Δεν ξέρω γιατί, παρόλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια από την εποχή Τσαουσέσκου, και αυτή η ρουμάνικη ταινία του Corneliu Porumboiu, “Αστυνομία, ταυτότητα”, έχει αυτό το ξεθωριασμένο χρώμα. Αποπνέει μια μιζέρια, μια παραίτηση, ένα μηδενισμό. Οι αστυνομίες παντού, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, κάνουν την ίδια δουλειά. Παρακολουθούν ανθρώπους. Το ίδιο κάνουν και στην μικρή επαρχιακή πόλη, όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, που περιγράφει η ταινία. Για να σκεφτούμε λίγο γραβατωμένους πράκτορες του FBI ή της Scotland Yard, μέσα σε λουστραρισμένα γραφεία, με κάθε λογής τεχνολογικά gadgets, πάνω σε ορόφους ουρανοξυστών, που κινούνται στους δρόμους με άνεση και μιλάνε με ευφράδεια αποφοίτων πανεπιστημίου. Ε! εδώ, ακριβώς, όλα τα αντίθετα.
Ο αστυνομικός ο Cristi (Dragos Bucur) παρακολουθεί δεκαεξάχρονα παιδάκια, που μοιράζονται στο πόδι τσιγαριλίκια, στο προαύλιο του νηπιαγωγείου. Ξεροσταλιάζει όλη μέρα έξω από το σπίτι του υπόπτου, τον ακολουθεί κατά πόδας και στο τέλος της μέρας συντάσσει την αναφορά του με το χέρι, πίσω στο γραφείο του, στο οποίο την μισή σχεδόν επιφάνεια καταλαμβάνει η μονίμως σβησμένη οθόνη ενός αρχαίου υπολογιστή. Κάθε μέρα, για όλη την ημέρα, η ίδια δουλειά. Με το κεφάλι χαμηλωμένο, με το πρόσωπο μέσα στον γιακά του ρούχου του, εκεί στο καθήκον, ανάμεσα σε γκρίζους δρόμους, γκρίζα παλιακά σπίτια, παλιά αυτοκίνητα. Και μετά πίσω στο κτήριο της υπηρεσίας, γκρίζοι μισοφωτισμένοι διάδρομοι, γκρίζα άθλια κλειδωμένα γραφεία, γεμάτα με γκρίζα σιδερένια κλειδωμένα ερμάρια, ανάμεσα σε γκρίζους κατατονικούς συναδέλφους.
Ο Cristi θέλει να πιάσει τους «τοξικομανείς», όπως προβλέπει ο νόμος, αλλά κάπου μέσα του ανοίγει μια ρωγμή. Δεν θέλει να καταστρέψει την ζωή ενός εφήβου, απλώς για κατοχή και χρήση χασίς. Στην δική του μονότονη ζωή, που δεν διακόπτεται ούτε στο σπίτι του, μιας και εκεί από ότι φαίνεται, η επαφή με την γυναίκα του είναι επιφανειακή, προβάλλει τα γελάκια και τα πειράγματα, την ξενοιασιά και τον πλαστό, κάτω από την επήρεια της ουσίας, αυθορμητισμό, των μικρών παραβατών του νόμου. Θέλει να ακολουθήσει την συνείδησή του.
Η ταινία είναι αργή. Είναι απελπιστικά αργή. Είναι ενοχλητικά αργή. Ο Porumboiu θέλει να εξοντώσει τον θεατή, ίσως γιατί πιστεύει, ότι αυτός είναι ο κατάλληλος τρόπος, για να μεταδώσει την φρίκη, που αισθάνονται οι συμπολίτες του, φορτωμένοι με ένα γραφειοκρατικό εξουσιαστικό μηχανισμό, που έχασε την αιτία της υπάρξής του και όμως συνεχίζει να υπάρχει, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους των δραστηριοτήτων του, χωρίς να χάσει την λειτουργικότητά του. Η κάμερα μένει ακίνητη μπροστά στους ακίνητους, αμίλητους ηθοποιούς, για περισσότερη ώρα από όση χρειάζεται. Μένει για λεπτά ακίνητη μπροστά στον ηθοποιό, την ώρα που μασάει το φαγητό του, την ώρα που κόβει κομματάκια το ψωμί και το ρίχνει μέσα στην σούπα του. Όση ώρα σκέφτεται, τι σημαίνει γι’ αυτόν συνείδηση, τι σημαίνει νόμος, τι σημαίνει ηθική. Λέξεις με ορισμούς απόλυτους, σύμφωνα με τον προϊστάμενό του και σύμφωνα με το λεξικό της Ρουμανικής γλώσσας, αλλά που όπως φαίνεται καταφέρνουν να γκρεμίσουν ή καλύτερα να ανοίξουν μια μικρή χαραμάδα, για να φωτίσει στιγμιαία το θολό τοπίο.
Ο αστυνομικός ο Cristi (Dragos Bucur) παρακολουθεί δεκαεξάχρονα παιδάκια, που μοιράζονται στο πόδι τσιγαριλίκια, στο προαύλιο του νηπιαγωγείου. Ξεροσταλιάζει όλη μέρα έξω από το σπίτι του υπόπτου, τον ακολουθεί κατά πόδας και στο τέλος της μέρας συντάσσει την αναφορά του με το χέρι, πίσω στο γραφείο του, στο οποίο την μισή σχεδόν επιφάνεια καταλαμβάνει η μονίμως σβησμένη οθόνη ενός αρχαίου υπολογιστή. Κάθε μέρα, για όλη την ημέρα, η ίδια δουλειά. Με το κεφάλι χαμηλωμένο, με το πρόσωπο μέσα στον γιακά του ρούχου του, εκεί στο καθήκον, ανάμεσα σε γκρίζους δρόμους, γκρίζα παλιακά σπίτια, παλιά αυτοκίνητα. Και μετά πίσω στο κτήριο της υπηρεσίας, γκρίζοι μισοφωτισμένοι διάδρομοι, γκρίζα άθλια κλειδωμένα γραφεία, γεμάτα με γκρίζα σιδερένια κλειδωμένα ερμάρια, ανάμεσα σε γκρίζους κατατονικούς συναδέλφους.
Ο Cristi θέλει να πιάσει τους «τοξικομανείς», όπως προβλέπει ο νόμος, αλλά κάπου μέσα του ανοίγει μια ρωγμή. Δεν θέλει να καταστρέψει την ζωή ενός εφήβου, απλώς για κατοχή και χρήση χασίς. Στην δική του μονότονη ζωή, που δεν διακόπτεται ούτε στο σπίτι του, μιας και εκεί από ότι φαίνεται, η επαφή με την γυναίκα του είναι επιφανειακή, προβάλλει τα γελάκια και τα πειράγματα, την ξενοιασιά και τον πλαστό, κάτω από την επήρεια της ουσίας, αυθορμητισμό, των μικρών παραβατών του νόμου. Θέλει να ακολουθήσει την συνείδησή του.
Η ταινία είναι αργή. Είναι απελπιστικά αργή. Είναι ενοχλητικά αργή. Ο Porumboiu θέλει να εξοντώσει τον θεατή, ίσως γιατί πιστεύει, ότι αυτός είναι ο κατάλληλος τρόπος, για να μεταδώσει την φρίκη, που αισθάνονται οι συμπολίτες του, φορτωμένοι με ένα γραφειοκρατικό εξουσιαστικό μηχανισμό, που έχασε την αιτία της υπάρξής του και όμως συνεχίζει να υπάρχει, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους των δραστηριοτήτων του, χωρίς να χάσει την λειτουργικότητά του. Η κάμερα μένει ακίνητη μπροστά στους ακίνητους, αμίλητους ηθοποιούς, για περισσότερη ώρα από όση χρειάζεται. Μένει για λεπτά ακίνητη μπροστά στον ηθοποιό, την ώρα που μασάει το φαγητό του, την ώρα που κόβει κομματάκια το ψωμί και το ρίχνει μέσα στην σούπα του. Όση ώρα σκέφτεται, τι σημαίνει γι’ αυτόν συνείδηση, τι σημαίνει νόμος, τι σημαίνει ηθική. Λέξεις με ορισμούς απόλυτους, σύμφωνα με τον προϊστάμενό του και σύμφωνα με το λεξικό της Ρουμανικής γλώσσας, αλλά που όπως φαίνεται καταφέρνουν να γκρεμίσουν ή καλύτερα να ανοίξουν μια μικρή χαραμάδα, για να φωτίσει στιγμιαία το θολό τοπίο.
8 σχόλια:
Χμ, μεγάλη ταινία!
Προσωπικά αν η χρονιά δεν είχε Haneke θα έλεγα για την ταινία της χρονιάς...
@kioy
Για μένα, μια ευπρόσωπη, καλή ταινία.
Από τις ταινίες της χρονιάς, δίχως αμφιβολία. Έχει δίκιο ο Κιου. Δεν το περίμενα καν όταν την είδα, με μάγεψε.
@Πάνος
Να προσθέσω μόνο, ότι την είδα καθημερινή, στην Έλλη (που αλλού), στον εξώστη και ήμουν ο μοναδικός θεατής.
Η αλήθεια είναι πως, όσο κι αν με θλίβει, δεν μου κάνει εντύπωση.
@Πάνος
Μιας και δεν είχα να προσθέσω τίποτα παραπάνω για την ταινία, επέλεξα να περιγράψω την μοίρα κάποιων σινεφίλ ταινιών στη χώρα μας.
Ακόμη χειρότερα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Γεμάτη η αίθουσα στο ξεκίνημα, μισοάδεια στο τέλος.Ειδικά στο μονοπλάνο με το "όμορφη μου Κατερίνα" πρέπει να έφυγαν καμιά 50αρια
@nonickname
thanks... για το ρεπορτάζ.
Δημοσίευση σχολίου