Όταν οι εγκεφαλικές καταστάσεις ξεφεύγουν από τον στενό χώρο του κρανίου, όταν τα ερωτικά σενάρια, που παράγει το υποσυνείδητο, δεν μένουν θαμμένα βαθιά μέσα στην ανυπαρξία, αλλά διεκδικούν μια υπόσταση στην καθημερινότητα, τότε ο φακός του Alain Resnais είναι εδώ, για να τα αποτυπώσει. Ενδιαφέρον σαν θέμα, αρκετά προκλητικό, κάπου όμως στην εκτέλεση παραπατά και χάνει τον στόχο του.
Μια σύγχρονη λοιπόν ιστορία, δραματική, τραβηγμένη από όλες τις μεριές, για να μπορέσει να σταθεί με αξιοπρέπεια. Κάθε καινούργιο στοιχείο, που μπαίνει στο κάδρο, υπόσχεται, να παίξει τον ρόλο του, όταν θα έρθει η ώρα. Πασπαλισμένο με χιουμοριστικές πινελιές-ατάκες, που προκαλούν χαμόγελο μόνο αν έχεις πάει αποφασισμένος να χαμογελάσεις (δυστυχώς η περίπτωση του πισινού μου), στυλιζαρισμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, απλοϊκό στην γραφή του, παίρνει από τον παγκόσμιο κινηματογράφο, μέσα από τις συνεχείς αναφορές σ’ αυτόν, περισσότερα από όσα έρχεται να προσφέρει. Η συνεχής χρήση αφηγητή, για την διήγηση, μειώνει την αξία του έργου. Στο cinema υπάρχουν τρόποι, κάποια πράγματα, να ειπωθούν αλλιώς. Η συνεχής απόδοση φανταστικών σκηνών και διαλόγων, έτσι όπως «σκηνοθετούνται» μέσα στο μυαλό του πρωταγωνιστή, γίνεται με ένα προβλέψιμο και καθόλου κινηματογραφικό τρόπο. Στερεότυπα αναπαράγονται αφειδώς, με πρώτο και καλύτερο, την χρησιμοποίηση της οδοντιατρικής θεραπείας, σαν τρομοκρατικής ενέργειας.
Ένα πορτοφόλι που βρίσκει πεταμένο ο Georges Palet (Andre Dussollier)-πενηντάχρονος, αλλά που δεν πείθει- και που ανήκει στην Marguerite Muir (Sabine Azema), οδοντίατρο, αλλά και ερασιτέχνη πιλότο αεροπλάνων-χρειάζονται και τα δυο για την εξέλιξη της υπόθεσης-είναι η αιτία για μια ερωτική φαντασίωση, που θέλει όμως να γίνει και πραγματικότητα. Η άχρωμη, πολύ άνετη σύζυγος, κατά πολύ νεότερη- το άλλοθι του μοντερνισμού της ταινίας- τα μεγάλα παιδιά που έχουν βρει τον δρόμο τους, αφήνοντας πίσω ένα δυσαναπλήρωτο κενό γονικής φροντίδας, που πρέπει να διοχετευτεί, διαφοροποιημένο προς το ερωτικότερον, σε άλλον αποδέκτη, ο δημόσιος υπάλληλος αστυνομικός-ευτυχώς που δεν διαπράχθηκε κανένα σοβαρό έγκλημα- η συνάδελφος και φιλενάδα μέσα στην τρελή αγωνία, συμπάσχει συγκρατημένα και διάφοροι άλλοι καρτουνίστικοι χαρακτήρες, όπως οι σερβιτόροι στην καφετέρια της πρώτης συνάντησης και οι μηχανικοί αεροπλάνων στην αερολέσχη.
Η ταινία πελαγοδρομεί σε όλη την διάρκειά της. Χωρίς σαφή προσανατολισμό καταφέρνει να βάλει στην γωνία όλη την ουσία και αναδεικνύει δευτερεύοντα και τριτεύοντα χαρακτηριστικά. Οι εξωτερικές σκηνές βρίθουν αναληθοφανειών. Οι δρόμοι είναι κενοί ανθρώπων, λες και περιμένουν τους ηθοποιούς, για να γεμίσουν την οθόνη. Τα μόνα αυτοκίνητα είναι αυτά των πρωταγωνιστών.
Από όλη την ταινία διασώζονται, οι πραγματικά λειτουργικοί φωτισμοί, που σε κάποια σημεία «μιλάνε» από μόνοι τους-όπως εκεί με την εναλλαγή των φωτεινών σηματοδοτών, για την ρύθμιση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, πάνω στο πρόσωπο και το κορμί της Azema- και η μουσική υπόκρουση, που γεμίζει την προβληματική ροή της ταινίας.
Μια σύγχρονη λοιπόν ιστορία, δραματική, τραβηγμένη από όλες τις μεριές, για να μπορέσει να σταθεί με αξιοπρέπεια. Κάθε καινούργιο στοιχείο, που μπαίνει στο κάδρο, υπόσχεται, να παίξει τον ρόλο του, όταν θα έρθει η ώρα. Πασπαλισμένο με χιουμοριστικές πινελιές-ατάκες, που προκαλούν χαμόγελο μόνο αν έχεις πάει αποφασισμένος να χαμογελάσεις (δυστυχώς η περίπτωση του πισινού μου), στυλιζαρισμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, απλοϊκό στην γραφή του, παίρνει από τον παγκόσμιο κινηματογράφο, μέσα από τις συνεχείς αναφορές σ’ αυτόν, περισσότερα από όσα έρχεται να προσφέρει. Η συνεχής χρήση αφηγητή, για την διήγηση, μειώνει την αξία του έργου. Στο cinema υπάρχουν τρόποι, κάποια πράγματα, να ειπωθούν αλλιώς. Η συνεχής απόδοση φανταστικών σκηνών και διαλόγων, έτσι όπως «σκηνοθετούνται» μέσα στο μυαλό του πρωταγωνιστή, γίνεται με ένα προβλέψιμο και καθόλου κινηματογραφικό τρόπο. Στερεότυπα αναπαράγονται αφειδώς, με πρώτο και καλύτερο, την χρησιμοποίηση της οδοντιατρικής θεραπείας, σαν τρομοκρατικής ενέργειας.
Ένα πορτοφόλι που βρίσκει πεταμένο ο Georges Palet (Andre Dussollier)-πενηντάχρονος, αλλά που δεν πείθει- και που ανήκει στην Marguerite Muir (Sabine Azema), οδοντίατρο, αλλά και ερασιτέχνη πιλότο αεροπλάνων-χρειάζονται και τα δυο για την εξέλιξη της υπόθεσης-είναι η αιτία για μια ερωτική φαντασίωση, που θέλει όμως να γίνει και πραγματικότητα. Η άχρωμη, πολύ άνετη σύζυγος, κατά πολύ νεότερη- το άλλοθι του μοντερνισμού της ταινίας- τα μεγάλα παιδιά που έχουν βρει τον δρόμο τους, αφήνοντας πίσω ένα δυσαναπλήρωτο κενό γονικής φροντίδας, που πρέπει να διοχετευτεί, διαφοροποιημένο προς το ερωτικότερον, σε άλλον αποδέκτη, ο δημόσιος υπάλληλος αστυνομικός-ευτυχώς που δεν διαπράχθηκε κανένα σοβαρό έγκλημα- η συνάδελφος και φιλενάδα μέσα στην τρελή αγωνία, συμπάσχει συγκρατημένα και διάφοροι άλλοι καρτουνίστικοι χαρακτήρες, όπως οι σερβιτόροι στην καφετέρια της πρώτης συνάντησης και οι μηχανικοί αεροπλάνων στην αερολέσχη.
Η ταινία πελαγοδρομεί σε όλη την διάρκειά της. Χωρίς σαφή προσανατολισμό καταφέρνει να βάλει στην γωνία όλη την ουσία και αναδεικνύει δευτερεύοντα και τριτεύοντα χαρακτηριστικά. Οι εξωτερικές σκηνές βρίθουν αναληθοφανειών. Οι δρόμοι είναι κενοί ανθρώπων, λες και περιμένουν τους ηθοποιούς, για να γεμίσουν την οθόνη. Τα μόνα αυτοκίνητα είναι αυτά των πρωταγωνιστών.
Από όλη την ταινία διασώζονται, οι πραγματικά λειτουργικοί φωτισμοί, που σε κάποια σημεία «μιλάνε» από μόνοι τους-όπως εκεί με την εναλλαγή των φωτεινών σηματοδοτών, για την ρύθμιση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, πάνω στο πρόσωπο και το κορμί της Azema- και η μουσική υπόκρουση, που γεμίζει την προβληματική ροή της ταινίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου