την άλλη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τόσο έντονης «μουσικής» σκηνοθεσίας είναι το τελετουργικό χτύπημα στο πλήκτρο της παλιάς γραφομηχανής, που θα σβήσει τα φώτα, για να τελειώσει ένα από τα κεφάλαια. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία κεντράρει επάνω στα πρόσωπα των ηθοποιών, με το φως να τα χωρίζει στην μέση. Τονίζει τα παρακμιακά δωμάτια και τα έπιπλα, σταματάει επάνω στα ξεφλουδισμένα κουφώματα στις πόρτες και βγάζει από τα ρούχα προς τα έξω, την παλαιότητα και την ψυχική υπόσταση αυτών, που τα φορούν.
Τρεις απένταροι φίλοι ο συγγραφέας Marcel (Andre Wilms), ο Αλβανός ζωγράφος Rodolfo (Matti Pelopaa) και ο πρωτοποριακός μουσικός Schaunard (Kari Vaananen) προσπαθούν να επιβιώσουν στο Latin του Παρισιού. Δεν έχουν πρόβλημα να κάνουν εκπτώσεις στις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες προκειμένου να εξοικονομήσουν χρήματα για το φαγητό, για το νοίκι και για τις μικρές τους πολυτέλειες. Μια ζωή οριακή, με άγχος, καθόλου ωραιοποιημένη, αλλά χωρίς βαρίδια και με αξίες τοποθετημένες σε κουτάκια διαφορετικά, από αυτά της συμβατικής ζωής. Οι διάλογοι είναι καθημερινοί, έχουν σχέση με βιοτικές ανάγκες, όμως η ιστορία εξελίσσεται από τους δεύτερους και τους τρίτους ρόλους. Το τι συμβαίνει, το βλέπουμε από τον σπιτονοικοκύρη, την ώρα που κάνει έξωση, από τον σερβιτόρο στο εστιατόριο, από τους αστυνομικούς, που απελαύνουν τον Rodolfo, από τους γιατρούς στο σπίτι και στο νοσοκομείο, από τον εργοδότη και εκδότη του Marcel. Ο Rodolfo ερωτεύεται την Mimi (Evelyne Didi), χωρίζουν με την απέλαση του, σμίγουν ξανά, όταν αυτή παρατάει τον καινούργιο φίλο της για να είναι πάλι μαζί, ξαναχωρίζουν και όταν άρρωστη πια καταλήγει στο σπίτι του, αυτός και οι φίλοι του ξεπουλάνε ότι έχουν και δεν έχουν, για να καλύψουν τα τελευταία έξοδά της. Δεν υπάρχει μελοδραματισμός. Τα αισθήματα υπάρχουν, απλώς οι άνθρωποι φεύγουν και έρχονται, αφήνοντας το στίγμα τους ο ένας πάνω στον άλλον. Μπορεί κάποιος να είναι φτωχός να μην έχει δεύτερο σεντόνι όμως ξέρει τι πρέπει να κάνει μπροστά στην απελπισία. Η ανέχεια τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από την τέχνη.
Η ταινία σε όλη τη διάρκειά της κρατάει τους τόνους χαμηλούς. Δεν ακούγονται μεγάλα λόγια ούτε εξομολογήσεις. Κυριαρχεί η κατανόηση. Ο πόνος είναι βουβός. Δεν βγάζει δάκρια. Αραιά και που μόνο κάποια χαμόγελα. Τα χρήματα που πιάνουν στα χέρια τους οι απόκληροι τους καίνε το μυαλό.