Η πιο άρτια ίσως
σκηνοθετικά ταινία του Charlie Chaplin, το “City lights” (Τα φώτα της πόλης), προβλήθηκε στον
κινηματογράφο Τριανόν, με τον Χρήστο Οικονομίδη στο πιάνο.
Κοινωνική κριτική,
λυρισμός, ένα ατελείωτο πανηγύρι συναισθημάτων, εναλλασσόμενης διάθεσης, από το
δάκρυ στο γέλιο, σε μια ταινία που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε, σαν μια συμφωνία
εικόνων. Πάνω στα κύρια και ιδιοφυή θεματικά μοτίβα, από την μια μεριά τον αγνό πλατωνικό έρωτα του άφραγκου αλητάκου
για την τυφλή πωλήτρια λουλουδιών και από την άλλη, την σχέση του με τον πολυεκατομμυριούχο
επιχειρηματία, ο οποίος πάνω στο μεθύσι του γίνεται εγκάρδιος και γαλαντόμος και
όντας ξεμέθυστος αδιάφορος και εχθρικός, χτίζεται με την ανάλυσή τους, με την
επεξεργασία τους και με την προσθήκη αρκετών δευτερευόντων, αλλά εξ’ ίσου
λειτουργικών, ενδιαφερόντων και κωμικών επινοήσεων, η πλοκή του έργου. Από το
εισαγωγικό πλάνο, που τον βρίσκουμε να κοιμάται πάνω στο μεγαλεπήβολο άγαλμα, κατά την διάρκεια των αποκαλυπτηρίων, μπροστά στους επισήμους και στο κοινό,
έως το τρελό οδήγημα στους δρόμους της πόλης και την σκηνή στον αγώνα της πάλης,
ενάντια στον κατά πολύ δυνατότερο αντίπαλο, μια διαρκής σύγκρουση ανάμεσα στην γλυκύτητα,
στην ανθρωπιά και στην απλότητα, κόντρα
στον καθωσπρεπισμό, στον ανερμάτιστο πλούτο, στην κάθε λογής παράλογη εξουσία.
Όπως διαβάζουμε και όπως ειπώθηκε
και στην εισαγωγική ομιλία, ο Charlie Chaplin επέμεινε να γυριστεί βωβή η ταινία, παρόλο που το 1931 είχε ήδη
εισαχθεί ο ήχος στον κινηματογράφο. Ίσως
γι’ αυτό κάθε φορά να κλείνει το μάτι σε ότι έχει να κάνει με την πρόσληψη από
τον θεατή μονάχα της ακουστικής μπάντας και καθόλου με τους διαλόγους των
ηθοποιών. Ίσως γι’ αυτό στην κορυφαία σκηνή του φινάλε, την τόσο συζητημένη, βρίσκουμε τους πρωταγωνιστές
να συνομιλούν πίσω από το τζάμι της βιτρίνας.
Το τεχνητό ηχητικό εμπόδιο ανάμεσα τους, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μαγική
προέκταση της σχέσης του θεατή του βωβού κινηματογράφου με τον δημιουργό. Εκεί, που τα λόγια δεν φτάνουν να ακουστούν, περισσεύουν τα συναισθήματα.